Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Πέρα απ' τον Σοπέν των κοντσέρτων


Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ
Απολύτως ταιριαστό, ευπρόσδεκτα εκτός πεπατημένης φόρο τιμής στη φετινή επέτειο του Σοπέν (1810-1849) αποτέλεσε η συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης υπό τον Αμώς Τάλμον με συμμετοχή του πιανίστα Μαρτίνου Τιρίμου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (22/1/2010).
Ο Μαρτίνος Τιρίμος και η ΚΟΘ υπό τον Αμώς Τάλμον τιμούν τη φετινή επέτειο του Σοπέν, παρουσιάζοντας λιγότερο γνωστά έργα του στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης Δομημένο με φιλέρευνο πνεύμα, το πρόγραμμα προσπέρασε τα χιλιοπαιγμένα, δημοφιλή κοντσέρτα, αντιπροτείνοντας τρεις ελάσσονες, σπάνια παρουσιαζόμενες συνθέσεις για πιάνο και ορχήστρα: το «Rondo a la Krakowiak», τη «Φαντασία επάνω σε πολωνέζικους σκοπούς» και το «Andante spianato et Grande Polonaise».
Ο 68χρονος, διεθνούς φήμης Κύπριος πιανίστας πρόσφερε ερμηνείες που δικαίωσαν κατά γράμμα παλαιότερη σύγκρισή του από Βρετανό δημοσιογράφο με πιανίστες-θρύλους όπως οι Αράου, Σνάμπελ, Ρούμπινσταϊν. Πεμπτουσιακά σοπενικό δίχως ποτέ να καταντά μελίρρυτο, θηλυπρεπές ή να εκτρέπεται σε μανιερισμούς που αλλοιώνουν την ευγένεια της μουσικής μορφής, το παίξιμό του υπήρξε φορέας ζηλευτού πλούτου έκφρασης. Στις εκτενείς εισαγωγές και τα αργά λυρικά μέρη ασύλληπτο εύρος διαβαθμίσεων δυναμικής και άκρας ευαισθησίας αυξομειώσεις ταχυτήτων συνδυάστηκαν αριστοτεχνικά -και με αψεγάδιαστη καλαισθησία- στη διάπλαση ρευστής μελωδικής φραστικής με εκφραστικές φωτοσκιάσεις και εκλεπτύνσεις τραγουδιού. Αντίθετα, στους χορευτικούς σκοπούς κυριάρχησαν κομψότητα και νευρώδης, αιθέρια κινητικότητα. Οι πιο σύνθετες γρήγορες ρυθμικές παραλλαγές δόθηκαν με εγρήγορση, αθλητικά παιγνιώδη ένταση και θαυμαστή καθαρότητα.
Το εκφραστικό φάσμα συμπλήρωσαν συναρπαστικές μεταπτώσεις, αντιπαραθέσεις και εναλλαγές, καίριοι χρονισμοί και άψογος συντονισμός με την ορχήστρα. Η συναυλία ολοκληρώθηκε με την ομοίως σπάνια παρουσιαζόμενη «Συμφωνία αρ. 2» του Σούμαν, έργο αγέλαστο αλλά ενδιαφέρον, οι δύσκολες αρετές του οποίου απαιτούν ικανή ορχήστρα και εμπνευσμένη προσέγγιση. Με εξαίρεση κάποια ολισθήματα κυρίως στα ξύλινα πνευστά, οι μουσικοί της ΚΟΘ ανταποκρίθηκαν με πειθαρχία και εγρήγορση στις οδηγίες του Ισραηλινού αρχιμουσικού, προσφέροντας μια καλή ανάγνωση με ουκ ολίγες δυνατές στιγμές, όπως η εύστοχα αγχωτική απόδοση του νευρικού Scherzo, το μαλέρειας νοσταλγίας Adagio espressivo -εδώ το άριστο σώμα εγχόρδων της ΚΟΘ θαυματούργησε!- και το συμπυκνωμένης δριμύτητας, καταληκτικό Allegro molto vivace.

"Ελευθεροτυπία"27/1/2010

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

"Μπρεχτ, Βάιλ, Ουίλσον: μια ιδιότυπη συνάντηση"

Του Νικου Α. Δοντα
Δεν ήταν μια πολιτική παράσταση, μια παραγωγή με αιχμηρή γλώσσα ή ένα θέαμα που επιχειρεί την παρέμβαση στη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα, όπως ενδεχομένως να το ήθελαν οι Μπρεχτ και Βάιλ. Παρ’ όλα αυτά, η παράσταση της «Οπερας της πεντάρας» σε σκηνοθεσία του Μπομπ Ουίλσον, όπως την παρουσίασε στο Παλλάς το Μπερλίνερ Ανσάμπλ στις 14 Ιανουαρίου, είχε ενδιαφέρον: όχι μόνο δεν χάθηκε πίσω από τη γνωστή άκρως γοητευτική, ταυτόχρονα όμως επικίνδυνα ισοπεδωτική μανιέρα αισθητικής του Αμερικανού σκηνοθέτη, αλλά αντίθετα, αξιοποίησε επιδέξια τα βασικά στοιχεία αυτής της προσωπικής γλώσσας προκειμένου να προβάλει το μήνυμα του έργου.
Ο Ουίλσον έπλασε ένα
θέαμα με κινηματογραφικό ρυθμό, με κίνηση και στάσεις – παγώματα πλάνου. Κινηματογραφικοί μύθοι της εποχής του έργου (Μαρλένε Ντίτριχ, Τσάρλι Τσάπλιν, Μπέλα Λούγκοσι – ο Δράκουλας της μεγάλης οθόνης το 1931), η κινηματογραφική «Οπερα της πεντάρας» του Παμπστ, το βερολινέζικο καμπαρέ αλλά και οι ιστορικές ηχογραφήσεις της μουσικής αξιοποιήθηκαν με οικονομία, χιούμορ και σατιρική διάθεση. Απέδωσαν την Ευρώπη του μεσοπολέμου και την αισθητική της πρώτης παραγωγής με αποστασιοποιημένη, «αντικειμενική» ματιά που απηχεί τις προθέσεις του Μπρεχτ. Το ίδιο το παιχνίδι των αναφορών αντανακλά τη λογική του μπρεχτικού κειμένου και τις συνθετικές αρχές του Κουρτ Βάιλ: στο πρώτο έχει ενσωματωθεί ποίηση του Φρανσουά Βιγιόν και του Ρούντγιαρντ Κίπλινγκ, ενώ ο δεύτερος ανέμειξε στοιχεία της τζαζ, των μπλουζ και του τάνγκο εισάγοντας επιπλέον σατιρικές αναφορές στην όπερα, την οπερέτα και τη θρησκευτική μουσική.
Θαυμάσιοι ηθοποιοί
Δεδομένη και αυτονόητη είναι η υψηλή, στυλιζαρισμένη αισθητική του οπτικού μέρους –φωτισμοί, σκηνικά, κοστούμια, μακιγιάζ– στις παραστάσεις του Ουίλσον. Ομως, η επιτυχία του θεάματος στηρίχτηκε πρωτίστως στους ερμηνευτές: τον έξοχο Στέφαν Κουρτ ως γοητευτικό Μακ Χιθ ανδρόγυνο λαμπερό σταρ του Χόλιγουντ, τον εφάμιλλό του Γιούργκεν Χολτς ως Πίτσαμ, τον Αξελ Βέρνερ ως δράκουλα - διοικητή της αστυνομίας και τις τέσσερις κυρίες: την Τράουτε Χάις ως κυρία Πίτσαμ, την Κριστίνα Ντρέξλερ ως Πόλι, την Αννα Γκρέντσερ ως Λούσι και την Ανγκελα Βίνκλερ ως Τζένι.
Η φωνή αποτελούσε βασικό εργαλείο. Με το ιδιαίτερο ηχόχρωμα και το ερμηνευτικό της ύφος, ηλεκτρικά ενισχυμένη, κάθε μία υπηρετούσε τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά κάθε (στερεο) τύπου προσώπου. Αριστη επίσης η στήριξη της παράστασης από τους εννέα μουσικούς της ορχήστρας.
Με το εξαιρετικό του θέαμα, ο Ουίλσον έδειξε ότι γίνεται κι έτσι. Αν τελικά αποκάλυψε κάτι νέο για το έργο και αν ο θαυμασμός και η ψυχική ευφορία που προκάλεσε είναι αυτό στο οποίο στόχευαν οι Μπρεχτ και Βάιλ, θα πρέπει να το απαντήσει καθένας για τον εαυτό του.
"Καθημερινή" 24/01/2010

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

"Η ΚΟΑ του μείζονος και του ελάσσονος"

του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ
Την εργογραφία του ρομαντισμού τίμησε η ΚΟΑ υπό τον Βύρωνα Φιδετζή κατά την τελευταία τακτική συναυλία της χρονιάς στο Μέγαρο Μουσικής (11/12/2009). Η βραδιά ξεκίνησε με την εισαγωγή «Αθαλία» του Μέντελσον από τη μουσική για το βιβλικής θεματικής θεατρικό έργο του Ρακίνα.
Η εκτέλεση άρχισε ήρεμα και μεγαλόπρεπα, με νηφάλιο ρυθμικό βηματισμό, συνέχισε στρωτά, διανθισμένη με ωραία σόλι κλαρινέτου από τον Μουρίκη και κορυφώθηκε δυναμικά και λαμπερά. Ακολούθησαν «Τα τραγούδια για τα νεκρά παιδιά» του Μάλερ. Σολίστ ήταν η μεσόφωνος Δάφνη Ευαγγελάτου, μονωδός της οποίας η ευαίσθητη ερμηνεία φανέρωσε γνώση και κατανόηση του ειδικού συναισθηματικού βάρους της μουσικής αυτής. Οικονομώντας σωστά τη γενικώς χαμηλή ένταση αλλά και την αισθητή πλέον αδυναμία στη χαμηλή περιοχή της φωνής, η έμπειρη λυρική τραγουδίστρια διέπλασε το τραγούδι της με ωραία, ιδιαίτερα προσεγμένη φραστική και φροντισμένη έκφραση.
Ο Φιδετζής διηύθυνε χαλαρά, συγκρατώντας σε χαμηλούς τόνους την ούτως ή άλλως με ποιότητες μουσικής δωματίου συνοδεία της ορχήστρας. Ωραίες σολιστικές συνεισφορές χάρισαν ο ομποΐστας Βαγγέλης Χριστόπουλος -στην αποχαιρετιστήρια συμμετοχή του σε συναυλία!- η Χριστίνα Παντελίδου (αγγλικό κόρνο) και ο Αλέξανδρος Οικονόμου (φαγκότο).
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με τη «Συμφωνία αρ. 6» του Μπρούκνερ, συνθέτη ιδιαίτερα αγαπητού στον αρχιμουσικό, ο οποίος κατανοεί άριστα τη δομή και την κλίμακα μεγεθών της μουσικής δραματουργίας του. Η μεγαλειώδης, «γοτθική» παρτιτούρα δόθηκε δυναμικά, με νεύρο στα γρήγορα μέρη και με ωραία, ρευστή φραστική στα αργά. Το εναρκτήριο, εκστατικών τόνων εμβατηριακό Maestoso ήχησε όσο έπρεπε στιβαρό και επιθετικό ενώ το ολύμπιας γαλήνης, πένθιμο Adagio υπήρξε η πιο υποβλητική στιγμή της συναυλίας.
Δυστυχώς, όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοια έργα με την ΚΟΑ, παρά την καταφανώς σωστή αντίληψη του μουσικού ειρμού της παρτιτούρας και της εναλλαγής των διαθέσεων της μουσικής, η εκτέλεση έπασχε τοπικά από ανεπάρκειες στην απόδοση των λεπτομερειών και κυρίως από έκδηλη έλλειψη ισορροπιών -ή μάλλον ελέγχου- στα επίπεδα δυναμικής των ατίθασων χάλκινων πνευστών. Για πολλοστή φορά, το αποτέλεσμα ήταν απαράδεκτα άγριες, άμουσα τραχιές κορυφώσεις, που έπνιξαν ολοσχερώς τα έγχορδα ισοπεδώνοντας κάθε έννοια μουσικής αρχιτεκτονικής ή αφήγησης, και απλώς... κούφαναν τα αυτιά.
Την τελευταία διετία η ΚΟΑ αύξησε ευπρόσδεκτα την προσφορά της, αναθέτοντας σε χωριστά κλιμάκια ή υποσύνολά της να παρουσιάζουν περιοχές του ρεπερτορίου που -καλώς ή κακώς- σπάνια επισκέπτεται το πλήρες σώμα της ορχήστρας στις τακτικές συναυλίες στο Μέγαρο Μουσικής.
Τον Δεκέμβριο, στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς, τα Εγχορδα της ΚΟΑ υπό τον Ιάκωβο Κονιτόπουλο έπαιξαν έργα για ορχήστρα εγχόρδων γραμμένα στον 20ό αιώνα (18/12/2009). Ηταν ένα καλοδιαλεγμένο, όσο και ανελέητα απαιτητικό πρόγραμμα, που περιλάμβανε τη «Λαφίνα» (1945) του Αλέκου Ξένου, το «Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα δωματίου» (2007) του Δημήτρη Τερζάκη, εμπνευσμένο από το ποίημα του Μποντλέρ «Σε μια Μαντόνα», τον «Φάρο» (1989;) του Εσθονού Σβεν Τίιρ και το «Ντιβερτιμέντο για έγχορδα» (1939) του Μπάρτοκ, έργο-κλειδί του 20ού αιώνα για το ρεπερτόριο ορχήστρας εγχόρδων.
Καθώς στη χώρα μας τα μεγάλα επώνυμα σύνολα, εγχώρια είτε ξένα, σχεδόν ουδέποτε πλέον εγκαταλείπουν την «πεπατημένη» όσον αφορά το ρεπερτόριο, προσήλθαμε στη συναυλία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για να ακούσουμε «ζωντανά» κατ' αρχήν τα ίδια τα έργα. Ως προς αυτό και μόνον η ακρόαση της θρυλικής «Λαφίνας», την οποία ουδέποτε είχαμε γνωρίσει, μάς αντάμειψε με το παραπάνω. Συνδυάζοντας ιδεολογικοαισθητικές στοχεύσεις τύπου Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού με μνήμες Εθνικής Σχολής, διατυπωμένη σε μουσική γλώσσα σαφούς προσωπικής υπογραφής με αφομοιωμένα διδάγματα από Προκόφιεφ και Σοστακόβιτς, αυτή η πολιτικά στρατευμένη παρτιτούρα -κρυπτική αναφορά στον Εμφύλιο- κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον και, ταυτόχρονα, συγκίνησε.
Ατυχώς, οι εκτελέσεις ήσαν συνολικά μέτριες. Απ' αρχής μέχρι τέλους της βραδιάς, το παίξιμο των εγχόρδων της ΚΟΑ υπό τον Κονιτόπουλο πρόβαλε βαρύ και αγχωμένο, η φραστική αδιάπλαστη, κατατετμημένη, ο ειρμός πλαδαρός ή βεβιασμένος, η ανάδειξη λεπτομερειών απλά στοιχειώδης. Τελικά αυτές οι τεχνικά δύσκολες, ειδικών εκφραστικών απαιτήσεων μουσικές αποδόθηκαν... συλλαβιστά και μάλιστα όσο τοπικά πυκνότερη γινόταν η γραφή, τόσον οι ταχύτητες έπεφταν και η ανάγνωση γινόταν ατεχνέστερη και «βαρύτερη».
"Ελευθεροτυπία"20/1/2010

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

«Ρώσικα Χριστούγεννα» από την Κρατική Αθηνών

Του Νικου Α. Δοντα
Με ένα δημοφιλές πρόγραμμα έκλεισε τη χρονιά της η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (ΚΟΑ). Στις 30 Δεκεμβρίου, στην Αίθουσα Φίλων της Μουσικής, ο Μύρων Μιχαηλίδης διηύθυνε τη Σουίτα έργο 71α από τον «Καρυοθραύστη» του Πιότρ Τσαϊκόφσκι, το δεύτερο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Σεργκέι Ραχμάνινοφ και την «Σεχραζάντ» του Νικολάι Ρίμσκι - Κόσρακοφ. Εάν βασικός στόχος ήταν η πληρότητα της αίθουσας, ασφαλώς πέτυχε.
Τόσο οι ποικίλοι χοροί από το μπαλέτο του Τσαϊκόφσκι όσο επίσης οι τέσσερις ενότητες και οι υποενότητες της «Σεχραζάντ» στηρίζονται στις σολιστικές ικανότητες αρκετών από τους μουσικούς της ορχήστρας. Οι συγκεκριμένες παρτιτούρες προβλέπουν αρκετά μέρη, άλλοτε σύντομα άλλοτε εκτενέστερα, που βασίζονται είτε σε ένα μουσικό είτε στη συνεργασία περισσοτέρων. Τόσο ο Τσαϊκόφσκι όσο και ο λαμπρός ενορχηστρωτής Ρίμσκι - Κόρσακοφ εμπιστεύονται βασικά θέματα στο όμποε, στο κλαρινέτο, στο φλάουτο και στο πίκολο φλάουτο, στο τσέλο, στο κόρνο, στην άρπα και σε άλλα όργανα. Δεν είναι διακοσμητικά, δεν δημιουργούν απλώς χρώμα ή ατμόσφαιρα. Τις περισσότερες φορές καθορίζουν τη μουσική, καθώς συχνά αποδίδουν το βασικό μελωδικό θέμα ή σχολιάζουν όσα διατυπώνει η ορχήστρα.
Την βραδιά της 30ής Δεκεμβρίου, οι σολίστες–μουσικοί της ΚΟΑ δεν φάνηκαν προετοιμασμένοι στον ίδιο βαθμό. Στο έργο του Τσαϊκόφσκι το αποτέλεσμα ήταν άνισο, καθώς ορισμένα μέρη κυλούσαν ομαλά, απρόσκοπτα ή και αέρινα όπου ήταν ζητούμενο, ενώ άλλα υπολείπονταν σε ακρίβεια, σε ύφος ή και στα δύο.
Γεμάτος ήχος
Ανάλογες ήσαν οι επιφυλάξεις για τη «Σεχραζάντ». Το έργο επανέρχεται συχνά στα προγράμματα της ορχήστρας, επιλογή που δύσκολα κατανοεί κανείς, αφού αμετάβλητες μοιάζουν οι αδυναμίες του πρώτου βιολιού της ορχήστρας στο αποφασιστικής σημασίας σολιστικό μέρος που του εμπιστεύεται ο συνθέτης.
Ανάμεσα σε Τσαϊκόφσκι και Ρίμσκι - Κόρσακοφ ακούστηκε το 2ο Κοντσέρτο για πιάνο του Ραχμάνινοφ με σολίστα τον Αλεξέι Ναμπιούλιν. Ο πιανίστας έπαιξε με αυτοπεποίθηση, γεμάτο ήχο και την απαραίτητη δεξιοτεχνία. Ερμήνευσε με τις αναμενόμενες πλατιές χειρονομίες τις σελίδες του Ραχμάνινοφ που ξεχειλίζουν από συναίσθημα και κράτησε σε ισότιμο επίπεδο τον διάλογο με τα όργανα της ορχήστρας στο λυρικό δεύτερο μέρος. Η δύναμή του παρέσυρε την ορχήστρα που δεν δίσταζε να επιβεβαιώνει την υπεροχή της ισχύος της.
Ο Μύρων Μιχαηλίδης απέδωσε ανάλαφρα και με χορευτική διάθεση τη μουσική του Τσαϊκόφσκι. Στο έργο του Ρίμσκι - Κόρσακοφ ο αρχιμουσικός οδήγησε την ΚΟΑ με πλαστικότητα και εξασφάλισε την ποικιλία εναλλαγών που έχουν ανάγκη τα επεισόδια των εξωτικών αφηγήσεων της Χαλιμάς, πηγή έμπνευσης του Ρώσου συνθέτη. Στο τέλος του έργου, ο ενθουσιασμός οδήγησε σε ακραίες εντάσεις.
Καθημερινή 17/1/2010

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

"Μουσικοί διάλογοι για τέσσερις"


Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ
Αναμφίβολα αισθητές έχουν γίνει οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην εγχώρια μουσική ζωή. Στο Μέγαρο Μουσικής, οι γενναιόδωροι, θεματικά αρθρωμένοι κύκλοι μουσικής δωματίου που προσφέρονταν παλαιότερα αντικαταστάθηκαν πλέον από μετρημένες, μεμονωμένες εκδηλώσεις.
Μοναχικό φωτεινό διάλειμμα αποτέλεσε η εμφάνιση του Κουαρτέτου εγχόρδων Artis της Βιέννης στην αίθουσα Φίλων της Μουσικής (7/12/2009). Πρόκειται για ένα από τα μακροβιότερα σύνολα της Αυστρίας (ιδρ. 1980), με σημαντική δισκογραφία. Η βραδιά ξεκίνησε με το ασυνήθιστα υψηλών απαιτήσεων «Κουαρτέτο έργο 20, αρ. 5» του Χάιδν. Εστιασμένος, διάφανος ήχος, αυτοτελείς αλλά τέλεια ισοζυγιασμένες επιμέρους συνεισφορές, άψογο δέσιμο, εκφραστικά μεστές, αλλά ήπιες φορτίσεις, τέλος ωραία στήριξη από στρωτά ρυθμικά συνεχή φανέρωσαν τη βαθιά γείωση των Αυστριακών Artis στον βιεννέζικο κλασικισμό.

Ακολούθησε το «Κουαρτέτο αρ. 4» (1936) του Τσεμλίνσκι. Γραμμένο με αφορμή τον θάνατο του Σένμπεργκ, κατάφορτο από αναμενόμενες μουσικές αναφορές (Βάγκνερ, Σένμπεργκ), το πρωτομοντερνιστικό εξαμερές έργο χαρακτηρίζεται από πολύ πυκνή γραφή, σαγηνευτικό πλούτο θεμάτων και έντονες εναλλαγές διαθέσεων. Οι τέσσερις μουσικοί, που έχουν κερδίσει το βραβείο δισκογραφίας «Echo Klassik-2000» για την ηχογράφησή του, χάρισαν μια ανάγνωση ωριμασμένη στον χρόνο, υποδειγματικά πιστή στο εξεζητημένα επιγονικό πνεύμα και ύφος της γραφής του Τσεμλίνσκι. Διατήρησαν αιθέρια διαφάνεια στις αενάως μεταβαλλόμενες, συχνά «λασπώδεις» ηχητικές χροιές, αποκωδικοποίησαν επιτυχημένα και με άνεση το συνωστισμένο από μικροεπεισόδια συντακτικό της γραφής και φόρτισαν το ρευστό, πάντα σε εγρήγορση παίξιμό τους με ζηλευτό πλούτο διαθέσεων.

Ως κατακλείδα δόθηκε το δημοφιλές «Κουιντέτο για πιάνο» του Σούμαν σε συνεργασία με τον πιανίστα Γιάννη Βακαρέλη. Ηταν μια αρμονική, καλοδουλεμένη ερμηνεία συνόλου, στην οποία το ανήσυχο πνεύμα της κινητικής μουσικής του Γερμανού ρομαντικού διοχετεύθηκε ισορροπημένα διαποτίζοντας με τη ζωντάνια του τις αυστηρές μαθηματικές δομές της αλα-Μπαχ μορφολογίας. Σβέλτες, εισαγωγικές δοξαριές των εγχόρδων εναλλασσόμενες προς λυρικές δευτερολογίες από το πιάνο στο εναρκτήριο Allegro brillante, νοσταλγικοί μονόλογοι του τσέλου στο αργό μέρος, διασταυρούμενες κλίμακες πιάνου/εγχόρδων στο Scherzo, ιλιγγιώδεις καταδιώξεις στο δαιμονικής έντασης φινάλε, άπαντα έρρευσαν ανεμπόδιστα υπηρετώντας το ορμητικό πνεύμα του Ρομαντισμού.

**Ασυζητητί το μακροβιότερο σύνολο δωματίου στη γεμάτη ματαιώσεις ιστορία της μεταπολεμικής μουσικής ζωής, το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο συνεχίζει δίχως διαλείψεις να δίνει συναυλίες επεκτείνοντας το ρεπερτόριό του. Πρόσφατα, οι τέσσερις μουσικοί έπαιξαν έργα του Ρομαντισμού στη μόνιμη έδρα τους, την αίθουσα εκδηλώσεων του Μουσείου Μπενάκη της Πειραιώς (20/12/2009). Αφ' ενός το γεγονός ότι είχαμε να παρακολουθήσουμε συναυλία τους αρκετό καιρό, αφ' ετέρου το ότι τους τελευταίους μήνες είχαμε ακούσει άλλα νεοπαγή ή περιστασιακής δραστηριοποίησης εγχώρια σύνολα, τροφοδότησε ουσιαστικές συγκρίσεις που επιβεβαίωσαν τη σαφή υπεροχή των ΝΕΚ.

Ηχος στρωτός και ομοιογενής, άριστο, αβίαστο δέσιμο, αναγνώσεις δομημένες σε βάθος, υψηλή τεχνική επάρκεια συνεισφέρουν σε εκφραστικά και αισθητικά ισορροπημένες ερμηνείες τις οποίες εμψυχώνουν ώριμο συναίσθημα και ικανοί τόνοι ευγένειας. Τα δύο, από τον Μάιο του 2007 νέα μέλη, η βιολίστρια Αγγέλα Γιαννάκη και ο τσελίστας Αγγελος Λιακάκης, ηχούν σαν να έπαιζαν ανέκαθεν δίπλα στους εκ των ιδρυτών βιολιστές Γιώργο Δεμερτζή και Δημήτρη Χανδράκη, ενώ έχουν συνεισφέρει στη διαμόρφωση ενός ήχου πιο μαλακού, πλουσιότερου σε φωτοσκιάσεις.

Η βραδιά περιλάμβανε τρία έργα: το «Κουαρτέτο αρ. 1» του Μέντελσον, το «Κουαρτέτο αρ. 13, Ροζαμούνδη» του Σούμπερτ και το «Κουαρτέτο αρ. 1» του Μπραμς. Ανάλογα με την εποχή και το ύφος εκάστου έργου, οι αναγνώσεις διέθεταν λεπτές διαφοροποιήσεις ως προς τις λεπτομέρειες και το συνολικό πλάσιμο ενώ, παντού, η απόδοση του μουσικού συντακτικού -μικρο-και μακροπαραγραφοποίηση- υπήρξε ισορροπημένα αναλυτική, υπηρετώντας ουσιαστικά, δίχως ίχνος βιασύνης ή νευρικότητας, τη γραφή. Στον νεανικό Μέντελσον ο ήχος ήταν ελαφρύς, διάφανος και κινητικός προβάλλοντας άψογα τη μουσική αρχιτεκτονική, η φραστική σβέλτη και νευρώδης, ενώ ο μουσικός ειρμός, σφιχτός και εμψυχωμένος από ωστική ορμή, άφηνε ικανό χώρο για ισορροπημένες, καλαίσθητες μεταπτώσεις έντασης και ρευστότητας.

Χωρίς υπερθεματισμούς ή εκπτώσεις σε δομική σαφήνεια, στον ώριμο Σούμπερτ η έμφαση μετακινήθηκε εύστοχα στη μελωδία ενώ, με εύλογη εξαίρεση το συναρπαστικά ορμητικό Allegro moderato, οι τόνοι διατηρήθηκαν ταιριαστά χαμηλοί και νηφάλιοι προσδίδοντας ψυχολογικό βάθος και συνοχή. Αισθητά βαρύτερος ήχος, πιο συμφωνική διαλεκτική, άλλης κλίμακας δραματική έκφραση και μουσικός ειρμός ορχηστρικού βάρους φώτισαν υποδειγματικά το ιδιότυπο στίγμα της ρομαντικής γραφής του Μπραμς. *
Ελευθεροτυπία 13/1/2010

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

"K.O.A., Γαρουφαλής, μουσική δωματίου..."

Tου ΓIΩPΓOY ΛEΩTΣAKOY

AΠO TIΣ ΔIΔAKTIKOTEPEΣ συναυλίες της KOA υπό τον Bύρωνα Φιδετζή, σε μιαν από τις αρτιότερες εμφανίσεις του, η τελευταία, απέδειξε ότι η ορχήστρα διαθέτει δικό της, καλλιεργημένο κοινό, μη πτοούμενο από τους συμφωνικούς καθεδρικούς του Mπρούκνερ. Tρία έργα, εξ ων τα δύο ακραία, για πολλούς αποτελούσαν ίσως νέες εμπειρίες:
ΦEΛIΞ MENTEΛΣON (1809-1847): «Aθαλία», εισαγωγή από τη σκηνική μουσική (έργο 74, 1845) για την ομώνυμη βιβλική τραγωδία του Pακίνα. H φετινή 200ή επέτειος ενός μεγάλου, ουσιαστικά αγνώστου συνθέτου, ανέσυρε από άδικην αφάνεια αρκετά αριστουργήματά του. Ξεγελά το κύριο θέμα (χάλκινα), είδος χορικού σε μείζονα: το έργο, αριστοτεχνικά πυκνοχτισμένο, εξελίσσεται σε δραματικότατον ελάσσονα. Eρμηνεία με εύστοχην ισορροπία μεταξύ παραφοράς και μορφικής καθαρότητος. Aμποτε η KOA (μαζί με χορωδία) να παρουσιάσει σύντομα και τις σκηνικές μουσικές του Mέντελσον για τις δύο σοφόκλειες τραγωδίες: την «Aντιγόνη», γνωστή στους Aθηναίους του 19ου αι., και τον «Oιδίποδα επί Kολωνώ».
ΓKOYΣTAΦ MAΛEP (1860-1911): «Tραγούδια για νεκρά παιδιά» (ποίηση Φρήντριχ Pύκερτ, 1901-04) για φωνή και ορχήστρα. Σολίστ στους πέντε σπαρακτικούς θρήνους που αθάνατο ερμηνευτικό τους πρότυπο παραμένει η Kάθλην Φερριέ, η μεσόφωνος Δάφνη Eυαγγελάτου, στην οποία οφείλουμε αλησμόνητες βραδιές με σπάνια «λήντερ» για φωνή και πιάνο. Iση προς εαυτήν, περιορίζοντας τον πλούσιο φωνητικό της όγκο, επέλεξε μιαν εσωτερικότερη προσέγγιση ενός πόνου πολύ μεγάλου για να εξωτερικευθεί.
ANTON MΠPOYKNEP (1824-1896): Συμφωνία αρ. 6, λα μείζ. (1879-81). H διεύθυνση του Bύρωνος Φιδετζή ανέδειξε την ιδιαιτερότητα του θεματικού και μορφοπλαστικού στοχασμού του Mπρούκνερ, όχι σε σχέση με άλλα σύγχρονα έργα, αλλά με τις άλλες του συμφωνίες. Aκύρωσε έτσι κάποιους αφορισμούς του Πφίτσνερ, ότι τάχα ο Mπρούκνερ έγραψε «εννηά φορές την ίδια συμφωνία». Iσως στα α'Α μέρος τα χάλκινα αντήχησαν περισσότερο του προσδοκωμένου, αλλά τα «φορτίσσιμι» αυτά βρίσκονταν σε ανεπίληπτη συμμετρία με το υπόλοιπο φάσμα δυναμικής. Mας συνεπήρε η νοηματικά κατακάθαρη ροή απροσδόκητων μελωδικών μαιάνδρων και η πύκνωσή τους σε εξ ίσου απρόσμενα ανελισσόμενες και κορυφούμενες αντιστικτικές ροές.
O ΠIANIΣTAΣ APHΣ ΓAPOYΦAΛHΣ σε αποκορύφωμα πιανιστικής δεξιοτεχνίας και ερμηνευτικής ωριμότητας είχε έμπνευση εξαίσια: να παρουσιάσει σε τρεις βραδυές, τα τρία βιβλία των «Xρόνων Προσκυνήματος» (Années de pélérinage) του ΦPANTΣ ΛIΣT (1811-1886), συνθέτου μέγιστου που μέχρι σήμερα το ευρύτερο φιλόμουσο κοινό γνωρίζει ελάχιστα τη δημιουργία του (400 έργα για πιάνο), παραμένοντας δέσμιο λαθεμένων εντυπώσεων. Tον θεωρεί επιδειξιομανή δεξιοτέχνη-συνθέτη έργων τόσο δύσκολων και πληθωρικών ώστε να παίζονται μόνον από τον ίδιο, τελείως ανίδεο για τον παράγοντα μουσική: λ.χ. τη μορφολογική παράμετρο στην ανεπανάληπτη «Σονάτα» για πιάνο, τις τελευταίες πιανιστικές σελίδες του που προοιωνίζονται ένα Σκριάμπιν, τα συμφωνικά ποιήματα, τη Συμφωνία «Φάουστ», τη θρησκευτική μουσική κ.ά. O Γαρουφαλής άρχισε με τα 9 κομμάτια του α'Α βιβλίου, «Eλβετία», (1837-38), σε μια βραδιά 80'Α, χωρίς διάλειμμα, μαγεύοντάς μας με τα δις παρεστιγμένα και το θέμα σαν χορικό του αρ. 1 («Tο παρεκκλήσι του Γουλιέλμου Tέλλου»), με την υπόμνηση του Σούμαν (αρ. 4), κυρίως με τους αρ. 6, αρχικά σοπενικής τρυφερότητας «βαρκαρόλλα» που κορυφώνεται σε πρώιμο Φράνκ, 7 και ιδίως 8 και 9, όπου αποκάλυψε την ικανότητα ενός μεγάλου δημιουργού να πυργώνει οραματισμούς από θεματικές αφετηρίες σχεδόν παιδικά απλές. O Γαρουφαλής, κρατώντας αδιάλειπτα ερμηνευτικό ήθος εξαιρετικά υψηλό, υπηρέτησε και ανέδειξε αξίες καθαρά μουσικές. Bαθειά ευγνωμονούμε το Mέγαρο και τον καλλιτέχνη για τη σπανιότατη μουσική προσφορά. (Aίθουσα ΔM, 16.12.2009).

*** *** ***

MHNEΣ MOΛIΣ μετά την παρθενική του εμφάνιση, το Kουαρτέτο Eγχόρδων της Oρχήστρας Xρωμάτων ανανέωσε τις πρώτες άριστες εντυπώσεις μας με δύο συνθέσεις ελάχιστα συνηθισμένες στα προγράμματα των πάντοτε λιγοστών εκδηλώσεων μουσικής δωματίου μας: είδος που ο μέσος Eλληνας «φιλόμουσος» (;!) αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι, αγνοώντας ότι αυτό ακριβώς εμπεριέχει την πεμπτουσία της μουσικής.
POMΠEPT ΣOYMAN: (1810-1856): Kουαρτέτο εγχόρδων, λα μείζ., έργο 41, αρ. 3 (1842), ενδεχομένως α'Α ελληνική εκτέλεση – δε θυμούμαι να το ξανάκουσα «ζωντανά». Συνδυάζει πυκνότητα στοχασμών και συναισθηματικήν ένταση, ενώ παρά την εξαγγελία «λα μείζων», φανερά κυριαρχούν ελάσσων τρόπος και αντιστικτική γραφή: το α'Α μέρος αρχίζει με κανόνα, το β'Α (Σκέρτσο) είναι καλπασμός σε ελάσσονα, στο γ'Α σόλι βιολοντσέλου και βιολιού καταλήγουν σε αποθέωση ρομαντικής αντιστίξεως, ενώ το Φινάλε απογειώνεται σε θεία ανάπτυξη. Tέσσερις λαμπροί καλλιτέχνες (Kορέλης/Σεστάνι-βιολιά, Σδούκος-βιόλα, Nίνα-βιολοντσέλλο) αποκωδικοποίησαν ένα δυσπρόσιτο ιδίωμα συλλειτουργώντας με ιδανική άνεση και διαφάνεια.
ANTONIN NTBOPZAK (1841-1904): Kουιντέτο με πιάνο αρ. 2, έργο 81, λα μείζ. (Oκτ. 1887). Από φθινοπωρινό δείλι, σε ανοιξιάτικο πρωινό. Eντονες αντιθέσεις χαρακτήρος και ρυθμών, ανάγλυφα θέματα πάντα σε ανάλαφρο cantabile, καταλήγουν σε περίτεχνη ανακεφαλαίωση (α΄ μέρος). Θεία εκτενές αργό μέρος σε ελάσσονα, ανάλαφρες ηχητικότητες ακόμη και όταν η σκέψη γίνεται εσωτερικότερη. Γρήγορος βοημικός χορός (Σκέρτσο) απάγει στην ολοκλήρωση της μορφής με ένα τελικό Aλλέγκρο (Πόλκα). Tο έργο, μεγάλη στιγμή και της πιανίστας Bίκυ Στυλιανού που με ανάλαφρο toucher απογείωσε τη θείας ευφορίας σελίδα σε απόλυτη ομοψυχία με το κουαρτέτο («Παρνασσός», 17.12.2009)
Εφημερίδα Εξπρές 9-01-10

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

"Χορωδιακή παράδοση τεσσάρων αιώνων"

Του Νικου Α. Δοντα
Μία βραδιά με χορωδιακή μουσική χωρίς συνοδεία ενόργανου συνόλου πραγματοποιήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου στην Αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος». Ο Μιχάλης Μενέλαος Ζέκε, γεννημένος στο Λονδίνο, μεγαλωμένος στη Βουδαπέστη αλλά σπουδαγμένος στο Ωδείο και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπως επίσης στο Μουσικό Πανεπιστήμιο της Στουτγκάρδης, εμφανίστηκε για δεύτερη φορά στην Αθήνα με το σύνολο Mosaico Vocale -Φωνητικό μωσαϊκό- που ο ίδιος ίδρυσε το 2008.
Αποτελούμενη από φοιτητές του Μουσικού Πανεπιστημίου της Στουτγκάρδης η χορωδία επέλεξε πρόγραμμα με μεγάλη ποικιλία. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς δόθηκε η ευκαιρία να αναδειχθούν οι ικανότητές της σε έργα που διέφεραν σημαντικά ως προς τις απαιτήσεις, από τεχνική άποψη αλλά και ως προς την απόδοση του κατάλληλου ύφους. Το ρεπερτόριο δεν εστιάστηκε σε κάποια εποχή, αλλά κάλυψε τέσσερις αιώνες δημιουργίας, ξεκινώντας από τρία μοτέτα του Φραγκίσκου Λεονταρίτη, έργα του 16ου αιώνα, και καταλήγοντας στο χορωδιακό «Ω Μέγα Μυστήριο» του Αμερικανού συνθέτη Μόρτεν Λώριντσεν, γραμμένο το 1994.
Ο καθολικός Λεονταρίτης γεννήθηκε στον Χάνδακα (Ηράκλειο, Κρήτης) αλλά σπούδασε στη Ρώμη και περίπου 30 ετών προσελήφθη στη χορωδία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, πόλη στην οποία εργάστηκε πριν συνεχίσει την περιπλάνησή του στο Μόναχο και βορειότερα. Τη μουσική του είχε αναδείξει προ ετών μέσα από συναυλίες και ηχογραφήσεις ο Νίκος Κοτροκόης με το χορωδιακό σύνολο «Πολυφωνία». Είναι ευχάριστο ότι η δουλειά αυτή βρίσκει άξιους συνεχιστές και εκτός συνόρων πρέσβεις.
Ακρίβεια με αποχρώσεις
Το σύνολο του Ζέκε αποδείχθηκε αρκετά ακριβές, καθώς οι διάφορες επί μέρους ομάδες του διέθεταν εστιασμένο και καλά ελεγχόμενο ήχο, γεγονός που επέτρεπε επίσης ενδιαφέρουσες διακυμάνσεις δυναμικής. Το στοιχείο αυτό φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμο στα έργα της εποχής του ρομαντισμού που ακολούθησαν, όχι τόσο στα μάλλον ακαδημαϊκά μοτέτα του Μπραμς όσο στις τρεις συνθέσεις του Αντον Μπρούκνερ, «Αυτός ο τόπος», «Η ράβδος του Ιεσσαί» και «Χαίρε Μαρία». Το θρησκευτικό πάθος του συγκεκριμένου συνθέτη, όπως εξάλλου και ο αντίστοιχος υψιπετής ιδεαλισμός της συμφωνικής μουσικής του, αποτελούν ξεχωριστή περίπτωση στον μουσικό κόσμο. Οπως ξεχωριστή περίπτωση είναι κι ο Μπέντζαμιν Μπρίττεν, του οποίου ο «Υμνος στην Παρθένο» για διπλή χορωδία αποδόθηκε με θεατρικό τρόπο, καθώς οι δύο φωνητικές ομάδες της χορωδίας μοιράστηκαν στις δύο άκρες της αίθουσας προκειμένου να επιτύχουν το κατάλληλο εφέ.
Η βραδιά έκλεισε με τα «Τέσσερα μοτέτα για κάποια Χριστούγεννα» του Φρανσίς Πουλένκ, γραμμένα το 1952. Τυπικά δείγματα της ευρηματικότητας του Γάλλου συνθέτη έδωσαν την ευκαιρία στη χορωδία να επιδείξει την πειθαρχία της αλλά και τις ικανότητές της στην έκφραση ποικιλίας διαθέσεων.
"Καθημερινή" 3-1-2010