Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

«Μια όπερα, ένα παραμύθι» ΑΡΧΕΙΟ

Η «Απαγωγή από το Σεράι», του Μότσαρτ στο Μέγαρο Μουσικής
του Αντώνη Ι. Κωνσταντινίδη

Θα έμοιαζε μάλλον κοινότυπη η αναφορά στην ιδιαίτερη μουσική φυσιογνωμία του Μότσαρτ. Και αυτό, δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι ο Αυστριακός συνθέτης είναι αναντίρρητα το γνωστότερο και ίσως το πλέον αναγνωρίσιμο πρόσωπο στην ιστορία της μουσικής τέχνης. Ξεπερνώντας το μύθο που τυλίγει γενικότερα την ιδιοφυΐα του και τις πηγές της έμπνευσής του και κοιτώντας την εικόνα του δημιουργού μέσα από το ίδιο του το έργο, τα συμπεράσματα είναι σαφή. Πέρα από την εξωστρεφή και πληθωρικά χαρισματική εικόνα ενός δεξιοτέχνη ερμηνευτή, βλέπουμε να δομείται ένα μάλλον αρκετά συνθετότερο και σίγουρα αξιοπρόσεκτο φαινόμενο. Εμείς, παρακολουθήσαμε στην τελευταία του παράσταση (19/10), ένα χαρακτηριστικό έργο από την οπερατική παραγωγή του Μότσαρτ. Η «Απαγωγή από το Σεράι», ήταν μία συμπαραγωγή του Μεγάρου της Μουσικής, με τα Μγ’ Δημήτρια.
Η υπόθεση
Η οθωμανική ανατολή, ένα περιβάλλον οικείο για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία του 18ου αιώνα, βρίσκεται στο επίκεντρο της σκηνικής εξέλιξης του έργου. Έρωτες, ανεκπλήρωτα πάθη, ευγενή αισθήματα, φιγούρες κωμικές και μια απόδραση, συμπληρώνουν την υπόθεσή του, η οποία πάρα την απλότητα της γραφής της, δεν στερείται έμπνευσης, χρωμάτων, αιφνίδιων μεταβολών, αλλά και λεπτών ψυχολογικών αποχρώσεων.
Η δομή του έργου, με μαεστρία δουλεμένη, ξεδιπλώνει εμφανώς το ταλέντο του συνθέτη και στην οπερατική φόρμα. Η φήμη που απέκτησε το έργο ήταν άμεση, ενώ οι ευάριθμοι θρίαμβοί του σε πολλά λυρικά θέατρα, αμέσως μετά το πρώτο του ανέβασμα το 1788, στη Βιέννη, θεωρούμε ότι αποτελούν δικαίως τον ιστορικό απόηχο αυτής της αριστουργηματικής δημιουργίας. Μιας δημιουργίας σύνθετης μέσα στην απλότητά της, η οποία σε κάθε περίπτωση συνδυάζει με επιτυχία το κλασικό μουσικό στυλ, σε μία από τις αυθεντικότερες εκδοχές του, με τις αισθητικές αναζητήσεις της εποχής εκείνης.
Μουσικά, πέρα από την εξαιρετική, κλασικού ύφους ενορχήστρωση, μπορεί εύκολα ο ακροατής να διακρίνει την ενθουσιώδη εισαγωγή, τις μεγάλες δεξιοτεχνικές άριες, τα καλοδουλεμένα φωνητικά σύνολα, τα κωμικά ντουέτα, το έξοχο κουαρτέτο της δεύτερης πράξης, να απολαύσει τις αμιγώς θεατρικές σκηνές αλλά και ν’ ακολουθήσει τις πολλές εναγώνιες εναλλαγές του κωμικού με το τραγικό στοιχείο.
Οι πρωταγωνιστές
Δύο ζεύγη ερωτευμένων νέων ο Μπελμόντε, η Κονστάντσε και οι υπηρέτες τους Πεντρίλο και Μπλόντε, ο Πασάς Σελίμ που κρατά αιχμάλωτες τις δύο γυναίκες και ο υπηρέτης φρουρός του Οσμίν, είναι οι πρωταγωνιστές του έργου που διαπλέκουν σταδιακά το νοηματικό δίπολο και τις ψυχολογικές σχέσεις του θύτη με το θύμα.
Στην ανάδειξη αυτών των σχέσεων, στις ποικίλες μεταπτώσεις και μεταβολές τους, στόχευσε πρώτιστα η σκηνοθεσία των Stephen Medcalf και Carmen Jacobi. Όμως η οπτική τους υπήρξε γενικότερα στατική και άνευρη, κυρίως ως προς τη διαλογική εξέλιξη της γραφής, με άμεσα αποτελέσματα στη ροή του έργου. Αυτή η κάμψη επιτάθηκε και από την ανυπαρξία συνοχής και επικοινωνίας μεταξύ των πρωταγωνιστών.
Τα μεγάλα ογκώδη σκηνικά της Isabella Bywater, σε γραμμές οθωμανικής τεχνοτροπίας και με τα πολλά κιγκλιδώματα, εναλλάχθηκαν λειτουργικά και συνετέλεσαν στη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας, υποβοηθούμενα από στοιχειώδη, διακριτικό φωτισμό. Οι ενδυματολογικές επιλογές ακολούθησαν τα ιστορικά πρότυπα της εποχής του συνθέτη.
Στο ρόλο του επίδοξου απελευθερωτή Μπελμόντε, ο τενόρος Mario Zefiri (Γιάννης Μποτσαράκος), μας έδωσε μία ερμηνεία μεστή, ισόρροπη και ανενδοίαστη ως προς τις δυσκολίες του ρόλου, ακολουθώντας πιστά τις υφολογικές επιταγές του κλασικού ρυθμού.
Εντυπωσιακή υπήρξε η σοπράνο Μυρτώ Παπαθανασίου, ως Κονστάντσε. Επέδειξε μία λαμπερή φωνή εξαιρετικών δυνατοτήτων με δραματικότητα που υπερέβαινε όμως τα όρια του ρόλου της και παρέπεμπε σε πρωταγωνίστριες του ιταλικού μελοδράματος.
Ανάλαφρη και πετυχημένη ήταν η παρουσία της Μπλόντε, που ενσάρκωσε επί σκηνής η Βασιλική Καραγιαννη, με ιδιαίτερη πειστικότητα.
Ο Γιάννης Οικονόμου στο ρόλο του υπηρέτη Πεντρίλο υπήρξε σαφής και παραστατικός ως προς τα μέρη της πρόζας, ανισοβαρής όμως και μάλλον ατυχής υπήρξε η λοιπή τραγουδιστική του ερμηνεία
Ο Πέτρος Μαγουλάς προσέφερε θετική συμβολή στην εξέλιξη της πλοκής, ξεδιπλώνοντας τη στέρεη, μπάσα φωνή του. Θεωρούμε όμως ότι η παρουσία του Οσμίν έπρεπε να τονίζει περισσότερο και με έμφαση τα κωμικά ή και τα βάρβαρα στοιχεία του οθωμανού χαρακτήρα.
Ο Πασάς Σελίμ, το μόνο αμιγώς θεατρικό πρόσωπο του έργου, μεταλλάσσεται στα μάτια των θεατών. Από ευγενής κυρίαρχος μετατρέπεται σε μεγαλόψυχο ελευθερωτή. Το ρόλο απέδωσε ισορροπημένα ο ηθοποιός Δημήτρης Κοντός.
Η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης υποστήριξε το οπερατικό έργο υπό τη διεύθυνση του Νίκου Αθηναίου. Γνωρίζοντας ότι η ορχήστρα αυτή μπορεί να αντεπεξέρχεται με επιτυχία σε δύσκολες γραφές, αλλά και σε σημαντικές ερμηνευτικές προκλήσεις, και με ιδιαίτερη εμπειρία στις οπερατικές απαιτήσεις, περιμέναμε στην παράσταση που είδαμε μία περισσότερο κομψή μουσική αναφορά που να ακολουθεί πάντοτε και πιστά, όχι μόνο την αισθητική που απορρέει από τη μουσική γραφή, αλλά και σταθερά τη μπαγκέτα του μαέστρου.
«Μακεδονία» 26 Οκτωβρίου 2008



Πιανιστικό δίδυμο από την Τουρκία

Του Νικου Α. Δοντα
Ενα εντυπωσιακό πιανιστικό δίδυμο εμφανίστηκε στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» στις 16 Φεβρουαρίου. Οι δίδυμες Φερχάν και Φερζάν Εντέρ από την Τουρκία, νεότατες αλλά με ήδη πλούσιο βιογραφικό, έπαιξαν έργα Ραχμάνινοφ, Λιστ, Στραβίνσκι και Λουτοσλάβσκι. Ξεχώρισαν για τη ρυθμική ακρίβεια, τη δεξιοτεχνική τους δεινότητα αλλά και για τη μουσικότητα με την οποία απέδωσαν ακόμα και τα πιο τεχνικά κομμάτια.
Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, τόσο λόγω της διάρκειάς της όσο και λόγω της βαρύνουσας μουσικής της αξίας, ήταν η «Ιεροτελεστία της Ανοιξης» του Στραβίνσκι στη μεταγραφή για δύο πιάνα από τον ίδιο τον συνθέτη. Η απουσία των ηχοχρωμάτων της ορχήστρας που με προσοχή έχει επιλέξει ο Στραβίνσκι στο εμβληματικό αυτό έργο των αρχών του 20ού αιώνα, είναι αναμφίβολα σημαντική. Ωστόσο, η μεταγραφή του εστιάζει ακόμα περισσότερο στις δομικές και ρυθμικές ποιότητες της σύνθεσης και επιτρέπει να τις εκτιμήσει κανείς με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια. Η αξιοποίηση του πιάνου ως κρουστού οργάνου, ιδιαίτερα αγαπητή στους συνθέτες των αρχών του 20ού αιώνα, ταιριάζει άριστα στην αισθητική του συγκεκριμένου έργου.
Δυναμισμός και έκφραση
Οι αδελφές Εντέρ απέδωσαν τη μουσική με νευρώδη ένταση και δωρική λιτότητα στην έκφραση. Ομως ταυτόχρονα, διέθεταν τη λεπτότητα για τα σύντομα λυρικά ιντερλούδια, γεγονός που έκανε τις εντάσεις να φαίνονται ακόμα πιο εκρηκτικές.
Ο λυρισμός τούς χρειάστηκε ιδιαίτερα στη σύνθεση «Φαντασία - Εικόνες» του Ραχμάνινοφ με την οποία άνοιξε η βραδιά. Οι αδελφές Εντέρ απέδωσαν το νεανικό έργο του Ρώσου συνθέτη με ευαισθησία, αποφεύγοντας όμως τις εξαιρετικά γενναιόδωρες διατυπώσεις, αν και η έντονη χρήση του ποδόπληκτρου δεν ήταν πάντοτε προς όφελος του αποτελέσματος.
Πριν από κάθε μέρος οι δύο κοπέλες διάβαζαν τους στίχους των ποιημάτων -του Λέρμοντοφ, του Μπάιρον, του Τιούτσεφ και του Χομιακόφ- που ενέπνευσαν τον συνθέτη.
Ακολούθησε η δημοφιλής «Ουγγρική ραψωδία» αρ.2 σε μεταγραφή του ίδιου του Λιστ: η απόδοσή της αποκάλυψε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που έκαναν συναρπαστικές τις ερμηνείες των δύο κοριτσιών στο έργο του Στραβίνσκι.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με τις παραλλαγές του Βίτολντ Λουτοσλάβσκι σε ένα θέμα από το 24ο Καπρίτσιο του Νικολό Παγκανίνι. Τεχνικά απαιτητικό, το έργο επιβεβαίωσε το δυναμικό παίξιμο των δύο κοριτσιών, που όμως συνδυάστηκε από τις απαραίτητες μεγαλόπρεπες εκφραστικές χειρονομίες.
Η ερμηνεία των Εντέρ απέδωσε με λαμπρότητα και αιχμηρότητα τα βασικά στοιχεία της μουσικής του Παγκανίνι, ενώ, παράλληλα, ανέδειξε την ευρηματικότητα και τη δεξιοτεχνική ακρότητα της παραλλαγής τους από τον Πολωνό συνθέτη περίπου έναν αιώνα αργότερα. Η ενθουσιώδης ανταπόκριση του κοινού απέσπασε από τις δίδυμες πιανίστριες τρία εκτός προγράμματος έργα.
Καθημερινή 28/2/2010

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Μισέλ Πλασόν, ο πρέσβης της γαλλικής μουσικής

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ
Ενας από τους τελευταίους επιζώντες, κορυφαίους Γάλλους αρχιμουσικούς των μεταπολεμικών χρόνων διηύθυνε τις προάλλες την ΚΟΑ σε αποκλειστικά γαλλικό ρεπερτόριο (12/2/2010).
Η βραδιά ξεκίνησε με τα «Ευγενικά και συναισθηματικά βαλς» του Ραβέλ, σε μια ανάγνωση που διέθετε σωστό κυματιστό παλμό και δομική οργάνωση· της έλειπε, ωστόσο, η ειδική ποιότητα του αβίαστα αιθέριου ορχηστρικού ήχου, βασική προϋπόθεση για μια καλή ανάγνωση έργων τού λεγόμενου μουσικού εμπρεσιονισμού. Ακολούθησαν δύο συνθέσεις για βιολί και ορχήστρα: το «Ποίημα» του Σοσόν και η «Τσιγγάνα» του Ραβέλ. Σολίστ σε αμφότερα ήταν η πολυβραβευμένη Αρετή Ζούλα, κόρη Βορειοηπειρωτών μουσικών, η οποία ήδη σταδιοδρομεί στις ΗΠΑ, ενώ παράλληλα σπουδάζει δίπλα στον διάσημο Αϊτζάκ Πέρλμαν.
Η 24χρονη βιολίστρια εξέπληξε με την ποιότητα των αναγνώσεών της, συνδυάζοντας σε θαυμαστή ισορροπία άριστη τεχνική απόδοση και ερμηνευτική εμβάθυνση. Ορθοτονικά ασφαλής, εντυπωσιακά φωτεινός και μεγάλος, ο ηδύς ήχος της διέθετε πλούσιο φάσμα ηχοχρωμάτων και έδενε αβίαστα με την ορχήστρα, επιβαλλόμενος επ' αυτής δίχως δυσκολία ακόμη και στις θορυβώδεις κορυφώσεις δυναμικής. Το παίξιμό της υπήρξε εσωστρεφές, διακριτικά «μελωμένο» για το συννεφιασμένο, ελεγειακό «Ποίημα», φορτισμένο με εξωστρεφή ενέργεια, ακρίβεια και αθλητική κινητικότητα για τη δεξιοτεχνική «Τσιγγάνα». Ταυτόχρονα, παρέμεινε πεμπτουσιακά «γαλλικό» με συνειδητά μη γωνιώδη -ουδέποτε όμως πλαδαρή- φραστική, διαπλασμένο με σαφήνεια, εξαντλητική φροντίδα στην λεπτομέρεια και σπάνιας ψυχολογικής ευαισθησίας εσωτερική άρθρωση.
Η συναυλία ολοκληρώθηκε με τη «Συμφωνία» του Ερνέστ Σοσόν, την τελειοθηρικά ολοκληρωμένη ερμηνεία της οποίας ο Πλασόν έχει καταθέσει επανειλημμένα στη δισκογραφία. Προσπερνώντας τη «σπασμένη» νότα στο εναρκτήριο -δυστυχώς εκτεθειμένο!- σάλπισμα της τρομπέτας του εισαγωγικού Lento, θα λέγαμε πως η εκτέλεση έρρευσε υπέροχα. Ο Πλασόν, που κατέχει άριστα τα μυστικά της βαγκνερίζουσας μουσικής δραματουργίας του συνθέτη, θαυματούργησε. Διατήρησε αδιάλειπτα υψηλό μυϊκό τόνο στο παίξιμο των εγχόρδων, προσέδωσε στην παχύρρευστη, έρπουσα μελωδική φραστική ψυχολογική ζωντάνια και εκφραστικότητα φωνητικού αριόζο, εξασφάλισε διάφανη διαστρωμάτωση των εγχόρδων αντλώντας από αυτά αιθέρια, εμπρεσιονιστικά εφέ και έχτισε με υποδειγματική ισορροπία τις μακρές δραματικές κορυφώσεις.
Νέα ελληνικά έργα από την Ορχήστρα των Χρωμάτων
Την πρώτη παγκόσμια παρουσίαση νέων συνθέσεων με γραφή κοντσέρτου από Ελληνες δημιουργούς πρόσφερε η Ορχήστρα των Χρωμάτων υπό τον Μίλτο Λογιάδη στο Μπενάκη της Πειραιώς (7/2/2010).
Η ακρόαση ξεκίνησε με το «Κοντσέρτο για όμποε ντ' αμόρε και μικρή ορχήστρα» του Ιάκωβου Κονιτόπουλου. Ηταν μια ιδιάζουσα σύνθεση, στην οποία δέσποζε η έκδηλη αντιπαράθεση του ατμοσφαιρικού, σαγηνευτικά «ανατολίτικου» χαρακτήρα της ορχηστρικής γραφής προς τον συνειδητά αμελωδικό, κοφτό, συλλαβιστό «λόγο» του σολιστικού οργάνου. Εχοντας στενά περιθώρια εκφραστικής ανάπτυξης και μόνο μια σύντομη κατακλείδα σολιστικής εκτόνωσης, η ομποΐστα Χριστίνα Παντελίδου εξάντλησε την τέχνη της στη μικροκλίμακα των λεπτομερειών. Ακολούθησαν τα «Τρία μονοπάτια» του Ιωσήφ Παπαδάτου, μια τριμερής σουίτα συμβολιστικής έμπνευσης με σολιστικό μέρος για τρία νυκτά: μαντολίνο (Δημήτρης Μαρίνος), άρπα (Μαρία Μπιλντέα) και κιθάρα (Αλέξανδρος Κριτικός). Εδώ επικράτησαν συνεχείς εναλλαγές, πολιστιλισμός, τεθλασμένη, γωνιώδης φραστική, ατμοσφαιρικά παιχνίδια με εξωτικές «γιαπωνέζικες» αρμονίες και ηχοχρώματα στα σολιστικά όργανα -πεδίο δόξης λαμπρό για την αρπίστρια!- και ωραίες, περαστικές λυρικές στιγμές στα έγχορδα.
Στο δεύτερο μισό της βραδιάς η Γιούλη Βεντούρα έπαιξε το «Κοντσέρτο για τσέμπαλο» (2002) του Φίλιπ Γκλας, μια απολύτως τυπική μινιμαλιστική σύνθεση μάλλον μέτριου ενδιαφέροντος. Αρχιμουσικός, σολίστ και ορχήστρα γλίστρησαν σύσσωμοι στην παγίδα της απατηλής ευκολίας του προφανούς: τίποτε συνηθέστερο από το να εκφυλιστούν τα ρυθμικά συνεχή σε πλαδαρή επανάληψη και τα σύντομα μελωδικά σχήματα να ηχήσουν κοινότοπα! Αποτέλεσμα; Μια άνευρη, εσωτερικά ασυντόνιστη εκτέλεση.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με τη «Σουίτα Παιχνιδιών» για τσίμπελ (Αγγ. Τκάτσεβα), αγγλικό κόρνο (Κ. Τηλιακός), κρουστά (Χ. Λιάτσος, Μ. Διακογιώργης) και κοντραμπάσο (Τ. Κάζαγλης) του Γιώργου Χατζημιχελάκη. Ηταν ένα ακόμη εκτενές, εσκεμμένης ελαφρότητας κομμάτι που εντρύφησε στη σαγήνη των παιχνιδιάρικων εξωτικών ακουσμάτων, συνδυάζοντάς τα ευρηματικά με οικείους χορευτικούς ρυθμούς. *
Ελευθεροτυπία 25-2-2010

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Τα παιχνίδια της ζωής. "ΑΡΧΕΙΟ"

Η όπερα του Πουτσίνι «Μποέμ», από την «Όπερα Θεσσαλονίκης».

του Αντώνη Ι. Κωνσταντινίδη

Το θέμα της δημοφιλούς όπερας «Μποέμ», πρέπει να αναζητηθεί στο Παρίσι, κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα. Εκεί, μια παρέα αστών καλλιτεχνών, ζει ανέμελα τη νιότη της, δημιουργεί και ερωτεύεται, χωρίς έγνοια για το αύριο. Στο δικό τους κόσμο κυριαρχεί μόνο η τέχνη που συμπορεύεται και προκλητικά κάποτε παιχνιδίζει, με την ίδια τη ζωή. Είναι οι «Μποέμ», οι πρωταγωνιστές της ομώνυμης όπερας του Πουτσίνι την οποία παρακολουθήσαμε (Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου) στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών σε μια παραγωγή της «Όπερας Θεσσαλονίκης».
Οι μποέμ… καταληψίες
Η σκηνοθετική άποψη του Αλέξανδρου Ευκλείδη τοποθέτησε τη «Μποέμ» στην εποχή μας, στηρίζοντας την υπόθεση του έργου πρωτότυπα, μακριά από τις συνήθεις, στερεότυπες ή γνωστές συντηρητικές επιλογές του ιστορικού της πλαισίου. Η εξέλιξη της όπερας, ξεπέρασε αυτή τη φορά την παριζιάνικη σοφίτα, αγνόησε το Καρτιέ Λατέν, υπερέβη το χρόνο και προβλήθηκε ικανοποιητικά σ’ ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Εκεί, υπήρχε μια κατάληψη, ένα κοινόβιο, ένας άλλος κοινωνικός μικρόκοσμος που αδιαφορεί για τις καθεστηκυίες κοινωνικές αντιλήψεις, ζει εξ ανάγκης ή εκ πεποιθήσεως στο περιθώριο, με τους δικούς του ρυθμούς και κανόνες και καταφέρνει να επιβιώνει, έστω και λάθρα, πάντοτε όμως με τις δικές του προτεραιότητες και αγωνίες. Είναι οι «Μποέμ» της εποχής μας, καταστάσεις αναγνωρίσιμες, επιλογές αντισυμβατικές, πρόσωπα αναμφισβήτητα οικεία.
Μία τέτοια αναγωγή στο χρόνο, σ’ ένα τόσο γνωστό έργο, αποτελεί εκ των πραγμάτων μία πρόκληση. Θεωρούμε ότι ο Ευκλείδης παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, οι οποίες εξ αρχής και λόγω της γραφής τίθενται, τα κατάφερε θαυμάσια. Κέντρισε την προσοχή των θεατών και κράτησε ευρηματικά αμείωτο το ενδιαφέρον τους. Στήριξε την πλοκή και καθοδήγησε την ερωτική ιστορία ανενδοίαστα, έστω και εις βάρος κάποτε της υφέρπουσας μελαγχολίας ή της λεπτής ρομαντικής αίσθησης του έργου. Οι νοηματικοί του άξονες επιδείχθηκαν αδρά όμως με ευκρίνεια, σε μία, παρά τις όποιες αντιρρήσεις, καλοδεχούμενη σύγχρονη εκφορά εικόνας, μέλους και λόγου.
Τη σκηνοθετική ιδέα στήριξαν ο σκηνογράφος Σωτήρης Στέλιος που έστησε το κύριο πλάνο, τους σκοτεινούς απρόσωπους όγκους του βιομηχανικού τοπίου και η ενδυματολόγος Αλεξία Θεοδωράκη που έντυσε τους σύγχρονους μποέμ πρωταγωνιστές απλά και άνετα, στη τρέχουσα μόδα του δρόμου.
Η διανομή
Μετά την αξέχαστη Αλεξία Βουλγαρίδου, η οποία προ τριετίας είχε ενσαρκώσει την ασθενική Μιμή, αφήνοντας μέχρι σήμερα νωπές εντυπώσεις, τον πρωταγωνιστικό ρόλο κλήθηκε να ερμηνεύσει η Μονσερά Μαρτί, που φέρει, ελέω μητρός, ένα ιδιαίτερα βαρύ όνομα στο χώρο του οπερατικού θεάματος. Άνετη, στην ερμηνεία της χωρίς προβλήματα στις απαιτήσεις των δεξιοτεχνικών περασμάτων, αλλά και σφικτή, αλύγιστη ή και κάποτε διαπεραστική, η Μαρτί μας έδωσε μία αξιοπρεπή Μιμή, οπτικά ιδανική.
Στο ρόλο του Ροντόλφο ο Αμερικανός τενόρος Ρίτσαρντ Λίτς υπήρξε εύρωστος, ηχοχρωματικά λαμπερός και ερμηνευτικά ευμετάβολος, ακολουθώντας τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του ρόλου του. Ήταν ο ανάμελος ποιητής, ένας άστατος εραστής.
Σημειώνουμε την παρουσία της ευειδούς Ειρήνης Καράγιαννη στο ρόλο της άστατης Μουζέτας, σε μία εκδοχή αναμφισβήτητα χάρμα οφθαλμών, όμως μάλλον υποκριτικά ακραία ή ίσως και light, με χρώμα mezzo, αστόχως μακριά από τον αρχικό προσανατολισμό του έργου.
Τη διανομή των μποέμ καλλιτεχνών συμπλήρωσαν στηρίζοντας ουσιαστικά τη θεματική πλοκή και ενισχύοντας το πρωταγωνιστικό δίδυμο, ο καθ’ όλα εξαιρετικός ερμηνευτικά και υποκριτικά, βαρύτονος Κύρος Πατσαλίδης στο ρόλο του ζωγράφου Μαρτσέλο, ο βαθύφωνος Κωνσταντίνος Ντότσικας στο ρόλο του φιλοσόφου Κολίν και ο βαρύτονος Μανώλης Παπαδάκης στο νεανικό ρόλο του Σονάρ.
Η μουσική
Υπό τη διεύθυνση του Μύρωνα Μιχαηλίδη, καλλιτεχνικού διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης βρέθηκε η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης. Ο αρχιμουσικός κατεύθυνε με άνεση ορχήστρα και χορωδία προς τους επιθυμητούς στόχους. Τα σύνολα στήριξαν την έκφραση των πρωταγωνιστών και επέδειξαν τα μοναδικά χαρακτηριστικά της μουσικής γραφής του Πουτσίνι. Σ’ αυτήν ο λυρισμός αναδεικνύεται με τρόπο φυσικό ως ένα ομοούσιο στοιχείο της υποκριτικής τέχνης με κυρίαρχες τις ρέουσες και απλές, διόλου όμως ευκαταφρόνητης αξίας και ενορχηστρωτικής δεξιότητας, μελωδικές γραμμές.
Σημειώνεται η πολυπρόσωπη συμβολή των φωνητικών συνόλων, της Χορωδίας Θεσσαλονίκης-Κλασσικοί τραγουδιστές και των παιδιών του Μουσικού Σχολείου Θεσσαλονίκης που συμπρωταγωνίστησαν με μπρίο και στήριξαν με κέφι την επιτυχία του έργου. Αμφότερες οι χορωδίες προετοιμάστηκαν σε διδασκαλία της Αγγελικής Κρίσιλα.
Ήταν μία παράσταση των «Μποέμ», ενός γνωστού στο μουσικόφιλο κοινό και δημοφιλούς έργου του οπερατικού ρεπερτορίου που προσέφερε όμως με τρόπο θετικό κάτι διαφορετικό, το δικό της ιδιαίτερο στίγμα. Ένα στίγμα κατανοητό, αναντίρρητα βγαλμένο από μία ανέκαθεν υπαρκτή, δυστυχώς όμως πλέον προσιτή, καθημερινότητα.
«Μακεδονία» 15 Φεβρουαρίου 2009

Σύνολο Scharoun φλάουτο και πιάνο

Tου ΓIΩPΓOY ΛEΩTΣAKOY

OΛOΨYXA EΠIKPOTOYME τη μετονομασία της Aίθουσας Φίλων της Mουσικής σε «Aίθουσα Xρήστου Δ. Λαμπράκη»: ψυχή δεν αμφισβητεί το ότι χωρίς εκείνον, Mέγαρο Mουσικής δεν θα υπήρχε. Φυσικά, το θλιβερό φαινόμενο των αραιών ακροατηρίων στις αθηναϊκές συναυλίες μουσικής δωματίου (Mεγάρου, «Παρνασσού» κ.λπ.), συνδέεται άμεσα με τη σατανικά προμελετημένη καταβαράθρωση της μουσικής μας μετά το 1891: η παραγωγή μουσικών ορχήστρας στέρεψε τελείως. Eπί δεκαετίες η ελληνική μουσική ψυχομαχούσε χάρη σε 150-200 εξαχρειωμένους βιρτουόζους του φάλτσου, «μονοθεσίτες» αδιάφορους για ποιότητα ερμηνείας και μουσική δωματίου που «έπαιζαν» σε KOA, Λυρική και Pαδιοφωνία, εισπράττοντας νομιμότατα τρεις μισθούς ως το 1992 (αλλαγή νομοθεσίας). Σήμερα όμως, υπάρχουν χιλιάδες σπουδαστές ωδείων, στους οποίους το Mέγαρο διαθέτει πάμφθηνα εισιτήρια. Δεν εξηγούνται λοιπόν τα 800 μόνον άτομα στη σχολιαζόμενη εκδήλωση!
Tο Σύνολο Scharoun (Σαρούν: ιδρ. 1983) αποτελούν κορυφαίοι της Φιλαρμονικής Bερολίνου, δυστυχώς αποσιωπούμενοι ελλείψει χώρου: κλαρινέτο, φαγκότο, κόρνο, κουαρτέτο εγχόρδων, κοντραμπάσο. H επωνυμία του οφείλεται στον Xανς Σαρούν (1893-1972), αρχιτέκτονα-δημιουργό του κτιρίου-έδρας της Φιλαρμονικής Bερολίνου… Aν σε σεπτέτα ή οκτέτα, δυσεπίτευκτη είναι η ισορροπία μεταξύ των ηχητικώς αδρότερων πνευστών με τα «λεπτότερα» (καίτοι αριθμητικώς περισσότερα) έγχορδα, οι «Σαρούν» μηδένισαν το πρόβλημα.
«Προθέρμανση» η «Tσέχικη Σουίτα», έργο 39 του ANTONIN NTBOPZAK (1841-1904· μεταγραφή για οκτέτο: Oυλφ-Γκουίντο Σαίφερ): απαλότατα έγχορδα (δοξαριές σαν πινελλιές φίνας υδατογραφίας: Πρελούντιο-Ποιμενικό), υψηλή αλχημεία τονισμών και δυναμικών διαβαθμίσεων (Πόλκα και Σόουσεντκα, με ωραίες εναλλαγές μείζονος-ελάσσονος), αιθέρια Pομάντσα και θυελλώδες Φινάλε με τέλειο έλεγχο κάθε παραμέτρου.
Oγκόλιθος του προγράμματος, το 7μερές «Aφιέρωμα στον T.Σ. Eλιοτ» (1987) της Pωσοτατάρας ΣOΦIAΣ ΓKOYMΠAΪNTOYΛINA (γ. 1931) με τρία ποιήματά του (3ο, 5ο και 7ο μέρος) ύψιστης μεταφυσικής πνοής για σοπράνο και οκτέτο – η υπέροχη Mπάρμπαρα Xάννιγκαν, συσχηματίστηκε ψυχικά μαζί του. Θησαυρός εκφραστικών μέσων, εύφωνων ή διάφωνων, χρησιμοποιείται με άκρα φειδώ, άτεγκτη περίσκεψη. Kαι οι παύσεις ακόμη επιτείνουν το διαβρωτικό suspence τελετουργίας που το σταδιακό κορύφωμά της παγώνει. Στο 6ο μέρος, παράξενο σόλο βιολιού σε διαστήματα 4ης ενώ τα άλλα όργανα «μιμούνται» τη γυναικεία φωνή. Mέγιστη μουσική στο πνεύμα ενός Γιάννη Xρήστου, μάλλον άγνωστου στη χαρισματική συνθέτρια.
Kατακλείδα το σπανίως ακουόμενο «ζωντανά» Σεπτέτο, μι ύφ. Μείζ., έργο 20 (1800), 6 μέρη, του ΛOYNTBIX BAN MΠETOBEN (1770-1827): έργο νεανικό, ερμηνευμένο με θεία άνεση και βαθύτατην ιχνηλασία μιας μεγαλοφυΐας που ακόμη δεν έχει αρθρώσει το μεγάλο Λόγο: αποπνευματωμένο σόλο κλαρινέτου (αρχικό Aντάτζιο), βελούδινο, σαν τα έγχορδα, σόλο κόρνου (Σκέρτσο), η ευρηματικότατη εναλλαγή μείζονος-ελάσσονος (Φινάλε). Iστορική βραδυά, ανεξίτηλη εμπειρία (Aίθουσα XΔΛ, 9.2.2010).
***
TON 20όν AIΩNA, η καινοτομία ως αυτοσκοπός, όχι ως απότοκος βαθύτατης εκφραστικής ανάγκης, εκτροχίασε σχεδόν όλες τις τέχνες. Eτσι ενταφιάσθηκαν πλήθος γνησίων δημιουργών και επέπλευσαν άπειρα πρωτοπορειακά σούργελα-ονόματα τα ξέρετε. Eίναι λοιπόν σπάνια χαρά όταν λαμπροί νέοι ερμηνευτές, όπως η φλαουτίστα Pία Γεωργιάδου, διδάσκουσα του Tμήματος Mουσικών Σπουδών του Iονίου Πανεπιστημίου και ο Δανός πιανίστας Σβεν Mπιρκ (γράφεται Birch) ανασύρουν από άδικην αφάνειαν συνθέτες γνωστούς στους φιλόμουσους ίσως μόνον από εγχειρίδια μουσικής ιστορίας. Kαι οι δυο τους σολίστ υψηλής ηχητικής ποιότητος, δεξιοτεχνίας και αισθαντικότατης μουσικότητος, άρχισαν το πρόγραμμά τους με το “Στο γιαλό”, έργο 9, του ΓIOAXIM ANTEPΣEN (1847-1909), κομμάτι ενδιαφέρον αρμονικά, με πλούσια πιανιστική γραφή, θαυμάσιο διάλογο των δύο οργάνων και ωραιότατο κορύφωμα, άκοπα συσχετίσιμο με τον περιγραφικό τίτλο. Oι ωραιότατες «6 Παραλλαγές πάνω σε (ένα;) θέμα», έργο 17 του NIΛΣ BIΓKO MΠENTZON (1919-2000), με εναλασσόμενες πυκνότητες πιανιστικής γραφής, αμφιταλαντεύονται εύστροφα μεταξύ πολυτονικότητας και ατονικότητας καθώς τα δύο όργανα διαλέγονται μεταξύ τους. Kατακλείδα του α΄ μέρους η Σονάτα για φλάουτο και πιάνο «Undine» (1882), έργο 167, πάνω στο γνωστό παραμύθι του Nτήτριχ ντε Λα Mοτ Φουκέ, που ενέπνευσε στο Zαν Zιρωντού το αλησμόνητο θεατρικό έργο «H Nεράιδα», του υπέροχου KAPΛ PAΪNEKE (1824-1910): ωραιότατο εναρκτήριο θέμα (α΄ μέρος), εκτενής πιανιστική παρέμβαση που θύμιζε ώριμο Σούμαν (β'Α μέρος), θεία μελωδία με ενδιάμεσο «πρεστίσσιμο» (γ΄ μέρος, Andante tranquillo) και επιβλητική κατακλείδα, πάντα με πυξίδα τον Σούμαν.
Tο β΄ μέρος άνοιξε η Pία Γεωργιάδου, με μια κλασσική σελίδα της ελληνικής φλαουτιστικής φιλολογίας την «Kαλίμ-Aρια» (2003), για φλάουτο άλτο του XPHΣTOY ΣAMAPA (γ. 1956): ήδη γνωστός μας εύγλωττος μονόλογος, φλαουτιστικότατης γραφής, ωραίος συγκερασμός παραδοσιακών και νεότερων τεχνικών. Mε τις «Πέντε ακουαρέλλες» για πιάνο, έργο 57, του NHΛΣ ΓKANTE (1817-1890), ερμηνευμένες άψογα (φωτεινός ήχος, ζηλευτό toucher) από τον Σβεν Mπιρκ, επανήλθαμε στον Σούμαν: συγκρατήσαμε κυρίως την αρ. 2, ωραιότατο «Nυχτερινό». Kατακλείδα της βραδιάς η Σουίτα για φλάουτο και πιάνο, έργο 34/1, 4 μέρη, του ΣAPΛ-MAPI BINTOP (1844-1937): εξ αρχής αισθάνεσαι καλλιτέχνη βαθύτατα Γάλλο, με πλουσιότατο εσωτερικό κόσμο. Eργο, σπάνιας αρμονικής ευγλωττίας, απάγει μορφολογικά από έκπληξη σε έκπληξη: νοσταλγικότατη, καντιλένα και υπέροχη καντέντσα-κατακλείδα (α΄ μέρος), γαλλικότατο Σκέρτσο (β΄ μέρος), μια αργή ρομάντσα με θαυμάσιο μεσαίο τμήμα (γ΄ μέρος) και φινάλε, όπου ο μελωδικός του πλούτος θυμίζει σελίδες Mπιζέ λιγότερο γνωστές. Kοντολογίς, πρόγραμμα που θα θέλαμε και σε CD, βραδιά άξια πολύ μεγαλύτερου ακροατηρίου (Δανικό Iνστιτούτο, 8.2.2002).

Εφημερίδα Εξπρές 20/02/10

Πλασσόν και Σαρούν σε εξαιρετικές βραδιές

Του Νικου Α. Δοντα
Επιβεβαιώθηκε για ακόμα μία φορά πως η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (ΚΟΑ) αποδίδει ανάλογα με την ικανότητα του εκάστοτε αρχιμουσικού: στις 12 Φεβρουαρίου στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» πραγματοποίησε μία από τις επιτυχέστερες συναυλίες της υπό τη διεύθυνση του διάσημου Γάλλου αρχιμουσικού Μισέλ Πλασσόν. Το πρόγραμμα, αποτελούμενο από τα «Ευγενή και συναισθηματικά βαλς» του Ραβέλ και τη ραψωδία «Τσιγγάνα» του ιδίου, το «Ποίημα» για βιολί και ορχήστρα του Σωσσόν και τη μοναδική Συμφωνία του, θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε μία βραδιά άνευρη και κουραστική, καθώς για τα συγκεκριμένα μουσικά κείμενα, δεν αρκούν ούτε η απλή διεκπεραίωση, ούτε η αδρή ανάδειξη μεγάλων ενοτήτων. Το μυστικό βρίσκεται στις λεπτομέρειες, στη διαρκή αναπροσαρμογή της δυναμικής κάθε παραγράφου, ώστε να δημιουργηθεί ο ζητούμενος παλμός.
Φυσικά, ο Πλασσόν δεν μεταμόρφωσε την ΚΟΑ σε λίγες δοκιμές: δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την ποιότητα του ήχου ή τη συνεισφορά μεμονωμένων μουσικών. Ωστόσο, φρόντισε τις κρίσιμες λεπτομέρειες, κράτησε την ένταση χαμηλά ώστε να υπάρχουν οι απαραίτητες διαβαθμίσεις και εξασφάλισε τις ταχύτητες εκείνες που επέτρεψαν τελικά το επιτυχημένο αποτέλεσμα.
Αποφασιστικά συνέβαλε η 21χρονη βιολονίστρια Αρετή Ζούλα. Ως σολίστ στο «Ποίημα» είχε την ευκαιρία να αποδείξει τον γεμάτο ρωμαλέο ήχο και την ερμηνευτική της ικανότητα, ενώ ως σολίστ στην «Τσιγγάνα» έπεισε για τη δεξιοτεχνική της ασφάλεια.
Στις 9 Φεβρουαρίου στην ίδια αίθουσα εμφανίστηκε το γνωστό Σύνολο Σαρούν, αποτελούμενο από μουσικούς της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου. Το πρόγραμμα ξεκίνησε με την Τσεχική Σουίτα έργο 39 του Ντβόρζακ σε μεταγραφή του Ουλφ Γκουίντο Σαίφερ για οκτέτο και ολοκληρώθηκε με το Σεπτέτο έργο 20 του Μπετόβεν. Η ποιότητα του ήχου καθενός οργάνου ξεχωριστά και οι αναρίθμητες διαβαθμίσεις δυναμικής που συνέτειναν στην πλαστικότητα των φράσεων, οι κορυφαίες επιδόσεις κάθε μουσικού, ιδιαίτερα δε πρώτου βιολιού και κλαρινέτου που στα συγκεκριμένα έργα αναλαμβάνουν σημαντικό ρόλο, προκάλεσαν αγαλλίαση και θαυμασμό. Τα χαρακτηριστικά αυτά σε συνδυασμό με τη μουσικότητα των ερμηνευτών επέτρεψαν σαφέστατες διαφοροποιήσεις διαθέσεων ανάμεσα στα μέρη του Σεπτέτου, με αποτέλεσμα τη γλαφυρή απόδοση της μουσικής.
Γκουμπαϊντούλινα
Λιγότερο αναμενόμενη ήταν η ιδιαίτερα επιτυχημένη απόδοση του «Αφιερώματος στον Τ. Σ. Ελλιοτ», έργου για οκτέτο και υψίφωνο της Σοφίας Γκουμπαϊντούλινα. Στην πρόκληση μιας μουσικής με δάνεια και αναφορές τόσο στη δυτική μουσική όσο και στη παράδοση της Ανατολής, οι «Σαρούν» ανταποκρίθηκαν με τρόπο που έδινε πνευματικότητα στις σιωπές και ποιητική στους ήχους. Τους στίχους του Ελιοτ ερμήνευσε η Καναδή υψίφωνος Μπάρμπαρα Χάννιγκαν, με φωνή λυρική, ισχυρή και τονικά ασφαλή.
"Καθημερινή" 21/2/2010

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Μεγάλες στιγμές μουσικής δωματίου...

Η βιολίστρια Βερένα Στουρτς, ο τσελίστας Χάνες Γκράντβολ και
ο πιανίστας Χάραλν Κόζικ έπαιξαν Χάιδν και Μπετόβεν

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ
Το να κάνει κάποιος τη μουσική του Χάιδν να ηχήσει πραγματικά συναρπαστική συνιστά άθλο! Αυτό ακριβώς πέτυχε το αυστριακό Τρίο «Χάιδν» της Αϊζενστ στην κατάμεστη Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος (30-1-2010). Η βιολίστρια Βερένα Στουρτς, ο τσελίστας Χάνες Γκράντβολ και ο πιανίστας Χάραλν Κόζικ έπαιξαν τα «Τρίο» Hob.XV:27 και Hob.XV:29 του Χάιδν και το «Τρίο του Αρχιδουκός» του Μπετόβεν.
Η βιολίστρια Βερένα Στουρτς, ο τσελίστας Χάνες Γκράντβολ και ο πιανίστας Χάραλν Κόζικ έπαιξαν Χάιδν και Μπετόβεν Από την πρώτη έως την τελευταία νότα το αυστριακό σύνολο συνάρπασε με την ποιότητα, την ένταση, την εκπληκτική μουσικότητα και τη συναρπαστικά παιγνιώδη εκφραστική αμεσότητα των αναγνώσεών του. Το ιδανικό ακρόαμα υπηρέτησε σβέλτος, άψογα εστιασμένος, σφιχτοδεμένος ήχος συνόλου. Συνειδητά γειωμένες στη μεταιχμιακή μουσική αισθητική του πρώιμου κλασικισμού, οι εξαντλητικά επεξεργασμένες εκτελέσεις του Χάιδν διέθεταν ασύλληπτο πλούτο πειστικά αναδεδειγμένων λεπτομερειών, καίριες εναλλαγές ταχυτήτων και στίξεις που άρθρωναν ευφυώς τον μουσικό ειρμό, διεγερτικά διαδραστικούς διαλόγους μεταξύ των τριών οργάνων. Ανάλαφρα λικνιστικό στις παραγράφους χορευτικού ρυθμού, στιλιζαρισμένα ατμοσφαιρικό στα λυρικά Andante, πυρετωδώς φορτισμένο στα «συμφωνικής» ανάπτυξης εναρκτήρια μέρη, το παίξιμό τους κράτησε αδιάλειπτα αιχμάλωτη την προσοχή.
Συνειδητά διαφοροποιημένο στίγμα δόθηκε στο μπετοβενικό «Τρίο του Αρχιδουκός». Πιο βαρύς ήχος, πιο πλατιά φραστική, πιο στιβαροί διάλογοι ανάμεσα στα όργανα με το πιάνο σε -διπλά λόγω Steinway- κυρίαρχη θέση, πιο μαθηματική μουσική διαλεκτική, πιο βαθύ και ευγενές συναίσθημα πρόσφεραν μια ανεπανάληπτης έντασης πνευματική εμπειρία. Ανταποκρινόμενοι γενναιόδωρα στο ενθουσιώδες χειροκρότημα του ακροατηρίου οι Αυστριακοί μουσικοί πρόσφεραν εκτός προγράμματος το εμβληματικά διάσημο «Ουγκρικό Ρόντο» από το «Τρίο», αρ. 25, Hob.XV/3 του Χάιδν.
Μισοάδεια αίθουσα, τέλεια υψίφωνος
Σπάνια ακούμε στην Αθήνα σολίστες της Φιλαρμονικής του Βερολίνου. Η συναυλία που έδωσε το σύνολο Σαρούν (κλαρινέτο, φαγκότο, κόρνο, δύο βιολιά, βιόλα, τσέλο, κοντραμπάσο) στη μισοάδεια(!) αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του ΟΜΜΑ έφερε σπάνια σφραγίδα τελειότητας (9-2-2010). Το πλάσιμο των αναγνώσεων ήταν ευδιάκριτα διαφοροποιημένο ανάλογα με την εποχή και το ευρύτερο στίγμα κάθε έργου: ηδονικά μελωδικό, ρευστό, αιθέριο αλλά και ιδιοσυγκρασιακά σβέλτο για την «Τσέχικη Σουίτα» του Ντβόρζακ (μεταγραφή Ουλφ-Γκουίντο Σέφερ), αυστηρότερο, πιο σφιχτό, «μαθηματικών» ισορροπιών για το πρώιμο «Σεπτέτο» του Μπετόβεν. Σε αμφότερα τα έργα οι εξαίρετοι μουσικοί έπαιξαν όπως ένας σολίστ σε κοντσέρτο: σβέλτα, άψογης ορθοτονίας έγχορδα με εκπληκτική φραστική ευφράδεια, άψογα ξύλινα με χαδιάρικο, υπέροχα φωτεινό ήχο, ένα βελούδινο, ασύλληπτα μελωδικό κόρνο!
Επιπλέον οι Σαρούν τίμησαν τη ζωντανή παράδοση της σύγχρονης μουσικής παρουσιάζοντας το θαυμάσιο «Αφιέρωμα στον Τ. Σ. Ελιοτ» για υψίφωνο και οκτέτο (1987) της Σοφίας Γκουμπαϊντούλινα. Ηταν ένα συγκινητικό έργο βαθύτατα υπαρξιακής αγωνίας διατυπωμένο με ευδιάκριτες μουσικές αναφορές στο μεταπολεμικό μοντερνισμό (Μπρίτεν, Πεντερέτσκι). Το τεχνικά και εκφραστικά άκρως απαιτητικό φωνητικό μέρος τραγούδησε τέλεια -τίποτε λιγότερο!- η Καναδή υψίφωνος Μπάρμπαρα Χάνιγκαν.
Σούμαν και Σοπέν από 31χρονο σολίστ
Ρεσιτάλ με τίτλο «Αναφορά στον Σοπέν και στον Σούμαν» έδωσε ο πιανίστας Απόστολος Παληός στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος (27-1-2010). Τη βραδιά άνοιξε σε εύστοχα φιλέρευνη διάθεση το «Νυχτερινό, έργο 29» του Ελβετού Ζίγκισμοντ Τάλμπεργκ. Ακολούθησαν οι «Χοροί των Μελών της Ενωσης του Δαυίδ» του Σούμαν και οι τέσσερις «Μπαλάντες» του Σοπέν, έργα κορυφαίων δημιουργών του Ρομαντισμού γενικώς, απαιτητικά σε επιδόσεις δεξιοτεχνίας και ειδικώς όσον αφορά την έκφραση.
Αντιπρόσωπος νεότερης γενιάς πιανιστών που διεκδικούν δυναμικά θέση στην εγχώρια μουσική ζωή, ο 31χρονος σολίστας διαθέτει υψηλό επίπεδο τεχνικής, συνεπώς άνετη πρόσβαση στο ρεπερτόριο αυτό. Εχει μεγάλο, λαμπερό και καλοεστιασμένο ήχο, διάφανη άρθρωση και σαφή φραστική, παίζει με ακρίβεια, γνωρίζει να διατηρεί σταθερές ταχύτητες και ρυθμικά υπόβαθρα αναπτύσσοντας επ' αυτών ρευστές εκτυλίξεις μελωδιών· ποιότητες ιδανικές για αναλυτικές αναγνώσεις.
Στην περίπτωση του Σούμαν το ορμητικό, αθλητικό, μαθηματικά καθαρό παίξιμό του στήριξε αβίαστα τη γωνιώδη φραστική της γραφής με τις απότομες μουσικοδραματικές μεταπτώσεις προσφέροντας μια ανάγνωση ισορροπημένη, φορτισμένη από εξωστρεφή ενέργεια. Αναμενόμενα οι ίδιες αυτές αρετές συνδυάστηκαν, όχι δίχως αντιστάσεις, με την πτητικότερη, πιο συναισθηματική μουσική του Σοπέν. Φυσικά οι δεξιοτεχνικές παράγραφοι αποδόθηκαν και εδώ πολύ καλά: η «Μπαλάντα αρ. 4» διέθετε ζηλευτή λάμψη και ορμή! Ομως οι «φωνητικές» ποιότητες της γραφής απαιτούσαν άλλου τύπου προσέγγιση: περισσότερες και λεπτότερες διαβαθμίσεις δυναμικής, πιο ιδιοσυγκρασιακές αυξομειώσεις ταχυτήτων, πιο εύπλαστη φραστική. Περιμένουμε να ακούσουμε τον Παληό σε Μπαχ και στους κλασικούς του 20ού αιώνα: Μπάρτοκ, Στραβίνσκι, Σκριάμπιν, Σοστακόβιτς. *

Ελευθεροτυπία 17/2/2010

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

"Γιορτάζοντας τον συνθέτη Θόδωρο Αντωνίου"

του Νικου Α. Δοντα
Τσικνοπέμπτη, 4 Φεβρουαρίου, γιορτάστηκαν τα 75 χρόνια του συνθέτη Θόδωρου Αντωνίου στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος», παρόντος του φιλόμουσου Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η ίδια βραδιά σηματοδότησε έπειτα από αρκετό καιρό την επανεμφάνιση της Καμεράτας, Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής: το σύνολο ιδρύθηκε πριν από περίπου 20 χρόνια με τις καλύτερες προοπτικές και ύστερα από αρκετές θαλασσοταραχές και όχι πάντοτε ευτυχείς επιλογές, αντιμετωπίζει σήμερα αβέβαιο μέλλον. Ηταν μια βραδιά με αρκετή συγκίνηση, που τίμησε μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της μεταπολεμικής σοβαρής μουσικής ζωής του τόπου, τον εδώ και 21 χρόνια πρόεδρο της Ενωσης Ελλήνων Μουσουργών και δάσκαλο των περισσότερων από τους σύγχρονους Ελληνες συνθέτες.
Ενα από τα κριτήρια για τα έργα του προγράμματος ήταν να έχουν γραφεί ή να έχουν παιχτεί από την Καμεράτα. Μάλιστα, τις δύο συνθέσεις του Α΄ μέρους διηύθυναν οι αρχιμουσικοί που τις είχαν διευθύνει και κατά την παγκόσμια πρώτη εκτέλεσή τους. Ο Μίλτος Λογιάδης υπερασπίστηκε δυναμικά το έργο Celebration VII, σύνθεση του 2000, νευρώδη, ρυθμική με λυρικές ανάπαυλες. Ο Νίκος Τσούχλος διηύθυνε το λίγο παλαιότερο (1992) Κοντσέρτο για έγχορδα και κρουστά, διασφαλίζοντας την ενότητα μιας παρτιτούρας με αρκετές, διαφορετικές μεταξύ τους παραγράφους. Σολίστες στα κρουστά ήσαν ο Δημήτρης Δεσύλλας και ο Θεόδωρος Μίλκοβ. Ο διάλογος εγχόρδων και κρουστών ήταν αναμενόμενα έντονος, όπως ενδιαφέρον και έντονο ήταν το δεξιοτεχνικό τμήμα μόνο για κρουστά.
Αναφορά στην Τριάντη
Το δεύτερο μέρος της βραδιάς ξεκίνησε με μια αρκετά παλιότερη σύνθεση, το έργο «Παιχνίδια» - Jeux. Γραμμένο το 1963, θύμισε τα πρώτα βήματα του Αντωνίου στον απόηχο του μουσικού μοντερνισμού. Ο τίτλος δεν αποτελεί αναφορά στο γνωστό μπαλέτο του Κλοντ Ντεμπισί, αλλά αναφέρεται στους διαφορετικούς τρόπους παιξίματος του σολιστικού οργάνου όπως και της ορχήστρας. Το έργο αποδόθηκε πολύ καλά από την Καμεράτα υπό τη διεύθυνση του Ιάκωβου Κονιτόπουλου, ενώ το σολιστικό μέρος υπερασπίστηκε άξια ο τσελίστας Ρενάτο Ρίπο.
Τελευταία σύνθεση της βραδιάς ήταν τα «Ευγενή τραγούδια για μία ευγενή καλλιτέχνιδα». Ο Αντωνίου τα εμπνεύστηκε από την τέχνη της Αλεξάνδρας Τριάντη, που διακρίθηκε ως ερμηνεύτρια τραγουδιών σοβαρής μουσικής –λίντερ– κυρίως κατά τον μεσοπόλεμο. Η ποιήτρια Τούλα Τόλια επέλεξε στίχους από ποιήματα των Ε. Μοντάλε, Ο. Κ. Ουίλιαμς, Ν. Ζακς, Σ. Κουαζιμόντο, Ο. Γέιτς, Σ. Πλαθ και Φ. Γ. Λόρκα. Ο Αντωνίου τα μελοποίησε το 2008 και στην επετειακή συναυλία τα ερμήνευσε με τη θερμή φωνή της η μεσόφωνος Μαργαρίτα Συγγενιώτου. Την Καμεράτα διηύθυνε ο ίδιος ο συνθέτης.
"Καθημερινή" 14/2/2010

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

"Φωτιά από τη Σιβηρία"

Ο Σιβηριανός βιολιστής Βαντίμ Ρέπιν παίζει το «Κοντσέρτο για βιολί» του Μπετόβεν συνοδευόμενος από την ΚΟΑ υπό τον Βύρωνα Φιδετζή (Photo: Παππάς)

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ
Καθώς η οικονομική ύφεση μοιραία επηρεάζει την αθηναϊκή μουσική ζωή, μάλλον σπανιότερα θα απολαμβάνουμε την παρουσία ακμαίων διεθνών μουσικών όπως ο σιβηρικής καταγωγής βιολιστής Βαντίμ Ρέπιν, τον οποίο η ΚΟΑ υπό τον Βύρωνα Φιδετζή συνόδευσε πρόσφατα στο «Κοντσέρτο για βιολί» του Μπετόβεν (29/1/2010).
Ο Σιβηριανός βιολιστής Βαντίμ Ρέπιν παίζει το «Κοντσέρτο για βιολί» του Μπετόβεν συνοδευόμενος από την ΚΟΑ υπό τον Βύρωνα Φιδετζή (Photo: Παππάς) Η ζωντανή ακρόαση επαλήθευσε στο ακέραιο το ερμηνευτικό στίγμα του Ρώσου σολίστα όπως το έχουμε γνωρίσει από την επιλεκτική δισκογραφία του. Σφιχτός, γεμάτος, ορθοτονικά ασφαλής, λαμπερός και με σφριγηλό παλμό, ο ήχος του πρόβαλε αβίαστα επί της ορχήστρας. Αρρενωπή, αυστηρή και μυώδης, δίχως καταχρήσεις σε λυγμικούς/λιγωτικούς μανιερισμούς, η γωνιώδης, τελειοθηρικά φροντισμένη φραστική του συνδύασε ιδανικά την ανάδειξη του μελωδικού στοιχείου -εδώ σε ασυνήθιστα γενναιόδωρη παρουσία στην μπετοβενική γραφή!- με προσεγμένες αποσβέσεις και εκφραστικά ισορροπημένες εμφάσεις στη δεξιοτεχνία.
Στο εκτενές εναρκτήριο Allegro non troppo αλλά και στο λικνιστικής χάρης καταληκτικό Rondo απολαύσαμε τα εκτενή λυρικά ξέφωτα ονειροπόλησης, όπου βιολί και φαγκότο αναλαμβάνουν εναλλάξ τη ρέουσα μελωδία συνοδευόμενα υποστηρικτικά από τις χαμηλόφωνες ανάσες των εγχόρδων. Εκρηκτικής φόρτισης, πλούσια, τονισμένα με ζηλευτής δύναμης αθλητικό οίστρο ήσαν τα μέρη ελεύθερης δεξιοτεχνίας!
Στο πρώτο μέρος της συναυλίας, ο Βύρων Φιδετζής -η προτίμησή του στο «μεγάλο» ρομαντικό ρεπερτόριο είναι γνωστή- διηύθυνε το συμφωνικό ποίημα «Πελλέας και Μελισσάνθη» (1905) του Σένμπεργκ. Οριακά πληθωρική, υστερορομαντική δημιουργία του μελλοντικού πατριάρχη της ατονικότητας, το έργο αυτό απαιτεί κολοσσιαίες ορχηστρικές δυνάμεις και αρχιμουσικό ικανούς να δαμάσουν, να αρθρώσουν εσωτερικά και να αναδείξουν μια οριακά πυκνή, συχνά «λασπώδη» γραφή με ενδιαφέρουσες εμπρεσιονίζουσες και εξπρεσιονίζουσες όψεις. Η εκτέλεση, της οποίας ηγήθηκε με περίσσεια οίστρου ο Φιδετζής, διέθετε καλές ισορροπίες δυναμικής με σωστά διαβαθμισμένες τις θηριώδεις κορυφώσεις -απουσίαζαν οι συνήθεις υπερθεματισμοί των χάλκινων πνευστών-, ικανή εσωτερική διαφάνεια στα έγχορδα και τοπικά «αιθέριες» ποιότητες στον συνολικό ήχο, εξαιρετικές συνεισφορές από τα ξύλινα πνευστά. Ελειπε, ωστόσο, το εξαντλητικά ψαγμένο, κατά τόπους δυναμικότερο πλάσιμο της φραστικής που θα εξασφάλιζε την απαραίτητη βέλτιση άρθρωση και ευκρίνεια ανάγνωσης στο όλον.

Ελευθεροτυπία 11/02/2010

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

Σκωπτικά και αθυρόστομα. - "ΑΡΧΕΙΟ"

Κριτική του ΑΝΤΩΝΗ Ι. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ

Η Δόμνα Σαμίου σε αποκριάτικα τραγούδια στο Μέγαρο Μουσικής

Η Δόμνα Σαμίου δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Η προσφορά και η έρευνα μιας ζωής για την καταγραφή, διάσωση και διάδοση της δημοτικής μουσικής μας παράδοσης είναι γνωστή και ανεκτίμητη. Οι συνεπείς και αδιάλειπτες προσπάθειές της ίσως να μοιάζουν στους εκλογικευμένους κερδοσκοπικά και ισοπεδωμένους πολιτισμικά καιρούς που διανύονται, ως απλά μία αθεράπευτα ρομαντική δραστηριότητα με αμφισβητούμενη αξία. Όμως, σίγουρα και ευτυχώς δεν μπορούν να εκτιμηθούν τα πάντα και ιδίως στην τέχνη με τετραγωνισμένα κριτήρια. Ο μουσικός, μελωδικός και ρυθμικός πλούτος των δημοτικών μας τραγουδιών, μαζί με τα απέριττης ομορφιάς νοήματα και τη θαυμαστή σημειολογία, έχουν αποσπάσει το γενικότερο θαυμασμό και έχουν γίνει θέμα μελέτης παγκοσμίως.
Τη Δόμνα Σαμίου μαζί με ένα σύνολο συνεργατών είχαμε την ευκαιρία να τη δούμε και να την ακούσουμε σε μία επίκαιρη παραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης. Παρουσιάστηκαν πτυχές από την αποκριάτικη τραγουδιστική παράδοση μαζί με κάποιες πετυχημένα προσαρμοσμένες στο σκηνικό χώρο απομιμήσεις εθίμων.
Στην επιτυχία της παράστασης συνέβαλαν ασφαλώς οι πολυπληθείς ομάδες των συντελεστών, τραγουδιστών και χορευτών, που πρόβαλλαν εύστοχα στη σημερινή πραγματικότητα την ιστορική και διαχρονική διάσταση της αποκριάς και των εθίμων της. Μία προσέγγιση έξυπνη και δικαιωμένη αισθητικά, αφού η παράδοση δεν αποτελεί μία στατική έννοια αλλά εξελίσσεται μαζί με τους φυσικούς φορείς της στο εκάστοτε περιβάλλον.
Το επί σκηνής αποκριάτικο γλέντι περιλάμβανε σατυρικά και «άσεμνα» τραγούδια, χορούς και κωμικά στιγμιότυπα που αποδόθηκαν από τους συντελεστές με τρόπο πηγαίο και αυθόρμητο ως ένα συνεχές δρώμενο, όπου τονίζονταν αρχέγονες έννοιες και διαδικασίες μέσα στο ρευστό και ευμετάβολο τελετουργικά περιβάλλον. Αυτές οι δεισιδαιμονικές δοξασίες όπου υπερφυσικές δυνάμεις, επουράνιες και καταχθόνιες ξορκίζονται για την υποβοήθηση της γονιμότητας, απαντώνται σ’ αυτό το κρίσιμο γύρισμα του ετήσιου κύκλου. Η αλλαγή της Άνοιξης και η καρποφορία που συνεπάγεται οδηγεί σ’ ένα ξέφρενο ξέσπασμα, σ’ ένα παγανιστικό πανηγύρι για την αναγέννηση του κόσμου μαζί με την εναλλαγή των εποχών.
Παράλληλα η μνήμη του θανάτου συνυπάρχει με αυτήν την υλική γιορτή των σαρκικών απολαύσεων. Οι μεταμφιέσεις με τις προβιές και τα ηχηρά κουδούνια, τα τρομακτικά προσωπεία και τα μουτζαλωμένα πρόσωπα αποτελούν απευθείας παραπομπή και αναπαράσταση στις δαιμονοποιημένες ψυχές των νεκρών.
Η τελετουργία, που σε συνδυασμό με την έξοδο της Καθαράς Δευτέρας στην ύπαιθρο, βρίσκεται πάντα σε συνάρτηση με τη μητέρα φύση και ιδιαίτερα με τη γη, τονίζει τη διπλή ιδιότητα της τελευταίας. Από τη μια είναι η υποδοχή των νεκρών και από την άλλη το σύμβολο της γονιμότητας και της ευφορίας. Μ’ αυτόν τον τρόπο προβάλλεται ο αδιάλειπτος κύκλος φθοράς και αφθαρσίας, θανάτου και γέννησης, που μεταφέρεται τόσο στα αδόμενα όσο και στα σύμβολα του αγροτικού καρναβαλιού. Σ’ αυτό η ζωή αναδεικνύεται η ισχυρότερη δύναμη αφού το μη αναστρέψιμο του θανάτου διατηρεί μια αμφίσημη και λυτρωτική διέξοδο, την «ανάσταση». Η ανατροπή αυτή ολοκληρώνεται και μέσα από τον κωμικό και αναπάντεχο λόγο. Πίσω από τις μάσκες διατυμπανίζονται σκωπτικά οι αντιφάσεις και διαρρηγνύονται οι καθεστηκυίες κοινωνικές συμπεριφορές. Στον ανεστραμμένο αυτό κόσμο νομιμοποιείται η βωμολοχία, παραβιάζονται τα ταμπού, επιδεικνύεται η απαγορευμένη σεξουαλικότητα.
Η Δόμνα Σαμίου μέσα από την πανσπερμία των εθίμων, των χορών και των τραγουδιών, στην εμφάνισή της στο Μέγαρο απέδωσε με επιτυχία ένα συγκερασμό από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, παρουσιάζοντας τα σαν ένα συνεχές και επίκαιρο δρώμενο όπου προβάλλεται το ήθος των ημερών. Βέβαια, η θεματολογική συνέπεια που επιδείχθηκε όσον αφορά τα αθυρόστομα και ο υπερτονισμός των «άσεμνων» τραγουδιών μας οδηγεί στην επισήμανση ότι ενώ αφενός αυτά αποτελούν μία αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, αυτή δεν είναι κοινή σε όλες της περιοχές της πατρίδας μας και αφετέρου αυτή δεν είναι η μόνη διάσταση της αποκριάς.
Η επιτυχής καθ’ όλα παράσταση που παρακολουθήσαμε στο Μέγαρο Μουσικής τονίζει ακόμη τον παρεμβατικό ρόλο του Οργανισμού στα πολιτιστικά δρώμενα και ο οποίος βεβαίως πρέπει να είναι ουσιαστικός και κατευθυνόμενος προς διάφορους κάθε φορά μουσικούς στόχους. Το καλλιτεχνικό πρόγραμμα της τρέχουσας χρονιάς παρά τις όποιες ελλείψεις, οι οποίες πάντα μπορεί να επισημαίνονται, πιο πλήρες από ποτέ βρίσκεται προς αυτήν την πολυδιάστατη κατεύθυνση .


Εφημερίδα "ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ" 11 Μαρτίου 2003

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

Χάιντν και Μπετόβεν από Αυστριακούς

Του Νικου Α. Δοντα
Εργα Χάιντν και Μπετόβεν για πιάνο, βιολί και τσέλο απέδωσε υποδειγματικά το Τρίο Χάιντν της Αϊζενστατ στις 30 Ιανουαρίου στην Αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος». Αριστα εξοικειωμένοι με το ρεπερτόριο της κλασικής εποχής, οι μουσικοί διέκριναν με σαφήνεια ανάμεσα στο στυλιζαρισμένο συναίσθημα της γραφής του Χάιντν και την εκφραστική γλώσσα του Μπετόβεν.
Επειδή στην ουσία και οι δύο συνθέτες βρίσκονται στο κατώφλι του ρομαντισμού, ο ένας το πατά και ο άλλος το έχει ήδη διαβεί, η ξεκάθαρη αποσαφήνιση των ερμηνειών είχε προφανή σημασία. Κομψό, χαρίεν, ανάλαφρο με έμφαση στις δραματικά εναλλασσόμενες διαθέσεις ήταν το ύφος στα Τρίο με αριθμούς καταλόγου Χόμποκεν ΧV: 27 και ΧV: 29 αντίστοιχα. Πιο υποκειμενικά «ποιητική» και περισσότερο γενναιόδωρη ως προς τη διαμόρφωση των φράσεων ήταν η ερμηνεία στο «Τρίο του Αρχιδούκα» του Μπετόβεν. Αποφασιστική ήταν η συμβολή του πιανίστα Χάραλντ Κόζικ, που με την έντονη παρουσία και τη λαμπρή δεξιοτεχνία του έδινε στις ερμηνείες παλμό και μεγάλη πλαστικότητα. Με ελεγχόμενο δυναμικό εύρος από τη σιωπή ως τις απαραίτητες εκρήξεις, τόσο η Βερένα Στούρτς - βιολί, όσο και ο Χάννες Γκράντβολ - τσέλο, συνέβαλαν στο άριστο αποτέλεσμα.
Σούμαν και Σοπέν
Στις 27 Ιανουαρίου στην ίδια αίθουσα ο Απόστολος Παληός, ένας από τους πιο ενδιαφέροντες πιανίστες της νεότερης γενιάς, αφιέρωσε το ρεσιτάλ του στον Ρόμπερτ Σούμαν και τον Φρεντερίκ Σοπέν, από τη γέννηση των οποίων συμπληρώνονται φέτος διακόσια χρόνια.
Στο επίπεδο που κινείται ο Παληός δεν είναι τόσο η τεχνική και η δεξιοτεχνία αλλά η έκφραση εκείνη που κρίνει τα πράγματα για μια διεθνή σταδιοδρομία. Αν και σύγχρονοι λοιπόν, οι δύο βασικοί συνθέτες του προγράμματος -που άνοιξε με ένα «Νυχτερινό» του Ζίγκισμοντ Τάλμπεργκ- είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους και η μουσική τους απαιτητική για διαφορετικό λόγο. Στον Σούμαν είναι η διάθεση εκείνη που δύσκολα προσδιορίζεται, καθώς τα συναισθήματα δεν είναι ποτέ αμιγή, συχνά ούτε στο πλαίσιο του ίδιου σύντομου κομματιού. Στους «Χορούς των μελών της Ενωσης του Δαυίδ» που έπαιξε ο Παληός ο έντονος διάλογος ανάμεσα στις δεκαοκτώ μικρογραφίες που απαρτίζουν τον κύκλο άντεχε σαφέστερες διαφοροποιήσεις δυναμικής, από αυτές που προτάθηκαν.
Στις τέσσερις «Μπαλάντες» του Σοπέν πάλι, ο Παληός έπαιζε μεν άριστα, αλλά ίσως περισσότερο μετρημένα απ’ ό, τι ήταν απαραίτητο προκειμένου να ανασάνει η μουσική. Στα εκτός προγράμματος έργα φάνηκε ότι ο πιανίστας θα είναι ενδεχομένως απολύτως συναρπαστικός σε τελείως διαφορετικό ρεπερτόριο, σε έργα όπως αυτά του Σκαρλάτι και του Μπαχ ή συνθέσεις του εικοστού αιώνα, γιατί όχι του Μπέλα Μπάρτοκ.
"Καθημερινή" 7/2/2010

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Aξέχαστη «Tραβιάτα» - Bραδιά Σαμάρα

Tου ΓIΩPΓOY ΛEΩTΣAKOY

ΠOTE ΔEN ΘYMOYMAI τόσο γεμάτα τα «Oλύμπια» όσο το Σαββατόβραδο της 23.1.2010, για μια «Tραβιάτα» ελληνικότατη, επανάληψη κλασικότατης διδασκαλίας του 2001: βελόνα δεν έπεφτε! Ξαναθυμίζω σε τι ανυποληψία κινδύνεψε να περιπέσει η Λυρική μετά τα «τσουνάμι» του Λαζαρίδη, του Θεσσαλονικιού ευνοουμένου του, παραμείναντος και μετά την αποπομπή του προστάτη του για να βρεθεί κατόπιν (πώς, αλήθεια;) στη Σκάλα του Mιλάνου, οι οποίοι χρεώνονται πλήθος πανάκριβες και αποκρουστικές «συμπαραγωγές» και της «μεσοβασιλείας» Kυριακόπουλου. Oμως, ουδέν κακόν αμιγές καλού: σ' αυτά τα «τσουνάμι» χρωστούμε την παρουσία: 1) του σημερινού καλλιτεχνικού διευθυντού και λαμπρού αρχιμουσικού κ. Tζοβάννι Πάκορ, που πήρε αποφασιστικά στα άξιά του χέρια (δίχως να έχει καμία υποχρέωση) το τιμόνι πλοίου έτοιμου να βουλιάξει από χρέη, και 2) του χορογράφου Iρέκ Mουχαμέντωφ, αντάξιου διαδόχου μιας Πέτροβα.
Δεν είχα παρακολουθήσει αυτήν την «Tραβιάτα» (Δεκ. 2001), σε σκηνοθεσία - σκηνικά - κοστούμια Nίκου Πετρόπουλου, αριστοτεχνικό κράμα ιστορικής πιστότητος και ευρηματικής που θύμιζε Bισκόντι. Aν έπεφταν «βαριά» για κάποιον... αμαθέστατο δημοσιογραφίσκο που τα ειρωνεύθηκε, ας πιει σόδα για να χωνέψει ότι αυτό ήταν το περιβάλλον της «Kυρίας με τις καμέλιες» του Aλεξάνδρου Δουμά υιού και μετέπειτα ηρωίδος του Bέρντι. H δεύτερη εμφάνιση του κ. Πάκορ στο «πόντιουμ», τον κατακύρωσε οριστικά σαν αρχιμουσικό υψηλής περιωπής που ανέδειξε την πλαστικότατη ροή και εκφραστική λειτουργία κάθε φθογγόσημου, παύσεως ή αναπνοής. Eλάχιστα διάτορα φορτίσσιμι μιας κατά τα άλλα μουσικότατης χορωδίας (διεύθυνση: Nίκος Bασιλείου), δεν ξέρουμε αν αποτελούν κατάλοιπα ενός ατυχούς παρελθόντος ακόμη πρόσφατου ή οφείλονται στην επιδείνωση της ακουστικής του χώρου από την αβασάνιστη (δίχως μελέτη ακουστικής) ανύψωση της ορχηστρικής τάφρου επί Λαζαρίδη.
Tρεις οι κύριοι ρόλοι της «Tραβιάτα»: Bιολέττα (Mίνα Πολυχρόνου), Aλφρέντο (Στεφάν Ποπ) και πατέρας Zερμόν (Δημήτρης Πλατανιάς) – οι υπόλοιποι έχουν ελάχιστο χρόνο για να αναπτύξουν χαρίσματα φωνητικά, μουσικά, σκηνικά. Aρχίζουμε από το νεαρότατο Pουμάνο Ποπ: φωνή πλούσια, εύηχη, μουσική. Oμως χρειάζονται εξαφάνιση αρκετές αιχμές και παλιομοδίτικες κραυγαλεότητες (π.χ. στην «πρόποση», α' πράξη, στο «dei miei bollenti spiriti», β' πράξη) και ο ίδιος να συνυπάρχει - συλλειτουργεί περισσότερο με τους συμπρωταγωνιστές του. Aποκάλυψη, η Mίνα Πολυχρόνου: κατ' αρχήν ήδη από τη μεγάλη άρια «A quell amor ch' e palpito» που κλείνει την α' πράξη, ήταν ολοφάνερη η ταύτισή της με την ηρωίδα: από άποψη καθαρά φωνητική, φαινόμενο μάλλον σπάνιο, η φωνή της, καμωμένη για μεγάλες αίθουσες, κερδίζει σε ματιέρα, στερεότητα και λάμψη όσο ανεβαίνει στις ψηλότερες περιοχές. Kαι όσο προχωρούσε το έργο οι υποκριτικές της ικανότητες ξετυλίγονταν όλο και ανετότερα. H β' πράξη (σκηνή 1η) μένει αλησμόνητη για την ομοψυχία τραγουδιού και υποκριτικής με τον Δημήτρη Πλατανιά, ενώ στην γ', στο περίφημο «Addio del passato» στάθηκε θριαμβικό κορύφωμα τέλειας αφομοιώσεως ρόλου απαιτητικότατου τον οποίο, όπως μάθαμε εκ των υστέρων, η Πολυχρόνου υποδυόταν ΠPΩTH ΦOPA! Aξια μεγάλων ξένων λυρικών θεάτρων, η 1η σκηνή της β' πράξεως, Bιολέττας - πατέρα Zερμόν: ο Δημήτρης Πλατανιάς, που ανέτως συγκατατάσσεται στους βαθύτερα καλλιεργημένους ιστορικούς Eλληνες βαρυτόνους, τραγούδησε και έπαιξε με την Πολυχρόνου σε ένα εκπληκτικό επικοινωνιακό feed-back.
Aψογη, φωνητικά και σκηνικά ομοιογενής, η λοιπή διανομή με επικεφαλής τη Mαρίτα Παπαρρίζου (ιδανική Φλόρα): Aντ. Xατζηδημητρίου (ντ' Ωμπινιύ), Xρ. Aμβράζη (Nτουφόλ), Tάσο Aποστόλου (γιατρό Γκρανβίλ), N. Tσαούση (Γκαστόν), M. Mακρυνιώτη (πιστή Aννίνα), Στάθη Kάκκο (υπηρέτη Tζουζέππε) και A. Παπαγρηγοριάδη (μαντατοφόρο - υπηρέτη). Mε την ίδια διανομή, το έργο επαναλήφθηκε στις 29.1.2010 υπέρ των σεισμοπαθών της Aϊτής, αβρότατη χειρονομία, όλως ασυνήθιστη για τα μουσικά μας ήθη. Oλόψυχα εύγε σε όποιον συνέλαβε την ιδέα!

* * *

H TEΛEYTAIA ΓNΩΣTH ΣYNAYΛIA με έργα Σπύρου Σαμάρα (1861 - 1917) δόθηκε, ώρα 7 μ.μ., Δευτέρα, 28.6.1943, στο θέατρο «Kυβέλης»: διάλεξη του υποφαινομένου (Mέγαρο, 29.3.2005) περιλάμβανε μόνον αποσπάσματα των οπερών «Mετζέ» και «Tίγκρα», από 4 εκλεκτούς τραγουδιστές. Πιάνο: ο θαυμάσιος Δημήτρης Γιάκας, που συνέλαβε την ιδέα συναυλίας έργων του Mεγάλου Aδικημένου της μουσικής μας. Συνέπρατταν οι Xριστίνα Γιαννακοπούλου (λυρική σοπράνο), Tζούλια Σουγλάκου (δραματική σοπράνο), Bαγγέλης Xατζησίμος (τενόρος) και Δημήτρης Πλατανιάς (βαρύτονος). Tην εκδήλωση άνοιξαν με πέντε τραγούδια η Γιαννακοπούλου («Aνοιξις», «Σ' αγαπώ», του 1887, «Tης κοπέλλας το νερό»), φωνή φωτεινή, εύαρθρη και μουσικότατη και ένας συγκλονιστικός Πλατανιάς («Eξομολόγησις», ίσως στην ωραιότερη και διεισδυτικότερη ερμηνεία από την εποχή του μεγάλου Γιάννη Aγγελόπουλου, και «Mάννα και γιος»). Aκολούθησαν το ντουέτο Mαρκησίας και Mπελ-Iλ (Σουγλάκου, Γιαννακοπούλου) και η άρια «Eίναι το παν για μένα» (Xατζησίμος) από την όπερα «Δεσποινίς ντε Mπελ-Iλ», ανεβασμένη μόνο μια φορά (1907) στην Eλλάδα, και το τραγούδι «In teatro» (Xατζησίμος). Tο α' μέρος έκλεισε ένα ωραίο κουαρτέτο από την οπερέτα «Πριγκίπισσα της Σασσώνος». Kορύφωμα της βραδιάς το β' μέρος: στα φινάλε της β' και γ' πράξεως της «Mάρτυρος», άστραψαν σ' όλη την ελεγχόμενη φλόγα φωνής και υποκριτικής οι Σουγλάκου, Πλατανιάς, Xατζησίμος και Γιαννακοπούλου στην ιδανικότερη φωνητική διανομή του έργου που έχω ακούσει. Bγαίνοντας αντίκρισα τον Aγ. Γεώργιο Kαρύτση, όπου 27.3.1917, ψάλθηκε η εξόδιος ακολουθία του Σαμάρα: θα αγαλλόταν η ψυχή του αν άκουγε από κάποιο μακρινό αστέρι... («Παρνασσός», 25.1.2010).
Εφημερίδα "Εξπρές" 06/02/10

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Οι πολύ αγγ(ε)λικές χάρες της μουσικής του Πέρσελ


Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ
Ενα αφιέρωμα στον Χένρι Πέρσελ πρόσφερε τις προάλλες ο Μάικλ Τσανς στο Μέγαρο Μουσικής (23/1/2010). Τον διάσημο Βρετανό κόντρα-τενόρο συνόδευσε το γνωστό ελληνικό συγκρότημα μουσικής μπαρόκ Sinfonia (Γκάρτσου, Παπαγιάννης, Μηνακούλη, Ρεπαπής, Κτώνα) με συμμετοχή των βιολιστριών Ροσβίτα Ντόκαλικ και Φανής Βοβώνη και του βιολίστα Χρήστου Βλάχου.
Ο Αγγλος κόντρα-τενόρος Μάικλ Τσανς τραγουδά αποσπάσματα από έργα του Πέρσελ στο Μέγαρο Μουσικής, συνοδευόμενος από το σύνολο μπαρόκ Sinfonia (Photo Ακριβιάδης) Ηταν ένα ριψοκίνδυνα μονοθεματικό ακρόαμα -η γευστικά χλομή, δραματικά χαμηλών θερμοκρασιών αγγλική μουσική μπαρόκ δεν είναι ακριβώς ευρείας απήχησης!- που προσέλκυσε μεγάλο αριθμό φιλόμουσων, γεμίζοντας πλήρως την Αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος». Οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε ήσαν γενικώς καλές. Ο Τσανς, που έχει επισκεφθεί αρκετές φορές την Αθήνα, πρόσφερε μια ιδιαίτερα πλούσια, ωραία δομημένη ανθολογία από φωνητικές συνθέσεις του Πέρσελ, εναλλασσόμενες με αποσπάσματα καθαρά ενόργανης μουσικής του ιδίου. Οι επιλογές άντλησαν τόσο από τις μουσικές για τη σκηνή («Διοκλητιανός», «Βασίλισσα των Ξωτικών», «Οιδίπους», «Παυσανίας») όσο και από τα αναρίθμητα «περιστασιακά» κομμάτια («Ελεγεία» για τον θάνατο και «Ωδή» για τα γενέθλια της βασίλισσας Μαρίας, «Ωδή» για την ημέρα της Αγίας Καικιλίας). Παρ' ότι στα έργα η γραφή των οποίων εκτεινόταν αρκετά στη χαμηλή περιοχή της φωνής, το τραγούδι του ήχησε αναπόφευκτα αδύναμο, δεν υπήρξε η παραμικρή αμφιβολία ότι ο 55χρονος κόντρα-τενόρος παραμένει φωνητικά ακμαίος και απόλυτος κύριος της τέχνης του. Η απόδοση των μελωδικών κομματιών, είτε αυτά ήσαν άσματα θεατρικού χαρακτήρα, ένθετα σε μουσικές για τη σκηνή, είτε μεμονωμένοι κοσμικοί ύμνοι, διέθετε αψεγάδιαστη ακρίβεια, χάρη, ελαφράδα και σιγουριά έκφρασης. Η εύκαμπτη φραστική με τις ιδιαίτερα φροντισμένες, τέλεια ελεγχόμενες αποσβέσεις δυναμικής προσέδωσε στο τραγούδι αίσθηση άκρας αβρότητας, εντείνοντας το εκφραστικό στιλιζάρισμα και εξισορροπώντας αριστοτεχνικά τη χαρακτηριστική, άκρως εξεζητημένη -ενίοτε λιγωτική- ηδυπάθεια, που συνιστά μουσική υπογραφή των ερμηνειών του ως μονωδού. Με επικεφαλής τη βιολίστρια Ροσβίτα Ντόκαλικ, οι Sinfonia απέδωσαν τα αμιγώς ορχηστρικά μέρη με ακρίβεια και σωστή αντίληψη του ύφους της μουσικής, ενώ συνόδευσαν τον τραγουδιστή με ωραίες επιμέρους συνεισφορές. *

"Ελευθεροτυπία" 3/2/2010

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

Ο Μάικλ Τσανς και η θυελλώδης κ. Μουζά

Του Νικου Α. Δοντα
Αφιερωμένη στον Βρετανό συνθέτη Χένρι Πέρσελ ήταν η βραδιά που διοργανώθηκε στις 23 Ιανουαρίου στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος. Το σύνολο μπαρόκ μουσικής Sinfonia αποτελούμενο από γνωστούς Ελληνες μουσικούς –τη Φανή Γκάρτσου και τον Γιάννη Παπαγιάνη στα φλάουτα, την Εφη Μηνακούλη στη θεόρβη, τον Αγγελο Ρεπαπή στη βιόλα ντα γκάμπα και την Κατερίνα Κτώνα στο τσέμπαλο– συνεργάστηκε με τις Ροσβίτα Ντόκαλικ και τη Φανή Βοβώνη στο βιολί όπως επίσης με τον Χρήστο Βλάχο στη βιόλα. Σολίστ ήταν ο γνωστός Βρετανός κόντρα τενόρος Μάικλ Τσανς.
Κυρίαρχη ήταν η χαρακτηριστικά βρετανική βουκολική διάθεση της μουσικής, την οποία το ελληνικό σύνολο απέδωσε με πειθαρχημένο, γλυκύ, στρογγυλό ήχο και όσες εναλλαγές ύφους επέτρεπαν τα καθαρά ενόργανα μέρη που επελέγησαν.
Ο Μάικλ Τσανς ξεκίνησε κάπως αμήχανα με μία άρια γραμμένη πολύ χαμηλά για τη φωνή του αλλά έδωσε τις πλήρεις δυνάμεις του στα αποσπάσματα που ακολούθησαν. Ο έλεγχος της φωνής και η ασφάλεια σε θέματα αισθητικής επέτρεψαν εκφραστικές ερμηνείες μεγάλης λεπτότητας. Συχνά με τη συνοδεία ενός μόνον οργάνου, της θεόρβης, της βιόλας ντα γκάμπα ή του τσέμπαλου, έπλαθε κόσμους μαγικούς.
Μοναδική επιφύλαξη υπήρξε η σταθερή αδυναμία στη χαμηλή περιοχή της φωνής που αδυνάτιζε τη στήριξη ή την κατάληξη κρίσιμων φράσεων.
Από τη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ) που πραγματοποιήθηκε λίγες ημέρες νωρίτερα (17 Ιανουαρίου) στην Αίθουσα Φίλων της Μουσικής κρατά κανείς τη θυελλώδη ερμηνεία της Αλεξίας Μουζά στο 3ο Κοντσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν. Διαθέτοντας εντυπωσιακή αυτοπεποίθηση, η νεαρή πιανίστρια έπαιξε με πρωτοφανή δύναμη, καθαρότητα και ακρίβεια.
Ομως, περισσότερο απ’ όλα φάνηκε να κατανοεί το έργο και την εποχή του: οι φράσεις είχαν αρχή, μέση και τέλος, υπήρχαν αρκετά επίπεδα δυναμικής ώστε να δημιουργείται διάλογος ανάμεσα σε κύριες και δευτερεύουσες φράσεις ενώ όποτε χρειαζόταν, το παίξιμό της γινόταν αέρινο, φευγαλέο. Η αισθητική, με διατυπώσεις σαφείς, χωρίς περιττούς γλυκασμούς, κοιτούσε περισσότερο προς την κλασική εποχή παρά προς τον ρομαντισμό.
Κρίμα που η ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Ενρίκε Μπατίς στάθηκε τελείως αμέτοχη, δίχως την παραμικρή διάθεση για διάλογο με τη θαυμάσια πιανίστρια.
Γενικότερα, δεν ήταν καλή βραδιά ούτε για την ΚΟΑ, ούτε για τον Μεξικανό αρχιμουσικό. Ο Μπατίς ξεκίνησε το πρόγραμμά του με την εισαγωγή του Μέντελσον στον «Ρουί Μπλας» του Ουγκό και το ολοκλήρωσε με την 3η Συμφωνία «του Ρήνου» του Ρόμπερτ Σούμαν. Και στις δύο περιπτώσεις ο ιδεαλισμός των έργων βυθίστηκε σε μία ερμηνεία βαριά και αδιάφορη, με ήχο χωρίς περιγράμματα ή αποχρώσεις.
"Καθημερινή"31/1/2010