Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

"Μουσική δωματίου από τα «Χρώματα»"

Του Νικου Α. Δοντα
Ενα από τα παράπλευρα οφέλη του ολοένα αυξανόμενου οργανωμένου προγράμματος μουσικών εκδηλώσεων της αίθουσας συναυλιών «Παρνασσός» είναι η τόνωση του ρεπερτορίου της μουσικής δωματίου. Μπορεί μεν στην αίθουσα να φιλοξενούνται ακόμα και παραστάσεις όπερας με ποικιλοτρόπως ελαττωμένο το μέρος της ορχήστρας, αλλά η ακουστική και το μέγεθός της ταιριάζουν άριστα κυρίως σε μικρά σύνολα.
Στις 17 Δεκεμβρίου ήταν σειρά του Κουαρτέτου εγχόρδων της Ορχήστρας των Χρωμάτων να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα με έργα Σούμαν και Ντβόρζακ. Ευπρόσδεκτη πρόταση, που θα ανεβάσει ακόμα περισσότερο τον πήχυ αν το σύνολο αποφασίσει να επιμείνει συστηματικά, καθώς στο δρόμο που άνοιξε προ πολλών ετών το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο, προστέθηκαν πρόσφατα με επιτυχία και φιλοδοξίες οι «Τετρακτύς».
Το συγκεκριμένο σχήμα αποτελείται από τον Οδυσσέα Κορέλλη, εξάρχοντα της Ορχήστρας των Χρωμάτων, τον Φρανκ Σεστάνι, βιολιστή της ίδιας ορχήστρας, τον Ηλία Σδούκο, κορυφαίο στις βιόλες της ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, και τον Βαγκέλ Νίνα, πρώτο τσέλο και πάλι στα «Χρώματα». Αναμφίβολα μουσικοί με εμπειρία και αυτοπεποίθηση, επομένως χωρίς περιττή νευρικότητα ή ατολμία, υποστήριξαν ο καθένας πειστικά το μέρος του.
Ισως το ίδιο αυτό στοιχείο βρέθηκε στη βάση των αδυναμιών, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα μία άνιση συναυλία. Υπήρχε, με άλλα λόγια, η αίσθηση ελλιπούς προετοιμασίας, ιδιαίτερα στο τρίτο από τα κουαρτέτα του έργου 41 του Ρόμπερτ Σούμαν, με το οποίο ξεκίνησε η βραδιά.
Καλύτερα κύλησε το αργό τρίτο μέρος του έργου, όπου, λόγου χάριν, οι χαμηλόφωνες, υπαινικτικές νυκτές (πιτσικάτο) νότες του Κορέλλη υποσημείωναν τη μελωδία, που στο σημείο αυτό είχε περάσει στο τσέλο. Αλλού, κυρίως στα περιβάλλοντα μέρη, έπρεπε να παρακάμψει κανείς προβλήματα ορθοτονίας στο πρώτο βιολί, όπως επίσης θέματα που σχετίζονταν με την καθαρή άρθρωση των επιμέρους ενοτήτων.
Γοητευτικός Ντβόρζακ
Πολύ καλύτερα ήσαν τα πράγματα στο δεύτερο Κουιντέτο με πιάνο του Αντονίν Ντβόρζακ. Αφενός το ίδιο το έργο, με την αμεσότητα του θερμού μελωδικού του πλούτου, οποίος εκφράστηκε από την πρώτη στιγμή με επιτυχία χάρη στον Βαγκέλ Νίνα, και αφετέρου η καταλυτικής σημασίας συνεισφορά της πιανίστριας Βίκυς Στυλιανού, έκριναν το αποτέλεσμα. Το πιάνο δεν έδινε μόνον το ρυθμό, αλλά αισθανόμενο με μεγάλη σιγουριά σε ποια σημεία όφειλε να προβληθεί δυναμικά και πού έπρεπε να υποχωρήσει, έδωσε τον απαραίτητο παλμό και έδεσε το σύνολο.
Στο λυρικό δεύτερο μέρος, Σδούκος και Σεστάνι αποδείχτηκαν ιδιαίτερα εκφραστικοί, ενώ στο τρίτο και τέταρτο μέρος ο Κορέλλης συνέβαλε στη σπινθηροβόλα διάθεση. Η βραδιά έκλεισε με θετικό πρόσημο, επιτρέποντας να ελπίζει κανείς περισσότερα στο μέλλον.
"Καθημερινή" 25-12-2009

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

"Μέντελσον, Μπρούκνερ και Μάλερ με την ΚΟΑ"

Του Νικου A. Δοντα
Με την τρυφερή, μελωδική μουσική του Μέντελσον ξεκίνησε η συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ) στις 11 Δεκεμβρίου στην Αίθουσα Φίλων της Μουσικής. Ο Βύρων Φιδετζής διηύθυνε την εισαγωγή στην «Αθαλία» του Ρακίνα και η ορχήστρα ανταποκρίθηκε αποδίδοντας τραγουδιστά την καλαίσθητη μουσική. Ακολούθησαν τα πέντε «Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά» του Γκούσταφ Μάλερ σε ποίηση του Φρίντριχ Ρίκερτ. Από τη φωνή της Δάφνης Ευαγγελάτου απουσίαζε το σκοτάδι της χαμηλής περιοχής της φωνής, κρίσιμο για την ανάγλυφη απόδοση της πένθιμης ατμόσφαιρας. Ωστόσο, το τραγούδι της φανέρωνε εμπειρία και γνώση της αισθητικής και του ήθους της μουσικής του Μάλερ.
Ο Φιδετζής είχε την ευκαιρία να αποδεσμεύσει πλήρεις τις δυνάμεις της ορχήστρας του στην 6η Συμφωνία του Αντον Μπρούκνερ, που ακολούθησε. Μετά τα συνήθη, αμήχανα πρώτα λεπτά, η ΚΟΑ βρήκε τον βηματισμό της, επιτρέποντας στον αρχιμουσικό της να υλοποιήσει αρκετές από τις προθέσεις του. Ο διάλογος ανάμεσα στις χαμηλόφωνες ενότητες και τα κολοσσιαία μεγέθη του Μπρούκνερ υπήρξε επιτυχέστερος από προηγούμενες φορές, αλλά η ανεξέλεγκτη ακραία ένταση κυρίως στα χάλκινα παραμένει θέμα προς επίλυση.
Το αργό δεύτερο μέρος ήταν η πιο πειστική στιγμή της βραδιάς. Σε κάθε περίπτωση, κολοσσιαία έργα αυτού του διαμετρήματος έχουν ανάγκη μεγαλύτερης προετοιμασίας, ειδικά από ορχήστρες όπως η ΚΟΑ, που δεν έχουν τα έργα αυτά σταθερά στο ρεπερτόριό τους.
Artis με Βακαρέλη
Οσο προχωρούσε τόσο πιο ενδιαφέρουσα και συναρπαστική γινόταν η συναυλία του Κουαρτέτου Artis της Βιέννης στις 7 Δεκεμβρίου. Πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Φίλων της Μουσικής και καθώς επικοινωνιακά δεν αξιοποιήθηκε το γεγονός ότι επρόκειτο για αυστριακό σύνολο, η αίθουσα έμεινε δυσάρεστα άδεια. Διπλά κρίμα, καθώς είναι γνωστό ότι ο συγκεκριμένος χώρος προσφέρεται ελάχιστα για μουσική δωματίου.
Στο πέμπτο από τα κουαρτέτα εγχόρδων του έργου 20 του Χάιντν οι Artis ήσαν ακριβείς, με καθαρό ήχο και έμφαση στον διάλογο των τεσσάρων φωνών, όπως ακριβώς το ζητά η μουσική αυτή, ηχητικό αποτύπωμα του Διαφωτισμού και της πίστης στον ορθό λόγο. Στο απαιτητικό Κουαρτέτο αρ.4 του έργου 25 του Αλεξάντερ φον Τσεμλίνσκι που ακολούθησε, η ίδια ακρίβεια διατυπώσεων συνέβαλε στην υπέρκομψη απόδοση της αριστοτεχνικά δομημένης παρτιτούρας. Σημειακά, το ένα ή το άλλο όργανο επέτρεπε στον εαυτό του μεγαλύτερη συναισθηματική γενναιοδωρία, με αποτέλεσμα στο έργο αυτό του μοντερνισμού να υπεισέρχονται μνήμες ρομαντικής αισθητικής.
Η βραδιά έκλεισε με το ιδιαίτερα αγαπητό, θαυμάσιο Κουιντέτο για πιάνο και έγχορδα έργο 44 του Ρόμπερτ Σούμαν. Με τους Artis συνέπραξε ο Γιάννης Βακαρέλης σε μία ερμηνεία που επιπλέον χαρακτηρίστηκε από δύναμη νεύρο αλλά και τρυφερότητα.
"Καθημερινή" 20-12-09

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

"111 χρόνια ευρωπαϊκής μουσικής ζωής"

1971: ο «θεός» Χέρμπερτ φον Κάραγιαν δίνει οδηγίες για τις ισορροπίες ήχου στην ηχογράφηση
ΤΕΣΣΕΡΑ ΕΠΕΤΕΙΑΚΑ ΠΑΚΕΤΑ CD ΚΑΙ DVD ΑΠΟ ΤΗΝ DEUTSCHE GRAMMOPHON

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ

Εφέτος η γερμανική δισκογραφική εταιρεία Deutsche Grammophon συμπλήρωσε 111 χρόνια ζωής, αριθμό που αντλεί τη συμβολική του δυναμική από την τελευταία πιανιστική σονάτα του Μπετόβεν με ίδιο αριθμό έργου.
1971: ο «θεός» Χέρμπερτ φον Κάραγιαν δίνει οδηγίες για τις ισορροπίες ήχου στην ηχογράφηση Οι υπεύθυνοι της «κίτρινης κυρίας» γιορτάζουν την επέτειο προτείνοντας τέσσερα πακέτα εκδόσεων: 6 CDs με 111 σύντομα αποσπάσματα διάσημων ηχογραφήσεων, 55 CDs με ισάριθμες πλήρεις αναπαραγωγές ηχογραφήσεων, 13 DVD s με όπερες και συμφωνικές συναυλίες, και ένα πλούσια εικονογραφημένο βιβλίο, στις 224 σελίδες του οποίου εκτυλίσσεται αναλυτικά η ιστορία της εταιρείας γραμμένη από τρεις ειδικούς. Είναι αυτά ακριβοδίκαια αντιπροσωπευτική επιλογή από τη συσσωρευμένη κληρονομιά τόσων δεκαετιών; Και ναι και όχι! Ανάλογα με την ηλικία, το βάθος καλλιέργειας και τις προτιμήσεις του, ο καθένας μπορεί να σχολιάσει πολλά για τις επιμέρους ηχητικές και οπτικοακουστικές καταγραφές που συμπεριλήφθηκαν.
Πολλές σημασίες, πολλή γοητεία κι ακόμη περισσότερη Ιστορία
Οι ποιότητες των ηχογραφήσεων ξεκινούν από τη μονοφωνία του βινιλίου 33 στροφών της δεκαετίας του '50 και καταλήγουν στον «καλύτερο κι απ' την πραγματικότητα» ψηφιακό, στερεοφωνικό ήχο τού σήμερα. Οι ερμηνείες καλύπτουν εξαιρετικά ευρύ φάσμα, από το συγκινητικό επίλογο τής φυσικά ωριμασμένης, ιστορικής τέχνης των μεγάλων μουσικών του μεσοπολέμου, έως τις νεόκοπες, απαστράπτουσες αναγνώσεις των κλασικών από τους γενναίους αετιδείς του παρόντος, στους οποίους εναποτίθενται οι ελπίδες επιβίωσης της σοβαρής μουσικής στο αφιλόξενο μέλλον. Το αισθητά άνισο ρεπερτόριο έχει διαλεχτεί με ποικίλα κριτήρια, που φωτογραφίζουν πιστά τη σύγκληση -και διασταύρωση!- των μεταβαλλόμενων στοχεύσεων της εταιρείας στη διαχρονία. Καλύπτει μεν τον αυτονόητο πυρήνα των κλασικών, σταματά όμως στους Στραβίνσκι και Μπέρνσταϊν. Τέλος, η αντιπροσώπευση συνόλων, αρχιμουσικών και μεμονωμένων μουσικών προβάλλει αναγκαστικά (;) επιλεκτική και ετεροβαρής. Παράλληλα, στα αυθεντικά εξώφυλλα των δίσκων και στην πλούσια εικονογράφηση του βιβλίου αναπαράγεται ολόκληρη η διαδρομή της εμπορικής/εικαστικής αισθητικής των μεταπολεμικών χρόνων. Αρχίζει από τον προτεσταντικής λιτότητας, ανεικονικό σχεδιασμό της Archiv και τις πρώτες απόπειρες «μοντέρνας» γραφιστικής με πλακάτα χρώματα των δεκαετιών '50 και '60 στην DG, απογειώνεται στις σαγηνευτικές εικαστικές υπερπαραγωγές και τα ειδωλολατρικά εξώφυλλα του '70 και του '80 και... προσγειώνεται άδοξα στον μάλλον ανέμπνευστο, εμπορικό συμβιβασμό των σημερινών, που η λογική τους φλερτάρει τις διαφημίσεις γυναικείων καλλυντικών. Το δίχως άλλο πρόκειται για μια προσφορά... πολλαπλών χρήσεων και αναγνώσεων.
Μουσικές εξαίσιες ενός φανταστικού θιάσου
Στα 55 CDs, οι ηχογραφήσεις ξεκινούν από τον Σούμαν του Φούρτβεγκλερ (1953), τον Μπαχ του Ρίχτερ (1961) και τον Τσαϊκόφσκι του Οϊστραχ (1954) και τελειώνουν στον Μάλερ του Ντουνταμέλ (2006), τον Βιβάλντι του Καρμινιόλα (2006) και τον Μπετόβεν της Γκριμό (2003)· ενδιάμεσα μεσουρανούν δοξασμένα, μυθικά ονόματα: Γιόχουμ, Μπεμ, Ντίσκαου, Κάραγιαν, Τζουλίνι, Ντομίνγκο, Ροστροπόβιτς, Πολίνι, Μούτερ, Κεμπφ, Αμπάντο, Μπουλέζ, Αμαντέους... Η σειρά των DVD's ξεκινά συμβολικά από τον «προϊστορικό» «Ντον Τζοβάνι» των Γκραφ/Φούρτβεγκλερ με τον Σιέπι (1954) και, αφού τιμήσει κορυφαίες στιγμές της συντηρητικής αισθητικής των δεκαετιών της μεταπολεμικής ευημερίας, καταλήγει στη ρηξικέλευθη βαγκνερική «Βαλκυρία» (1980) των Σερό/Μπουλέζ, πρώτη πολιτική ανάγνωση του Βάγκνερ για το επετειακό Μπάιροϊτ του 1976, και την εκπληκτική μεταμοντέρνα «Τραβιάτα» του Βίλι Ντέκερ για το Ζάλτσμπουργκ με τη Ρωσίδα Βιολέτα της Νετρέμπκο (2005). Τέλος, οι βετεράνοι φιλόμουσοι που έχουν ζήσει ολόκληρη -ή σχεδόν ολόκληρη- τη μεταπολεμική άνθηση της δισκογραφίας μπορούν να γνωρίσουν τις αθέατες, πρακτικές όψεις του κόσμου της μουσικής στο δίγλωσσο βιβλίο με την ιστορία τής Deutsche Grammophon (συν έξι CDs ηχογραφήσεων με 111 καλλιτέχνες, 1907-2009). Αναμφίβολα όλ' αυτά αποπλανούν το νου και τις αισθήσεις προκαλώντας σύγχυση: αν (επι)μείνει κανείς στο δένδρο, χάνει το δάσος! Αντιπαρερχόμενοι, λοιπόν, δίχως ενόχληση την αναπόφευκτα και εμπορική στόχευση του εγχειρήματος, θα εστιάσουμε στην ουσία της εμπειρίας που προσφέρουν οι εκδόσεις αυτές, η οποία έγκειται στα όσα, δυνάμει, αποκαλύπτει η κριτική δύναμη της συνολικής εποπτείας. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι ο αποδοτικότερος τρόπος να προσλάβει κανείς αυτή την υπερπροσφορά είναι να τη «διαβάσει» ως διπλό -ηχητικό και οπτικοακουστικό- χρονικό εξέλιξης της κεντροευρωπαϊκής μουσικής ζωής στα εξήντα χρόνια που συνιστούν το κεφάλαιο της ολοκληρωμένης ιστορικής/πολιτιστικής διαδρομής, από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τη σημερινή επικράτηση της παγκοσμιοποίησης.
"Ελευθεροτυπία" 16/12/09

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

"Ζαφειροπούλου, Γκέες στο Μουσείο Μπενάκη"

Του Νικου Α. Δοντα

Το είχαμε σημειώσει και τον Μάρτιο του 2008 με αφορμή τη θαυμάσια ερμηνεία του «Χειμωνιάτικου ταξιδιού» του Φραντς Σούμπερτ: η υψίφωνος Λένια Ζαφειροπούλου και ο πιανίστας Μίχαελ Γκέες αποτελούν σπάνιο δίδυμο για τον χώρο του κλασικού τραγουδιού. Στη φετινή τους κοινή εμφάνιση που πραγματοποιήθηκε στις 30 Νοεμβρίου στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, παρουσίασαν ένα ατμοσφαιρικό πρόγραμμα με τίτλο «Πάνω στα φτερά της νύχτας», ασφαλώς παράφραση του διάσημου τραγουδιού του Μέντελσον «Πάνω στα φτερά του τραγουδιού».
Από τις πρώτες νότες ήταν σαφές ότι η Ζαφειροπούλου έχει κερδίσει ακόμα περισσότερο σε αυτοπεποίθηση. Η φωνή της έχει αποκτήσει μεγαλύτερο όγκο και δύναμη και η τραγουδίστρια τη χειρίζεται με μεγαλύτερη σιγουριά, κατά συνέπεια την αξιοποιεί ως ακόμα πιο εκφραστικό εργαλείο. Παράλληλα, η αισθητική του τραγουδιού της ταιριάζει ιδανικά σε αυτή των Γερμανών συνθετών που αποτελούσαν τον κορμό και αυτής της βραδιάς: Σούμπερτ, Σούμαν, Μάλερ και Μέντελσον. Μέσα από τον εύστοχο τονισμό του κειμένου η Λένια Ζαφειροπούλου ανέδειξε τον λόγο και μέσα από τον χειρισμό της μελωδικής γραμμής παρήγαγε ατμόσφαιρα και συναίσθημα: σπάνια πράγματα στη χώρα μας.
Η συμβολή του Γκέες υπήρξε αποφασιστική, καθώς δεν στάθηκε δίπλα της ούτε ως συνοδός ούτε ως ανταγωνιστής, αλλά ως ισότιμος συνομιλητής και συν-ερμηνευτής. Αποκωδικοποιούσε εξίσου, και συνέβαλε καθοριστικά στην ατμόσφαιρα. Συχνά μάλιστα λειτουργούσε ως «μουσικός υποβολέας», προσφέροντας στη Ζαφειροπούλου το έναυσμα, τα απαραίτητα «φτερά» ώστε να απογειωθεί.
Σύγχρονες ανάσες
Ωστόσο, παρά τις χαρές που προσέφερε, η βραδιά ήταν άνιση. Θέλοντας, ενδεχομένως, να ξεφύγουν από τα κλασικά μονοπάτια, Ζαφειροπούλου και Γκέες πειραματίστηκαν με το ρεπερτόριο και δημιούργησαν ένα πρόγραμμα με ανοίγματα προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Πλάι στους συνθέτες που προαναφέρθηκαν τοποθετήθηκαν μερικά τραγούδια του Μούσσοργκσκι, που λειτούργησαν θετικά. Ως αντίστιξη εντάχθηκαν επίσης ορισμένες συνθέσεις και «αυτοσχεδιασμοί» του ίδιου του Γκέες. Αντλώντας την έμπνευσή τους από την τζαζ και τα μπλουζ πλαισίωσαν τη φωνή της Ζαφειροπούλου με τρόπο ανάλογο των «μελοδραμάτων» του 18ου και 19ου αιώνα, συνοδεύοντας δηλαδή όχι τόσο τραγούδι αλλά κυρίως ποιητική απαγγελία.
Προβληματικές ήδη στην ιστορική τους μορφή, οι υβριδικές αυτές μορφές δεν λειτούργησαν τελικά ούτε στη νεότερη αυτή εκδοχή τους ως σύγχρονες προτάσεις ανάλογου βάρους, ούτε πάλι ως ανάπαυλες ανάμεσα στα έργα του ρεπερτορίου. Πάντως, το πέμπτο από τα τραγούδια σε ποίηση του Φρήντριχ Ρύκερτ με το οποίο έκλεισε η βραδιά, άφησε ελπίδες ανοιχτές για την επόμενη συνεργασία των δύο μουσικών, σε έργα που αυτή τη στιγμή μοιάζει να ταιριάζουν καλύτερα στα χαρίσματά τους.

"Καθημερινή" 13/12/09

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

"H δεύτερη «Aριάδνη» της Λυρικής, εισηγμένη!"

Tου ΓIΩPΓOY ΛEΩTΣAKOY

APXIZΩ ME... ΠAPENΘEΣH: H «Iαπωνική Eβδομάδα», σημαντικότατο άνοιγμα του Mεγάρου στους μεγάλους μουσικούς πολιτισμούς της Aπω Aνατολής, αρχαίους και συγχρόνους, συνέπεσε με ενδιαφέρουσες ελληνικές εκδηλώσεις, σχολιασμένες στο προηγούμενο και στο σημερινό σημείωμα. Eπιβάλλει ιδιαίτερο σχολιασμό, μόλις όμως αποκτήσω ηχογραφήσεις δύο συναυλιών που έχασα, στερούμενος, δυστυχώς, χαρισμάτων πανταχού παρουσίας.
H φετινή, δεύτερη διδασκαλία στη Λυρική της «Aριάδνης στη Nάξο», όπερας σε Πρόλογο και μία Πράξη («πρώτη»: Kαισαροβασιλική Aυλική Oπερα Bιέννης 4.10.1916) του Pίχαρντ Στράους (1864 - 1949), πιστώνεται με την πρώτη εμφάνιση στο «πόντιουμ» του καλλιτεχνικού διευθυντού της Tζοβάννι Πάκορ, που (εκών-άκων δεν έχει σημασία) πήρε σταθερά στα χέρια του το τιμόνι όταν εκείνοι που φέσωσαν το ίδρυμα με 9.000.000 ευρώ, έγιναν καπνός. Hταν οι ίδιοι που τον κάλεσαν, δημιουργώντας τη γενική, πλην εσφαλμένη, εντύπωση ότι ήταν yesman τους, αφού δύο χρόνια τώρα δεν τον άφησαν να δείξει τι μετρά ως αρχιμουσικός. Kαι, υπογραμμίζουμε ότι προς μεγίστην τιμήν του, ο κ. Πάκορ, δεδομένης της κρίσεως στα οικονομικά του ιδρύματος, παραιτήθηκε κάθε αμοιβής· για την εργασία του ως μαέστρου.
Aψογος συγχρονισμός και συντονισμός ορχήστρας και φωνών, αλλά κυρίως καθαρότατη εκφορά μιας επιτηδευμένα ενορχηστρωμένης παρτιτούρας (η χαρακτηριστικά στραουσιανή ηχοχρωματική έλαμψε διακριτικότατα) σε μια ηχητική απαλότατη και ένα ωραιότατο φραζάρισμα που τον κυματισμό του δεν διέκοπταν τα όποια δυναμικά κορυφώματα: αφήκε εντυπώσεις θετικότατες. Στη μουσική θα επανέλθουμε φυσικά.
Eνοχλεί βαθύτατα σε εποχές ισχνών αγελάδων το ότι αυτή η προαποφασισμένη «Aριάδνη» ήταν μια ακόμη δαπανηρή συμπαραγωγή: αυτή τη φορά με το θέατρο «Kάρλο Φελίτσε» (Tζένοβα, Iταλία) και την Oπερα του Oβιέδο. Που σημαίνει ότι καλή-κακή δεν θα την ξαναδούμε. Σκηνοθεσία - σκηνικά - φωτισμοί: Φιλίπ Aρλώ (υποδύθηκε και τον Aρχιθαλαμηπόλο, ρόλο πρόζας). Kοστούμια: Kυρία Aντρέα Oύμαν και... «σκηνική οπτικοποίηση» (πρώτη φορά ακούω τον όρο, μη ρωτάτε τι σημαίνει!) Bάλτερ Bίμμερ. Tο σκηνικό, μεταξύ Mαγκρίτ και Eγγονόπουλου, αποτελούσε ένα ψευτονησιώτικο γκρίζο σπίτι, σχήματος οβάλ με δύο τμήματα, κινητά, όποτε έκρινε ο Aρλώ. Προφανέστατα το σκηνικό σχεδιάστηκε για πολύ μεγαλύτερες σκηνές – φυσιολογικά μόλις θα έπιανε το τέταρτο του εμβαδού τους. Φτυμένο, όπως-όπως στη σκηνούλα των «Oλυμπίων», στρίμωξε για καλά την πολυάνθρωπη διανομή σε κυκλοφοριακό που θύμιζε άνοδο της Kηφισίας, Παρασκευή απομεσήμερο. Πολυτελείς άσπρες κουτσές πολυθρόνες (πριονισμένα τα δύο αριστερά πόδια) κάποια στιγμή κρεμάστηκαν στους τοίχους του κοιτώνος της Aριάδνης σαν κάδρα. Tο κρεβάτι της, παλιομοδίτικο, με μαύρα σιδερένια κάγκελα, και… λιμαρισμένα πόδια, κούτσαινε επίσης προς το μέρος του θεατή: πάντως Bάκχος και Aριάδνη, κατά τον εναγκαλισμό τους πάνω του, δεν κατρακύλησαν στον χώρο της ορχήστρας. Kοστούμια τα περισσότερα καλοσχεδιασμένα (συνθέτης, μουσικοδιδάσκαλος, αξιωματικός, Tζερμπινέττα, κουαρτέτο μπουφόνων, Aριάδνη κ.λπ.). Eμφανισιακά ξεκαρδιστικό το ντουέτο ενός θεοκάραφλου και ογκώδους, ως ο Oμπελίξ, Bάκχου, ντυμένου με κάτασπρο καλοκαιρινό κοστούμι και μιας στρουμπουλότατης μελαχρινής Aριάδνης με λευκά νυχτικά. Φινάλε κάμποσα πελώρια, κατακόκκινα από παχύ στρώμα κραγιόν γυναικεία χείλη, κατέβαιναν ψηλοκρεμαστά θυμίζοντας εξώφυλλα παλιών λαϊκών περιοδικών, «Θησαυρού», «Mπουκέτου» κ.λπ. Tι καρικατούρες θα σκάρωνε ο μέγας γελοιγράφος Oνωρέ Nτωμιέ (1808-1879)! Συμπερασματικά: η αντίθεση μεταξύ σοβαρού και κωμικού, θεμέλιο του σκεπτικού των Xόφμανσταλ (λιμπρετίστα) και Στράους (συνθέτη), δυναμιτίστηκε. Eξεζητημένη κωμικότητα, kitsch και σκηνική σάχλα, ισοπέδωσαν κάθε νόημα, αποθαρρύνοντας κάθε προβληματισμό για την (παρ)ερμηνεία του έργου.
Tραγουδιστικά και μουσικά τα πράγματα ήσαν πολύ καλύτερα, χάρη σε διανομή φωνητικά ομοιογενή που η σκηνική της επαγγελματικότητα δοκιμάστηκε από τις ως άνω αντίξοες συνθήκες: διακρίθηκαν οι Tζέννιφερ Mπόργκι (συνθέτης), Γκέρχαρντ Zήγκελ (ο… καραφλός Bάκχος), η Kινέζα Xούι Xε (Aριάδνη), ιδιαίτατα η Bασιλική Kαραγιάννη, φωνητικά και υποκριτικά αξέχαστη Tσερμπινέττα, και το κουαρτέτο μπουφόνων: Aνδριανός (Aρλεκίνος), Mαυρογένης (Tρουφαλντίνο), Προσπαθόπουλος (Σκαραμούτσο) και Kαβάγιας (Mπριγκέλλα). Θετικότατες συμβολές οι Γιαννίσης (μουσικοδιδάσκαλος), Mαγουλάς (υπηρέτης), Δελατόλλας (αξιωματικός), Mατθαιακάκης (περουκιέρης), Kεχρής (χοροδιδάσκαλος) και χαριέστατο τρίο οι Iνγκριντ Kάιζερφελντ, Eλένη Bουδουράκη και Mαρία Kωστράκη (Nαϊάδα, Δρυάδα, Hχώ).
"Εξπρέςς" 12-9-09

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

"Από την Ιαπωνία με μουσική"

ΙΑΠΩΝΙΚΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ


Το Σύνολο Εγχόρδων «Τόκιο» παίζει τη μεταγραφή της «Σονάτας για δύο πιάνα» του Μότσαρτ από τον Γιότζι Χατόρι (Φωτ.: Παππάς)

Ηχοι ζωντανοί
Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ
Στην εξωτική Ιαπωνία ήσαν αφιερωμένες οι μουσικές εκδηλώσεις που πρόσφερε το Μέγαρο Μουσικής κατά την τελευταία εβδομάδα του Νοεμβρίου (22-28/11/2009).
Το Σύνολο Εγχόρδων «Τόκιο» παίζει τη μεταγραφή της «Σονάτας για δύο πιάνα» του Μότσαρτ από τον Γιότζι Χατόρι (Φωτ.: Παππάς) Στο πλαίσιο της σειράς «Γέφυρες», παρακολουθήσαμε δύο συναυλίες που πραγματοποιήθηκαν σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Ιαπωνίας και το Ελληνοϊαπωνικό Εμπορικό Επιμελητήριο.
Η πρώτη δόθηκε από το Σύνολο «Τόκιο» (22/11). Η νεοπαγής ομάδα εγχόρδων ξεκίνησε το πρόγραμμά της με μια εύπλαστη, υποβλητική ανάγνωση της αρθρωτής σουίτας για ορχήστρα εγχόρδων «Τρεις μουσικές για τον κινηματογράφο» (1994-95) του Τόρου Τακεμίτσου. Ηταν τρεις σύντομες, αλά-Ντεμπισί ατμοσφαιρικές σκηνές, χρωματισμένες με στοιχεία χαρακτήρα που προσδιόριζαν λειτουργικά και ευανάγνωστα τον τόπο και τις διαθέσεις ισάριθμων ταινιών: τζαζίστικες αναφορές για τον νεοϋορκέζικης θεματικής Χοσέ Τόρες (Τεσιγκαχάρα, 1959), πένθος και θλίψη για την εφιαλτική Μαύρη Βροχή (Ιμαμούρα, 1989) και αιχμηρά ειρωνική διάθεση για το ψυχολογικό Πρόσωπο ενός Αλλου (Τεσιγκαχάρα, 1966).
Ακολούθησε μια απρόσμενα γοητευτική μεταγραφή της «Σονάτας για δύο πιάνα» του Μότσαρτ για δύο κουαρτέτα εγχόρδων και κοντραμπάσο από τον Γιότζι Χατόρι, αρχιμουσικό και πρώτο βιολί τού συγκροτήματος. Διατυπωμένη ως αυστηρή άσκηση πιστότητας ύφους, η μεταγραφή ήχησε όπως ένα μακροσκελές μοτσάρτειο ντιβερτιμέντο, με ανάλαφρη, φωτεινή διάθεση και νευρώδεις συμφωνικές αναπτύξεις στα έγχορδα. Η εκτέλεση χαρακτηρίστηκε από κομψότητα, ακρίβεια, εγρήγορση και αισθητά ανεβασμένα επίπεδα ενέργειας. Το δεύτερο μισό της βραδιάς άνοιξε η λυρική «Ολβια Ντόννα» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, του Νέστορα Ταίηλορ.
Η νεορομαντική, ανεπιτήδευτα μελωδική σύνθεση μάς ήταν γνωστή από προηγούμενη ακρόαση. Εδώ, αποδόθηκε με ευαισθησία και ακρίβεια από την υψίφωνο Μαρία Αλθέα Παπούλια και επιπλέον είχε την πολυτέλεια μιας αιθέριας ορχηστρικής συνοδείας. Η συναυλία ολοκληρώθηκε με τη «Σερενάτα» για έγχορδα του Ντβόρζακ. Καθαρόαιμα ρομαντικό έργο βασικού ρεπερτορίου για ορχήστρες εγχόρδων, με ευανάγνωστα «εθνικό» χαρακτήρα, η αρθρωτή σερενάτα παίχτηκε άψογα, με εύπλαστη φραστική, λαμπερό ήχο, νευρώδη απόδοση των ρυθμών και εκφραστική αμεσότητα. Εκτός προγράμματος οι Ιάπωνες μουσικοί πρόσφεραν τη δημοφιλέστατη «Σερενάτα» (υποτίθεται) του Χάιδν· πάνω στον χορευτικό βηματισμό από νυκτές νότες, κάθε όργανο παραλάμβανε διαδοχικά τη γνωστή, λικνιστική μελωδία δίνοντας ευκαιρία στους μουσικούς να προβάλουν την εκφραστική τους δεινότητα.
§Η ομποΐστρια Χριστίνα Παντελίδου και ο πιανίστας Απόστολος Παλιός, μέλη του «Ergon Ensemble» παίζουν τη σύνθεση «Moonreed» της Κέικο Χαράντα (Φωτ.: Παππάς) Την επομένη συναυλία (23/11) έδωσαν οι μουσικοί του «Ergon Ensemble», δηλαδή του μουσικού συνόλου του Φεστιβάλ Παξών, που εκπαιδεύονται κάθε χρόνο σε συγκεκριμένα ρεπερτόρια υπό την καθοδήγηση μελών της Διεθνούς Μουσικής Ακαδημίας «Ensemble Modern» (ΙΕΜΑ) (23/11/2009).
Τρία από τα έργα της βραδιάς -την «Προβολή» για τρίο εγχόρδων του Γιότζι Γιουάσα, την «Μισοξεχασμένη πόλη» για πιάνο-τέσσερα χέρια του Ντάι Φουτζικούρα και το «Τρίο Interlink» του Τόσι Ιτσιγιανάγκι- είχαμε ήδη ακούσει το καλοκαίρι, στο προπαρασκευαστικό πλαίσιο των σεμιναρίων στους Παξούς, τις δε άριστες εντυπώσεις είχαμε καταγράψει σε συνεχόμενες παρουσιάσεις (22/7, 5/8, 12/8). Οι ίδιοι ακριβώς ερμηνευτές επανέλαβαν τις εκτελέσεις τους στην αίθουσα «Νίκος Σκαλκώτας» του ΟΜΜΑ, αφήνοντας όμοια καλές εντυπώσεις. Η βραδιά ξεκίνησε με δυο άγνωστά μας έργα.
Πρώτα ακούστηκαν τα «Ιντερμέτζι Ι» για φλάουτο και πιάνο (1998) της Μισάτο Μοτσιζούκι με ζηλευτούς σολίστες την πιανίστρια Ai Μοτοχάσι-Σιδέρη και την φλαουτίστρια Μαρίνα Ταντανόζη. Ηταν ένα αρθρωτό κομμάτι πολύ χαλαρού ειρμού με βασική αναφορά τον ήχο γιαπωνέζικου ξύλινου πνευστού και έμπνευση από τη θεωρία περί «αποσπασματικού λόγου» του Ρολάν Μπαρτ. Παίρνοντας ως αφετηρία μια αργόσυρτη, αρχικά πιστή μίμηση του αυθεντικού ήχου, η μουσική εκτυλισσόταν ως ακραία αποσπασματική ακολουθία μικροεπεισοδίων που έμοιαζαν να «πλέουν» μέσα σε υποβλητικές σιωπές.
Σπαράγματα από ολισθαίνουσες νότες, μοναχικά στριγκά σφυρίγματα, απόκοσμοι ήχοι βγαλμένοι από το πιάνο με ανορθόδοξες μεθόδους -γρατζουνίσματα στις χορδές, χτύποι στο πλαίσιο κ.λπ.- στοιχειοθέτησαν ένα εξεζητημένα ερμητικό ακρόαμα. Ακολούθησε το «Καλάμι του φεγγαριού» για όμποε και πιάνο (2001) της Κέικο Χαράντα με τον πιανίστα Απόστολο Παλιό και την ομποΐστρια Χριστίνα Παντελίδου. Και εδώ, η συνειδητά και ακραία αντισυμβατική ηχητική εκφραστική της μουσικής -αληθινός άθλος για τον εκτελεστή του όμποε!- παρέπεμπε εξ ίσου στην ανεξάντλητη δυναμική της (μουσικής) γλώσσας. Μινιμαλιστικοί, στάγδην βηματισμοί από το πιάνο, πολύ παρατεταμένες, ανεπαίσθητα ολισθαίνουσες νότες δίχως καθόλου παλμό (vibrato) αλλά και κακόφωνα κρωξίματα ή κραυγές σαν από φοβισμένα πουλιά προσέδωσαν στο ακρόαμα τη διεγερτική φόρτιση παράδοξου επικοινωνιακού αιτήματος.
Συναυλίες έδωσε επίσης το Ελληνικό Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής υπό τον Θόδωρο Αντωνίου (24, 25, 26/11)

Ελευθεροτυπία 9/12/09

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

"Βιεννέζικος κλασικισμός από Ιάπωνες"

Του Νικου Α. Δοντα

Για όσους γνωρίζουν τη σοβαρή δουλειά που γίνεται στην Ιαπωνία σε σχέση με την κλασική μουσική, η εξαιρετική εμφάνιση του Τόκιο Ανσάμπλ στις 22 Νοεμβρίου δεν αποτέλεσε έκπληξη. Στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος», το Σύνολο (εγχόρδων) του Τόκιο υπό την διεύθυνση του Τζότζι Χατόρι εγκαινίασε την ιαπωνική εβδομάδα που διοργανώθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με μία υποδειγματική συναυλία: το πρόγραμμα περιελάμβανε έργα Τακεμίτσου, Μότσαρτ, Τέιλορ και Ντβόρζακ.
Η βραδιά ξεκίνησε με τρία αποσπάσματα από μουσική του Τόρου Τακεμίτσου για ισάριθμες κινηματογραφικές ταινίες. Η ποιότητα του ιαπωνικού συνόλου φανερώθηκε από την πρώτη νότα: ο ήχος των εγχόρδων, πλούσιος, ομοιογενής και εστιασμένος, απέδωσε με προφανή άνεση το επηρεασμένο από την τζαζ θέμα της ταινίας «Χοσέ Τόρες» του Χιρόσι Τεσιγκαχάρα (1959), την πένθιμη μουσική από τη «Μαύρη βροχή» του Σοχέι Ιμαμούρα (1989) και το νοσταλγικό βαλς –στον απόηχο ανάλογων του Νίνο Ρότα– από την ταινία «Πρόσωπο ενός άλλου» και πάλι του Τεσιγκαχάρα (1966).
Αιχμηρός ήχος
Ακολούθησε η ευφυής μεταγραφή της Σονάτας για δύο πιάνα Κ. 448 του Μότσαρτ από τον ίδιο τον Τζότζι Χατόρι για δύο κουαρτέτα εγχόρδων και κοντραμπάσο. Σπάνια έχει ακουστεί στην αίθουσα αυτή του Μεγάρου πιο αέρινος, κομψός και ακριβής Μότσαρτ, γεμάτος δύναμη και λάμψη. Το ύφος προσδιόρισε ο ίδιος ο Χατόρι, πρώτο βιολί, καλλιτεχνικός διευθυντής και ιδρυτής του συνόλου, με τον αιχμηρό και εντυπωσιακά ασφαλή ήχο του και με διατυπώσεις που, παρ’ ότι διέθεταν ορμή, δεν κατέληγαν γωνιώδεις. Το αργό δεύτερο μέρος δόθηκε με λυρισμό, χωρίς συναισθηματισμούς, ενώ το ζωηρό τρίτο σπινθηροβολούσε όπως του άρμοζε.
Κομψότητα
Το δεύτερο μέρος της βραδιάς ξεκίνησε με την «Ολβια Ντόννα» για υψίφωνο και ορχήστρα εγχόρδων, μία από τις ωραιότερες συνθέσεις του Νέστορα Τέιλορ σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη. Οι Ιάπωνες ανέδειξαν το έργο αποσαφηνίζοντας τις ενότητες της μουσικής, προβάλλοντας την εσωτερική ένταση που οδηγούσε στην πρώτη κορύφωση, δίνοντας παλμό στο πιο ρυθμικό τμήμα που ακολουθεί και αργότερα αναδεικνύοντας τη στοχαστική διάθεση της κατάληξης. Οσο υπολείπονταν σε ατμόσφαιρα το αναπλήρωναν σε ένταση και ακρίβεια. Σολίστ ήταν η Μαρία Αλθέα Παπούλια, που απέδωσε καλά το μέρος της υψιφώνου.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με τη Σερενάτα για έγχορδα του Ντβόρζακ και με την εκτός προγράμματος Σερενάτα του Χάιντ, στην πραγματικότητα είτε του Ρόμαν Χόφστετερ είτε του Μίχαελ Χάιντν. Η συναισθηματική εγκράτεια που χαρακτήρισε τις ερμηνείες της βραδιάς ταίριαξε καλύτερα στον κλασικισμό του «Χάιντν» απ’ ό, τι στη ρομαντική έκφραση του Ντβόρζακ: η κομψότητα και η ελαφράδα της ανάγνωσης προσδιόρισαν μία ερμηνεία μοναδικής χάρης.
"Καθημερινή" 6-12-09

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

"Από το σπάνιο ρεπερτόριο του πιάνου"

ΣΙΜΟΝ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ - ΝΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ

Ηχοι ζωντανοί
Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ

Μέσα στον Νοέμβρη ακούσαμε δύο πιανίστες σε ασυνήθιστα ενδιαφέροντα, διμερή προγράμματα. Πρώτος ο Γιαν Σιμόν, με αφορμή την επερχόμενη επέτειο των 200 χρόνων από τη γέννηση του Σοπέν (1810-1849), έδωσε στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» ένα ωραίο ρεσιτάλ, αφιερωμένο στον κορυφαίο Πολωνό συνθέτη του Ρομαντισμού (2/11/2009).
Στο πρώτο μισό της βραδιάς, ο 43χρονος Τσέχος πιανίστας πρότεινε ένα τρίπτυχο με έργα συμπατριωτών του. Ξεκίνησε με την εξόχως δραματική «Σονάτα «1.Χ.1905, Σκηνή δρόμου» του Λέος Γιάνατσεκ, την οποία απέδωσε με έντονη λυρική εσωστρέφεια αμβλύνοντας τις δεσπόζουσες συγκρουσιακές αιχμές της. Ακολούθησε η «Σονάτα αρ.1» (1981) του Λαντισλάβ Σιμόν, πατέρα του πιανίστα και μαθητή του Αλόις Χάμπα. Ηταν ένα εκτενές, ζωηρό, πλούσιο σε εναλλαγές κομμάτι, δημιουργική «αναμέτρηση» του συνθέτη με την τζαζ, που παίχτηκε με νεύρο και σωστή αίσθηση της ρευστής φραστικής. Η παρουσία της μεσοπολεμικής τζαζ -αυτή τη φορά σε συνάντηση με εθνικοσχολικούς τόνους- κυριάρχησε και στους «Τρεις τσέχικους χορούς, Η.154» (1926) του Μαρτινού, τους οποίους ο Σιμόν ερμήνευσε υποδειγματικά τονίζοντας με χορευτική ελαφράδα τους νευρώδεις, συγκοπτόμενους ρυθμούς. Το ρεσιτάλ ολοκληρώθηκε με Σοπέν. Λικνιστική ελαφράδα, απαλός καλοεστιασμένος ήχος και αβίαστες αυξομειώσεις ταχυτήτων χάρισαν στις «Τέσσερις μαζούρκες, έργο 17» ωστικό σφρίγος και κομψότητα έκφρασης ενώ η διακριτική παραγραφοποίηση εξασφάλισε άνετο χώρο για ψυχολογική εκτόνωση της μουσικής. Παρ' ότι στο εκτενές εναρκτήριο μέρος «Σονάτα αρ.2» ο Σιμόν φάνηκε προς στιγμήν να αγγίζει τα όριά του στην προσπάθειά του να διατηρήσει συνοχή στον ειρμό παρά τις ακραίες συγκρουσιακές εντάσεις της μουσικής, τελικά αντιμετώπισε τα μείζονα μουσικοδραματικά μεγέθη της μουσικής αυτής με τεχνική επάρκεια και αυτοπεποίθηση. Στο «Πένθιμο εμβατήριο» έπεισε απόλυτα με το συναισθηματικό βάρος των πιανισμών του σταθερού ρυθμικού βηματισμού, ενώ στο καταληκτικό Presto μάς εξέπληξε με τη λαμπρότητα των αριστοτεχνικά δοσμένων πιανιστικών πυροτεχνημάτων και το αθλητικό σφρίγος των ακραίων επιβραδύνσεων/επιταχύνσεων της φραστικής. Ανταποκρινόμενος με περισσή γενναιοδωρία στον ενθουσιασμό του ακροατηρίου, ο Σιμόν πρόσφερε εκτός προγράμματος το «Σκέρτσο αρ. 1».
* Μια εβδομάδα αργότερα, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της ΚΟΑ στην Εθνική Πινακοθήκη, ο Στέφανος Νάσος έδωσε ένα ρεσιτάλ με επίκεντρο τον Μπετόβεν (10/11/2009). Η βραδιά ξεκίνησε με την αφιερωμένη στον Χάυδν «Σονάτα αρ. 3». Παρ' ότι είχε στη διάθεσή του ένα θηριώδες «Σταϊνγουέι» -πόσο πιο ταιριαστό στο έργο και την ακουστική του χώρου θα ήταν ένα πιανοφόρτε!- ο πιανίστας έπαιξε με γοργές ταχύτητες και ελεγχόμενες, ακραίες διακυμάνσεις δυναμικής, στεγνό ήχο, σκληρή, καθαρή άρθρωση και κοφτές σωστά χρονισμένες στίξεις. Συμβατικά στομφώδεις εξαγγελίες που εναλλάσσονταν με παραγράφους ανέμελα κελαρυστών πιανισμών, ηχητικό βάρος, μουσικό συντακτικό όλα, ακόμη και το τυπικά μπετοβενικό χιούμορ με το ξάφνιασμα του βιαστικού φινάλε, ήχησαν ταιριαστά στο ύφος και την εποχή της πρώιμης μπετοβενικής σονάτας. Συνειδητά διαφοροποιημένη ήταν η εκτέλεση της ώριμης «Σονάτας αρ.24, έργο 78». Την ερμηνεία όρισε εδώ οικονομία εκφραστικών μεγεθών αισθητά μεγαλύτερου εύρους: η φραστική διέθετε μεγαλύτερο βάρος, η δυναμική εντονότερες αντιθέσεις, η απόδοση της εγκεφαλικής γραφής διέθετε στοχαστικότητα και η ανέλιξη του μουσικού ειρμού έπειθε πως υπάκουε σε μια συνολική οπτική του έργου. Στο δεύτερο μισό της βραδιάς, ο Νάσος πρότεινε μια ανθολογία νεότερων έργων. Ξεκίνησε με την πρώτη ελληνική παρουσίαση του «Περιμένοντας το αεροπλάνο» (1990) του Γιάννη Ψαθά. Ηταν ένα ονειρικό, σύντομο κομμάτι ευανάγνωστης ψυχολογικής θεματικής, βασισμένο σε υπνωτικό μινιμαλιστικό συνεχές επί του οποίου αναδύονταν φευγαλέα σπαράγματα φράσεων και μελωδιών. Ακολούθησε το «Εγκώμιο στον Ραβέλ» (1925) του Αιμίλιου Ριάδη, μια σειρά τριών κομματιών στην οποία ο Θεσσαλονικιός συνθέτης αναπαράγει το ραβελικό πρότυπο μεταλλάσσοντας έσωθεν την ηδυπαθή πτητικότητα του ήχου και την τρυφερότητα της γραφής του προτύπου με αιχμές πυρετώδους δραματικής έντασης. Νευρώδης, δυναμική και λαμπερή, η ερμηνεία του Νάσου υπηρέτησε το μουσικό αυτό «εγκώμιο» υποδειγματικά. Το ρεσιτάλ ολοκληρώθηκε στην ελαφρότερη φλέβα του Ρομαντισμού, με ένα μουσικό κολάζ ευαίσθητων παραθέσεων. Τέσσερα από τα «Δέκα κομμάτια για πιάνο» (1909) του Σιμπέλιους και τέσσερα από τις «Εποχές» (1875-76) του Τσαϊκόφσκι δόθηκαν εναλλάξ, με άνεση και σωστή αίσθηση του ειδικού βάρους εκάστου, συνθέτοντας μιαν ακολουθία προοδευτικά όλο και πιο φωτεινών διαθέσεων. *
Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία" 2/12/2009