Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Μίσα Μάισκι: ακμαίος και αυτάρεσκος

Ο τσελίστας, συνοδευόμενος στο πιάνο από την κόρη του,
εμφανίστηκε στο Μέγαρο Μουσικής (φωτογρ.: Μπίλιος)

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ "Ελευθεροτυπία 26/10/2010"
Με ρεσιτάλ μουσικής δωματίου του Μίσα Μάισκι και αισθητή καθυστέρηση σε σχέση με άλλες χρονιές εγκαινίασε τη νέα καλλιτεχνική περίοδο ο ΟΜΜΑ (14/10/2010). Ασφαλώς δεν ήταν η πρώτη φορά που ο διεθνούς φήμης τσελίστας έπαιζε για το αθηναϊκό κοινό: τον έχουμε ξανακούσει παλαιότερα στο Μέγαρο Μουσικής και στο Φεστιβάλ Αθηνών, σε μουσική δωματίου και συμφωνικό ρεπερτόριο.
Στο ρεσιτάλ του στην πραγματικά κατάμεστη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» τον συνόδευσε η 23χρονη κόρη του, Λίλι Μάισκι.
Οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε ήταν αισθητά άνισες, κατ' αρχήν λόγω της ετερόκλητης σύνθεσης του προγράμματος, του οποίου το β' μέρος περιλάμβανε αποκλειστικώς σύντομα χαρακτηριστικά κομμάτια ισπανικής μουσικής από αυτά που άλλοι σολίστες προσφέρουν... εκτός προγράμματος. Αλλά και του α' μέρους οι ερμηνείες ήχησαν συχνά εκτός ισορροπίας. Βεβαίως, ουδείς αμφισβητεί ότι ο 62χρονος Μάισκι είναι ένας από τους ακμαίους, απολύτως κορυφαίους τσελίστες του παρόντος. Ομως, με εξαίρεση το εναρκτήριο μπετοβενικό κομμάτι που παίχτηκε ισορροπημένα, τα υπόλοιπα δύο ήχησαν ως αυτάρεσκες επιδείξεις δεξιοτεχνίας.
Οντως, οι «Επτά παραλλαγές στο θέμα του ντουέτου Παμίνας-Παπαγκένο από τον Μαγικό Αυλό του Μότσαρτ» δόθηκαν με ωραίο ήχο και αβίαστο ειρμό, ευαίσθητο πλάσιμο φραστικής, ταιριαστά τραγουδιστική μελωδικότητα και ευφυείς υπογραμμίσεις των υφολογικών «πάρε-δώσε» μεταξύ Μότσαρτ και Μπετόβεν. Αντίθετα, η τσελιστική μεταγραφή των «Φανταστικών κομματιών για κλαρινέτο-πιάνο» του Σούμαν και η ώριμη «Σονάτα για τσέλο» του Ντεμπισί εκτελέστηκαν -αν και τεχνικώς άψογα- με ακραία υψηλές ταχύτητες και αντιθέσεις δυναμικής, που δεν επέτρεπαν στον ήχο να εκτονωθεί και συμπίεζαν παραμορφωτικά το ξετύλιγμα της μουσικής αφήγησης.
Μοιραία, η διαδικασία πρόσληψης σύρθηκε σε έναν αγώνα δρόμου που ακύρωνε την απόλαυση, ενώ ακόμη και όσοι γνώριζαν τα έργα αυτά άριστα, δυσκολεύονταν να παρακολουθήσουν το ακρόαμα. Ομολογουμένως, στη δυσκολία αυτή συνέτεινε και το μεγάλο μέγεθος της αίθουσας σε σχέση με την ηχητική χροιά του τσέλου, κάτι που ο σολίστας θα όφειλε ίσως να είχε λάβει υπόψη του.
Στο β' μέρος, η παρέλαση δημοφιλών κομματιών των Γκρανάντος, Αλμπένιθ, Κασαδό και Ντε Φάγια ενθουσίασε το ακροατήριο, στο επίμονο χειροκρότημα του οποίου ανταποκρίθηκε ο Μάισκι προσφέροντας ακόμη τρία σύντομα κομμάτια -αυτή τη φορά εκτός προγράμματος!- των Σκριάμπιν, Σοστακόβιτς και Ρίχαρντ Στράους.
Ανισο αφιέρωμα στον Σούμαν
Στον Σούμαν (1810-1856), κορυφαίο συνθέτη του Γερμανικού Ρομαντισμού, από τη γέννηση του οποίου συμπληρώθηκαν φέτος 200 χρόνια, ήταν αφιερωμένο το ρεσιτάλ που έδωσαν η πιανίστρια Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου και η υψίφωνος Φανή Αντωνέλου στο Ινστιτούτο Γκέτε (11/10/2010). Η υπόγεια αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη από ποικίλης σύνθεσης φιλόμουσο κοινό. Οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε από το ρεσιτάλ ήταν έντονα άνισες. Η ιδιαίτερη σχέση της Ελληνίδας πιανίστριας με τον Σούμαν είναι γνωστή και βεβαίως δεν ήταν η πρώτη φορά που την ακούγαμε να ερμηνεύει έργα του. Προλογισμένες από την πιανίστρια με σύντομα, περιεκτικά και εύστοχα, εισαγωγικά σχόλια, οι αναγνώσεις της «Κραϊσλεριάνας» και των «Οκτώ κομματιών φαντασίας» έργο 12 χαρακτηρίστηκαν από υπερβολικά υψηλά επίπεδα ενέργειας που συχνά υπονόμευαν τη συνοχή της μουσικής. Τραχιές, βάναυσες εξάρσεις δυναμικής, ενίοτε βαρύς και δυσκίνητος ήχος και κατά τόπους νευρικό παίξιμο, αντί να συνθέτουν αρμονικά τις χαρακτηριστικές, εγγενείς αντιθέσεις της ανήσυχης γραφής του Σούμαν, παρήγαν μουσικό ειρμό ασυνεχή και αποσπασματικό.
Η προσέγγιση αυτή ουδόλως εμπόδιζε κάποια μέρη -π.χ. το κελαρυστό αρ.7 και το γεμάτο σπουδή καλπασμό του αρ.8 της «Κραϊσλεριάνας», τα αρ.2 και αρ.7 του έργου 12- να ηχήσουν αίφνης θαυμάσια. Επίσης ευνόησε ιδιαίτερα τα αργά, λυρικά, εσωστρεφή κομμάτια προσδίδοντάς τους υποβλητικό βάρος και βάθος. Το β' μισό της βραδιάς άνοιξε η υψίφωνος Φανή Αντωνέλου τραγουδώντας τον «Κύκλο 12 τραγουδιών» σε ποίηση Αϊχεντορφ. Βραβευμένη σε ουκ ολίγους διεθνείς διαγωνισμούς και με ικανή σκηνική εμπειρία σε όπερα, η Ελληνίδα λυρική τραγουδίστρια κατέχει μία καλοεστιασμένη φωνή άψογης ορθοτονίας, αλλά μάλλον ρηχή, με το κέντρο βάρους της αρκετά ψηλά, η οποία αντί για φυσικό παλμό (vibrato) έχει ένα γρήγορο τρέμολο. Οι ερμηνείες της υπήρξαν ελεύθερες λαθών, προσεκτικά αρθρωμένες, δοσμένες με αντίληψη του δραματικού βάρους της μουσικής, απλά, λόγω του ιδιάζοντος χαρακτήρα της φωνής, ήχησαν κάπως παράδοξα. *

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Μουσικές εξομολογήσεις Ζερμπίνου και Λογιάδη

Του Νικου Α. Δοντα "Καθημερινή 24/10/2010"
Μία απρόσμενη μουσική συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 15 Οκτωβρίου στο θέατρο Κάππα, στο πλαίσιο του κύκλου συναυλιών υπό τον γενικό τίτλο «Μουσικός Οκτώβριος»: ο ακορντεονίστας Χρήστος Ζερμπίνος και ο Μίλτος Λογιάδης, αυτή τη φορά στο πιάνο, απέδωσαν ένα πρόγραμμα που στο πρώτο μισό περιλάμβανε μουσική από το θέατρο και τον κινηματογράφο, ενώ στο δεύτερο καταρτίστηκε από κομμάτια του Μάνου Χατζιδάκι.
Η έκπληξη ήταν μεγάλη, καθώς μέσα στη γενικότερη βαριά ατμόσφαιρα των ημερών, η συγκεκριμένη μουσική πρόταση αποδείχτηκε πάνω απ’ όλα ειλικρινής κατάθεση ψυχής από μέρους των δύο μουσικών, και όχι ακόμα μία βραδιά ρουτίνας. Σπάνια δίνεται η ευκαιρία να ακούσει κανείς τον Χρήστο Ζερμπίνο, κι είναι κρίμα διότι πρόκειται για έναν από τους πιο ολοκληρωμένους μουσικούς του είδους. Δεν είναι τόσο ότι κατορθώνει να αποσπάσει από το ακορντεόν μυριάδες αποχρώσεις, γεγονός από μόνο του αξιοθαύμαστο.
Είναι κυρίως η συγκίνηση που μεταδίδουν οι ερμηνείες του, η εκφραστικότητα και η μουσικότητα με την οποία επενδύει κάθε φράση. Η σίγουρη τεχνική του, η χωρίς προβλήματα δεξιοτεχνία, η φαντασία και το καλό του γούστο, όπως φάνηκε σε αρκετά σημεία αυτοσχεδιασμού, δεν ήσαν αυτοσκοπός, αλλά υπηρετούσαν σε κάθε στιγμή την έκφραση των χαμηλόφωνων εξομολογήσεων.
Αέρινοι αυτοσχεδιασμοί
Η βραδιά ξεκίνησε με ένα τραγούδι του Τσάρλι Τσάπλιν. Ακολούθησε ένας εκτενής συναισθηματικά φορτισμένος μονόλογος για ακορντεόν του Κάρλος Γαρδέλ. Στη συνέχεια οι δύο μουσικοί συνεργάστηκαν για γνωστές μελωδίες όπως το «Oblivion» - «Λήθη» του Αστορ Πιατσόλα, η πρώτη από τις «Γυμνοπαιδιές» του Ερίκ Σατί, το θέμα από τον «Ταχυδρόμο» - «Il postino» του Λουί Μπακάλοφ και το δεύτερο Βαλς από τη δεύτερη «Σουίτα τζαζ» του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, φόρος τιμής στη Βιέννη του Γιόχαν Στράους υιού. Ενδιάμεσα ακούστηκε μία σύνθεση του ίδιου του Ζερμπίνου που γράφηκε μετά από παραγγελία της «Ορχήστρας των Χρωμάτων» προκειμένου να συνοδεύσει ταινία του βωβού, καθώς επίσης το «Τραγούδι του Μάνου» του Νίκου Πλατύραχου.
Αφιερωμένο στον Μάνο
Το δεύτερο μέρος της βραδιάς ήταν αφιερωμένο αποκλειστικά σε συνθέσεις του Μάνου Χατζιδάκι από το «Χάρτινο το φεγγαράκι» ώς την «Πορνογραφία». Αφήνοντας την μπαγκέτα του αρχιμουσικού κατά μέρος, ο Μίλτος Λογιάδης αποδείχτηκε τρυφερός και συναισθηματικός στο πιάνο, παρέχοντας ταυτόχρονα με τον καθαρό και ζυγισμένο ήχο του την απαραίτητη στέρεη βάση για τους αέρινους αυτοσχεδιασμούς του Ζερμπίνου.
Το βράδυ της προηγουμένης εγκαινίασε τη φετινή του καλλιτεχνική περίοδο το Μέγαρο Μουσικής, με μια εκδήλωση από κάθε άποψη ισχνή ανάμνηση της σπαταλημένης ευμάρειας του παρελθόντος. Η αναφορά σε αυτή την εκδήλωση μπορεί να περιμένει μέχρι την ερχόμενη εβδομάδα.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

«Ρώσικα Χριστούγεννα» από την Κρατική Αθηνών

Του Νικου Α. Δοντα "Καθημερινή 17/10/2010"
Με ένα δημοφιλές πρόγραμμα έκλεισε τη χρονιά της η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (ΚΟΑ). Στις 30 Δεκεμβρίου, στην Αίθουσα Φίλων της Μουσικής, ο Μύρων Μιχαηλίδης διηύθυνε τη Σουίτα έργο 71α από τον «Καρυοθραύστη» του Πιότρ Τσαϊκόφσκι, το δεύτερο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Σεργκέι Ραχμάνινοφ και την «Σεχραζάντ» του Νικολάι Ρίμσκι - Κόσρακοφ. Εάν βασικός στόχος ήταν η πληρότητα της αίθουσας, ασφαλώς πέτυχε.
Τόσο οι ποικίλοι χοροί από το μπαλέτο του Τσαϊκόφσκι όσο επίσης οι τέσσερις ενότητες και οι υποενότητες της «Σεχραζάντ» στηρίζονται στις σολιστικές ικανότητες αρκετών από τους μουσικούς της ορχήστρας. Οι συγκεκριμένες παρτιτούρες προβλέπουν αρκετά μέρη, άλλοτε σύντομα άλλοτε εκτενέστερα, που βασίζονται είτε σε ένα μουσικό είτε στη συνεργασία περισσοτέρων. Τόσο ο Τσαϊκόφσκι όσο και ο λαμπρός ενορχηστρωτής Ρίμσκι - Κόρσακοφ εμπιστεύονται βασικά θέματα στο όμποε, στο κλαρινέτο, στο φλάουτο και στο πίκολο φλάουτο, στο τσέλο, στο κόρνο, στην άρπα και σε άλλα όργανα. Δεν είναι διακοσμητικά, δεν δημιουργούν απλώς χρώμα ή ατμόσφαιρα. Τις περισσότερες φορές καθορίζουν τη μουσική, καθώς συχνά αποδίδουν το βασικό μελωδικό θέμα ή σχολιάζουν όσα διατυπώνει η ορχήστρα.
Την βραδιά της 30ής Δεκεμβρίου, οι σολίστες–μουσικοί της ΚΟΑ δεν φάνηκαν προετοιμασμένοι στον ίδιο βαθμό. Στο έργο του Τσαϊκόφσκι το αποτέλεσμα ήταν άνισο, καθώς ορισμένα μέρη κυλούσαν ομαλά, απρόσκοπτα ή και αέρινα όπου ήταν ζητούμενο, ενώ άλλα υπολείπονταν σε ακρίβεια, σε ύφος ή και στα δύο.
Γεμάτος ήχος
Ανάλογες ήσαν οι επιφυλάξεις για τη «Σεχραζάντ». Το έργο επανέρχεται συχνά στα προγράμματα της ορχήστρας, επιλογή που δύσκολα κατανοεί κανείς, αφού αμετάβλητες μοιάζουν οι αδυναμίες του πρώτου βιολιού της ορχήστρας στο αποφασιστικής σημασίας σολιστικό μέρος που του εμπιστεύεται ο συνθέτης.
Ανάμεσα σε Τσαϊκόφσκι και Ρίμσκι - Κόρσακοφ ακούστηκε το 2ο Κοντσέρτο για πιάνο του Ραχμάνινοφ με σολίστα τον Αλεξέι Ναμπιούλιν. Ο πιανίστας έπαιξε με αυτοπεποίθηση, γεμάτο ήχο και την απαραίτητη δεξιοτεχνία. Ερμήνευσε με τις αναμενόμενες πλατιές χειρονομίες τις σελίδες του Ραχμάνινοφ που ξεχειλίζουν από συναίσθημα και κράτησε σε ισότιμο επίπεδο τον διάλογο με τα όργανα της ορχήστρας στο λυρικό δεύτερο μέρος. Η δύναμή του παρέσυρε την ορχήστρα που δεν δίσταζε να επιβεβαιώνει την υπεροχή της ισχύος της.
Ο Μύρων Μιχαηλίδης απέδωσε ανάλαφρα και με χορευτική διάθεση τη μουσική του Τσαϊκόφσκι. Στο έργο του Ρίμσκι - Κόρσακοφ ο αρχιμουσικός οδήγησε την ΚΟΑ με πλαστικότητα και εξασφάλισε την ποικιλία εναλλαγών που έχουν ανάγκη τα επεισόδια των εξωτικών αφηγήσεων της Χαλιμάς, πηγή έμπνευσης του Ρώσου συνθέτη. Στο τέλος του έργου, ο ενθουσιασμός οδήγησε σε ακραίες εντάσεις.

Πέντε νέοι σολίστες διεκδικούν την προσοχή μας

Οι πέντε σολίστες στην συναυλία της ΚΟΑ: ο κιθαριστής Ιωάννης Ανδρόγλου, η αρπίστρια Σίσσυ Μακροπούλου, ο βιολιστής Λεονίντα Κόζα και οι πιανίστες Νεφέλη Μούσουρα και Δημήτρης Μαρίνος

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ "Ελευθεροτυπία 19/10/2010"

Ντοκιμαντέρ που παρουσιάζει ομαδικούς γάμους αφρικανικών φυλών θυμίζει η μεθόδευση με την οποία η καλλιτεχνική διεύθυνση της ΚΟΑ συστήνει, στους φιλόμουσους, επιλεγμένους νέους σολίστες.
Κυριολεκτικά τούς στοιβάζει στις πρώτες και τελευταίες συναυλίες κάθε χρονιάς. Τέτοιες συναυλίες ασφαλώς δεν στερούνται ενδιαφέροντος, ωστόσο αδικούν τους παρουσιαζόμενους, υποβάλλοντάς τους άνευ λόγου σε ισοπεδωτικά επάλληλες αντιπαραβολές.
Επιπλέον, διαβάζοντας τα βιογραφικά των πέντε μουσικών αυτής της συναυλίας, όπως και εκείνα των τεσσάρων του περασμένου Ιουνίου, εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιοι εξ αυτών θα επιμείνουν στην ανάπτυξη σταδιοδρομίας ως σολίστες συναυλιών; Φυσικά η ερώτηση και δεν έχει οριστική απάντηση.
Ομως οι ενδείξεις είναι αρκετά σαφείς και, ως τέτοιες, καθιστούν μάλλον ασαφές το γιατί αυτοί -ή κάποιοι εξ αυτών- κατευθύνονται να συμμετάσχουν σε μια μαζική «συναυλία νέων καλλιτεχνών» και όχι σε μία «κανονική»...
Παρέλαση ταλέντων
Ολα τα παραπάνω ίσχυαν για τη δεύτερη συναυλία της ΚΟΑ υπό τον Βύρωνα Φιδετζή στην αρχή της περιόδου 2010-11 (8/10/2010) -το σύνολο περιμένει από τις 30 Ιουλίου διορισμό νέου καλλιτεχνικού διευθυντή από το ΥΠΠΟΤ.
Η βραδιά ξεκίνησε απολαυστικά με τη σύνθεση «Andante spianato et Grande Polonaise brillante» για πιάνο και ορχήστρα του Σοπέν. Ικανότατη πιανίστρια, με άριστη συναίσθηση του ύφους της μουσικής και φανερές ανέσεις δεξιοτεχνίας, η Νεφέλη Μούσουρα ερμήνευσε τα δύο σαφώς διακριτά μέρη με αντίστοιχα ξεκάθαρες διαφοροποιήσεις. Το μεν ασυνόδευτο πρώτο δόθηκε ως «Νυχτερινό», δηλαδή χαμηλόφωνα, λυρικά, με αιθέριες φωτοσκιάσεις και ρευστή, ταιριαστά τραγουδιστή μελωδική φραστική, το δε δεύτερο ως εξωστρεφές, λαμπερό, δεξιοτεχνικό κομμάτι κοντσέρτου, με σφριγηλά αρθρωμένη, χορευτική φραστική και ρωμαλέες εξάρσεις δυναμικής.
Ακολούθως ο Λεονίντα Κόζε έπαιξε το «Κοντσέρτο για βιολί» (1939-41) του Μπάρμπερ. Οχι άστοχα, ο ανερχόμενος Αλβανός βιολιστής προσέγγισε το γλυκερό, καθυστερημένα (νεο)ρομαντικό κοντσέρτο του υπερτιμημένου Αμερικανού συνθέτη με αυστηρότητα, τεχνική ακρίβεια και συναισθηματική συγκράτηση.
Αν η προσέγγιση αυτή δεν ευνόησε το κοινότοπα μελωδικό Allegro, που πρόβαλε εκφραστικά κάπως στεγνό και αβέβαιο, «έσωσε» όμως το εσωστρεφές Andante, προσδίδοντας υποβλητικά πυρετώδη ένταση στα σόλι του βιολιού. Ομοίως ευτύχησε και το σύντομο, δεξιοτεχνικό Presto in moto perpetuo που παίχτηκε ακριβώς όπως ταίριαζε: αριστοτεχνικά και σβέλτα, με εστιασμένο ήχο και αψεγάδιαστη ακρίβεια.
Το δεύτερο μισό της βραδιάς ξεκίνησε με δυο κοντσέρτα για νυκτά όργανα. Ο Ιωάννης Ανδρόγλου πρότεινε το δημοφιλές «Κοντσέρτο Αρανχουέθ» του Ροντρίγκο.
Υποστηριζόμενος από υποδειγματικά ισορροπημένη ηλεκτρονική ενίσχυση του ήχου του σολιστικού οργάνου, ο Γιαννιτσιώτης κιθαρίστας διέπλασε μια εκτέλεση ιδιαίτερα προσεκτική και ακριβή, αν και όχι με την αναμενόμενη συγκινησιακή αμεσότητα. Με φόντο τη νευρώδη ορχηστρική, καλοεστιασμένη συνοδεία της ΚΟΑ, το αναλυτικό παίξιμό του υπηρέτησε τη δημοφιλή παρτιτούρα του Ισπανού συνθέτη με μια ακτινογραφικής διαφάνειας και καθαρότητας ανάγνωση.
Η απόλαυση
Στο περιπαθές, λυρικό Adagio, πασίγνωστο στην Ελλάδα της δεκαετίας του '60 ως εισαγωγικό σήμα πρωινού ραδιορομάντζου, ο σολίστας παρέλαβε το κύριο θέμα από το υπέροχα ελεγειακό αγγλικό κόρνο της Χριστίνας Παντελίδου.
Ακολούθησε ο «Ιερός και κοσμικός χορός» για άρπα και έγχορδα του Ντεμπισί. Στο αιθέριο και σύντομο αυτό αριστούργημα του μουσικού εμπρεσιονισμού χάρισε τελειοθηρικά πλασμένη ανάγνωση η 25χρονη Σίσσυ Μακροπούλου· ακριβές, νευρώδες, ρυθμικά σφριγηλό δίχως περιττούς τονισμούς, το παίξιμό της πρόσφερε καθαρή απόλαυση.
Η συναυλία ολοκληρώθηκε με τη «Γαλάζια Ραψωδία» του Γκέρσουιν. Το εμβληματικό για την αμερικανική μουσική του μεσοπολέμου έργο τοποθετήθηκε στο τέλος προφανώς για να κερδίσει -ή μάλλον να διασκεδάσει- τις εντυπώσεις από την αλλεπάλληλη διαδοχή κοντσέρτων.
Ομως η εκτέλεση ήταν συνολικά μέτρια. Αρχής γενομένης με την υφολογικά ατελή απόδοση της περίφημης σολιστικής εισαγωγής από το κλαρινέτο, ο Φιδετζής δεν μπόρεσε να αντλήσει από την ΚΟΑ ούτε το υφέρπον ρυθμικό λίκνισμα ούτε το ειδικό βάρος ήχου -απομίμηση λαμπερού ήχου Big Band- που απαιτεί το πασίγνωστο αυτό υβρίδιο συμφωνικής τζαζ.
Από μέρους του, όπου κυριαρχούσε αδιαπραγμάτευτα το πιάνο -π.χ. η νωχελική, σαν αυτοσχεδιαστική έκθεση του βασικού θέματος ή οι γεμάτες ορμή, καταιγιστικές παράγραφοι που οδηγούν στο φινάλε- ο πιανίστας Δημήτρης Μαρίνος απέδειξε ότι κατανοεί καλά τη σύνθετη ταυτότητα της πολλαπλά υβριδικής μουσικής του Γκέρσουιν και κατέχει τη δεξιοτεχνική επάρκεια να την αναδείξει· όμως, στις παραγράφους με ορχήστρα ο κάπως αδύναμος ήχος του χανόταν ολοκληρωτικά. *

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Ανευρη έναρξη με «Κάρμεν»

Η ανυπότακτη Κάρμεν (Μαίρη-Ελεν Νέζη) συναντά το θάνατο
στην αγκαλιά του Δον Χοσέ (Ρούμπενς Πελιτσάρι)

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ "Ελευθεροτυπία 12-10-2010"
Τι πιο ταιριαστό για τη Λυρική Σκηνή από το να μας πρόσφερε φέτος το -και διεθνώς- πρώτο σύγχρονο σκηνικό ανέβασμα της «Αδελφής Βεατρίκης» του Μητρόπουλου, υπενθυμίζοντας και επιβεβαιώνοντας την εθνική της αποστολή σε πολλαπλά χαλεπούς καιρούς!
Αντίθετα, επιμένοντας «λαϊκά», μας μπουκώνει επαναλήψεις και αναβιώσεις, αρχής γενομένης με την «Κάρμεν», η οποία εγκαινίασε την πτωχότερη ίσως, και σίγουρα λιγότερο εμπνευσμένη καλλιτεχνική περίοδο της ιστορίας της (9/10/2010).
Στην άνευρη αναβίωση της συμβατικής σκηνοθεσίας του Βασίλη Νικολαΐδη (2002) πρωταγωνίστησε μια νέα, όχι απόλυτα εύστοχη διανομή τραγουδιστών. Τον επώνυμο ρόλο έφερε η μεσόφωνος Μαίρη-Ελεν Νέζη, επιλογή που, δεδομένης της μακράς, επιτυχούς ενασχόλησής της με το μπαρόκ, σίγουρα ξάφνιασε. Εμπειρη, ακμαία μονωδός η Νέζη, τραγούδησε με ακρίβεια και άνεση που εντυπωσίασαν, αξιοποιώντας με τέχνη την ωραία, ευκίνητη, άριστα εστιασμένη φωνή της.
Ομως η παρτιτούρα απαιτεί σαφώς διαφορετικές ισορροπίες: πιο σκούρα ηχοχρώματα, πιο αδρή υφή, άλλες κατανομές δυναμικής. Αλλά και σκηνικά -με εξαίρεση τη βίαιη, προδρομικά βεριστική τελική σκηνή, όπου η μουσική υπερασπίζεται απόλυτα τον εαυτό της- η ανάλαφρη, λαμπερή Κάρμεν της δεν ανέδιδε την επικίνδυνη ερωτική σαγήνη, την επιθετικότητα του αδίστακτου αρπακτικού, τον αυθάδη σαρκασμό, την αγέλαστη αποφασιστικότητα απέναντι στη συναίσθηση του μοιραίου.
Ολα αυτά τονίστηκαν από τη σκηνική και φωνητική αντιπαράθεσή της με τον ιδανικά μεσογειακό Δον Χοσέ του Ρούμπενς Πελιτσάρι. Ο Ιταλός τενόρος, που είχαμε ακούσει το καλοκαίρι στην Μπρέγκεντς ως Ρανταμές («Ε» 18/8/2010), διέθετε τα σωστά φωνητικά προσόντα -χροιά, σφρίγος, ρωμαλέα δυναμική- που απαιτεί ο ρόλος, αλλ' επιπλέον αίσθηση ύφους, (ελεγχόμενη) τραχύτητα και πειστική δραματική αμεσότητα. Φωνητικά και σκηνικά αξιοπρεπής υπήρξε η Μαρία Μητσοπούλου ως Μικαέλα, σκηνικά όχι αρκετά πειστικός ο Δημήτρης Κασιούμης ως Εσκαμίγιο. Την παράσταση διηύθυνε με σφρίγος ο Ηλίας Βουδούρης.
Ανισος φόρος τιμής σε Μάλερ και Μητρόπουλο
Φέτος η συμπλήρωση 50 χρόνων από το θάνατο του Δημήτρη Μητρόπουλου (1896-1960) και 150 από τη γέννηση του Μάλερ (1860-1911), υπενθυμίζουν σημαδιακά την αποφασιστική συνεισφορά του Ελληνα αρχιμουσικού στην καθιέρωση της μουσικής του Βοημού συνθέτη μεταπολεμικά. Ανταποκρινόμενα σε πρόταση του μουσικολόγου Απόστολου Κώστιου, τα Μουσικά Σύνολα του Δήμου Αθηναίων τίμησαν τη διπλή επέτειο παρουσιάζοντας τη μαλερική «Συμφωνία αρ.3» υπό τον Λουκά Καρυτινό (Μέγαρο Μουσικής, 27/9/2010).
Ο Ελληνας αρχιμουσικός απέδειξε ότι κατανοεί τις ιδιαίτερες, υψηλές τεχνικές απαιτήσεις της «πολυεπίπεδης» μουσικής αφήγησης του Μάλερ και διαθέτει τη μουσική ευαισθησία να ανταποκριθεί στη σύνθετη δραματολογία της. Σε αδιάλειπτη εγρήγορση υπαγόρευσε διαφοροποιήσεις ταχυτήτων, διατήρησε συνεκτικά σταθερούς βηματισμούς, όρισε παραγραφοποιήσεις, επίπεδα και παρενθέσεις στη μουσική αφήγηση. Ατυχώς για όλους -των τιμωμένων συμπεριλαμβανομένων!- η συναυλία υπήρξε καταφανώς άνιση.
Είναι απολύτως σαφές ότι η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων δεν διαθέτει ούτε την εμπειρία ούτε το επίπεδο τεχνικής επάρκειας που θα της επέτρεπε να αναμετρηθεί επιτυχώς με τέτοια έργα· ομοίως τα φωνητικά σύνολα που συμμετείχαν. Η απουσία ικανών διαβαθμίσεων δυναμικής σε έγχορδα και πνευστά κατέστρεψε ατμόσφαιρες και ακύρωσε νοηματικές διαφοροποιήσεις επιπέδων στη μουσική ανάγνωση. Ελλείμματα ακρίβειας και εγρήγορσης στο συνολικό παίξιμο προκάλεσαν αποσυντονισμούς, χασμωδίες και διάλυση του μουσικού ειρμού, τόσο στις μακρές εμβατηριακές αναπτύξεις του εναρκτήριου μέρους όσο και στα εντός παρενθέσεων μουσικά μικρο-επεισόδια των δύο επόμενων. Ενδημικά προβλήματα ορθοτονίας στα χάλκινα πνευστά και ειδικά στην ομάδα των κόρνων, «μόλυναν» τον ομαδικό ήχο στις μεγάλες φανφάρες.
Μείζον πρόβλημα ήταν το αγχωμένο, συχνά βιαστικό και εκτός χρόνου παίξιμο του α' βιολιού από τον Αρμπέν Καντέσα. Ευτυχώς, δεν έλειψαν και κάποιες -φευ λιγοστές!- νησίδες αγαλλίασης: εξαιρετικές σημειακές συνεισφορές των ξύλινων πνευστών, εκτεταμένα υποβλητικά σόλι του τρομπονίστα Ιωάννη Αρβανιτάκη στο εναρκτήριο μέρος, το ποιητικό μακρόθεν σόλο του ταχυδρομικού κόρνου από τον Γιάννη Καραμπέτσο της ΚΟΑ, στο γ' μέρος. Το μέρος της άλτο τραγούδησε υποβλητικά η μεσόφωνος Μαργαρίτα Συγγενιώτου· υγιής, τονικά ασφαλής φωνή με ωραίο, ταιριαστά σκούρο ηχόχρωμα και προσεκτική, καλοφινιρισμένη φραστική απέδωσαν υποδειγματικά αυτό το κομβικό σημείο-κλειδί της Συμφωνίας. Καλά, με σαφήνεια και ακρίβεια, αποδόθηκε το λιγότερο απαιτητικό, εκτενές καταληκτικό μέρος της Συμφωνίας, όπου κυριαρχεί σταθερά το σώμα των εγχόρδων σε ρευστές, επάλληλες εκπορεύσεις φραστικής. *

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Παράδοξο ξεκίνημα της Κρατικής Αθηνών

Του Νικου Α. Δοντα "Καθημερινή 10/10/2010"
Η εναρκτήρια συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ) πραγματοποιήθηκε την 1η Οκτωβρίου στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» και ήταν αφιερωμένη σε μουσική και μουσικούς του Αζερμπαϊτζάν. Καμία αντίρρηση να τιμηθεί η παράδοση της φιλικής χώρας. Θεωρεί όμως η ΚΟΑ ότι αυτός ήταν ο καταλληλότερος τρόπος να ξεκινήσει τη φετινή της καλλιτεχνική περίοδο; Ακόμα κι έτσι: αποτελούσε το συγκεκριμένο πρόγραμμα πρόταση προς το φιλόμουσο κοινό ή έδινε η συναυλία αυτή το στίγμα όσων θα ακολουθήσουν;
Η βραδιά ήταν στην ουσία ένα συμπίλημα έργων Αζέρων και άλλων συνθετών -από τον Ραχμάνινοφ ώς τον Βέρντι και τον Λεονκαβάλλο- που ερμήνευσαν Αζέροι καλλιτέχνες. Ενα συμφωνικό ποίημα, μια άρια, ένα «Αβε Μαρία», ένα Κοντσέρτο για πιάνο, εισαγωγές και ιντερμέδια από ιταλικές όπερες (;) και στην κατάληξη το τραγούδι «Αζερμπαϊτζάν» του συνθέτη και ποπ τραγουδιστή Μουσλίμ Μαγκομάγεφ, το οποίο απέδωσε με μικρόφωνο ο βαρύτονος Γιαβίντ Σαμάντοφ. Διερωτάται κανείς αν όλα αυτά επιλέχθηκαν ύστερα από σκέψη ή απλά προέκυψαν με κάποιον τρόπο.
Το θετικότερο στοιχείο της συναυλίας ήταν χωρίς αμφιβολία η συνεισφορά του πιανίστα Φαρχάντ Μπανταλμπεϊλί, που απέδωσε με εντυπωσιακή δεξιοτεχνία το Κοντσέρτο για πιάνο (1957), έργο του συνθέτη Φικρέτ Αμίροφ και της πιανίστριας - συνθέτριας Ελμίρας Ναζίροβα. Συμβατικό, τριμερές, το έργο στηρίζεται εξίσου στην εξωτική γοητεία παραδοσιακών μελωδιών όσο και στην πιανιστική παράδοση, κυρίως του Ραχμάνινοφ, όπως επίσης άλλων διασήμων των αρχών του εικοστού αιώνα.
Εθνική σχολή
Σε ό, τι αφορά τα υπόλοιπα έργα Αζέρων συνθετών, ήταν εμφανής και απολύτως κατανοητή η πρόθεση δημιουργίας «εθνικής σχολής», μέσα από το γνωστό στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη πάντρεμα της παραδοσιακής μουσικής με την συμφωνική παράδοση. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται το συμφωνικό ποίημα «Λέιλι και Μαϊτζνούν» (1948) του Κάρα Καράγεφ και τα τρία φωνητικά έργα - «ρομάντσες» - των Νιγιάζι Χαζτιμέιοφ (1912-1984) και Φαρχάντ Μπανταλμπεϊλί (1947-).
Ως προς τους ερμηνευτές, η υψίφωνος Γκουλνάζ Ισμαΐλοβα έκρινε απαραίτητο να ερμηνεύσει την απαιτητική άρια της Βιολέτας από την «Παραστρατημένη» («Τραβιάτα») του Βέρντι. Τα πήγε καλύτερα στα υπόλοιπα φωνητικά έργα συνοδευόμενη από τη συμπατριώτισσά της Σαμπίνα Ασάντοβα. Πριν κλείσει με θριαμβικό τρόπο την βραδιά, ο βαρύτονος Γιαβίντ Σαμάντοφ είχε επίσης ερμηνεύσει ένα απόσπασμα από την όπερα «Αλέκο» του Ραχμάνινοφ.
Την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, από την οποία ξεχώρισαν, κυρίως οι συνήθεις μεμονωμένες συνεισφορές μουσικών στα πνευστά, διηύθυνε ο Αζάντ Αλίγεφ. Ο ενθουσιασμός του ήταν πιθανώς η αιτία που οδηγούσε συχνά σε υπερβολικές εξάρσεις δυναμικής. Για το Αζερμπαϊτζάν η βραδιά αυτή ήταν δίχως άλλο μια σπάνια γιορτή. Για την ΚΟΑ και το κοινό της όμως;

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Η Λυρική ακούει πια τον λαό και τον Θεό "Ελευθεροτυπία 26/9/2010"

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ Η ΛΑΪΚΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΟΥΡΚΟΓΙΑΝΝΗ

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ
Την περασμένη Τρίτη, στο υπό ανακαίνιση φουαγέ του θεάτρου «Ολύμπια», παρουσιάστηκε ο προγραμματισμός της νέας καλλιτεχνικής περιόδου της ΕΛΣ. Η όλη εκδήλωση μαρτυρούσε τις νοσούσες ισορροπίες, που παγιώνονται στο θέατρο. Την παρουσίαση έκανε μόνος ο πρόεδρος του Δ.Σ. Νίκος Μουρκογιάννης.
Μίλησε σε πρώτο πρόσωπο και αναφέρθηκε αποκλειστικά στον εαυτό του και σε όσα έχουν συντελεσθεί υπό την εποπτεία του για την οικονομική, κυρίως, εξυγίανση του θεσμού. Παρών ήταν και ο σκιώδης καλλιτεχνικός διευθυντής Τζοβάνι Πάκορ, ο οποίος διευκρίνισε ότι η θητεία του λήγει τον Δεκέμβριο και γνωστοποίησε ότι δεν έχει υποβάλει υποψηφιότητα για τη θέση, που προκηρύχτηκε. Μοναδικός αρχιμουσικός παρέστη ο Ηλίας Βουδούρης που, όμως, δεν έλαβε καθόλου τον λόγο. Ο Λουκάς Καρυτινός απουσίασε.
Ο Θεός και ο λαός απολαμβάνουν όπερα στο Ηρώδειο!
Οσον αφορά το καθαρά καλλιτεχνικό μέρος, ο κύριος Μουρκογιάννης δεν εξέφερε ούτε λέξη. Παρέπεμψε τους παρευρισκόμενους να διαβάσουν επιτόπου το γεμάτο κενά και αοριστολογίες έντυπο με τον προγραμματισμό της περιόδου 2010-11. Ούτε άδικα, ούτε άστοχα: ο άνθρωπος δεν θα είχε να πει και πολλά. Οπως και πέρυσι, πλην των εναρκτήριων παραγωγών για τις οποίες δόθηκαν συνοπτικά/ενδεικτικά διανομές, από τις υπόλοιπες έλειπε κάθε στοιχείο. Επιπλέον, το ρεπερτόριο πρόβαλλε συρρικνωμένο σε οριακό βαθμό, περιορισμένο σε απολύτως δημοφιλή έργα με δηλωμένο στόχο την οικονομική επιτυχία. Ιδια έλλειψη έμπνευσης, οράματος και πληροφορίας διέπει και την παρουσία της ΕΛΣ στο Ηρώδειο: «Καβαλερία»-«Παλιάτσοι», «Ναμπούκο» άνευ διανομών και λοιπών συντελεστών. Θετική -και γεωπολιτικά ρεαλιστική- είναι η συνεργασία με την Οπερα της Σόφιας, παρ' ότι ούτε γι' αυτήν δόθηκαν σαφή στοιχεία.
Συνεχίζοντας απτόητος παρεμβάσεις σε καλλιτεχνικά θέματα (το πρόβλημα της καλλιτεχνικά επιτυχούς περιόδου Λαζαρίδη εκπεφρασμένο τώρα απ' την ανάποδη!), ο κ. Μουρκογιάννης κατηγόρησε τους κριτικούς ως «χειροκροτητές της οικονομικής κατάρρευσης της ΕΛΣ» καθώς «επικροτούν πειραματισμούς που γίνονται στην πλάτη του ελληνικού λαού»! Μάλιστα, σε μια οπερατική κορόνα, δήλωσε υπερήφανος που με την αθρόα προσέλευσή του ο ελληνικός λαός έδειξε ξεκάθαρα ότι προτιμάει παραγωγές όπως η «Νόρμα» και η «Αΐντα» του καλοκαιριού, και προχώρησε κατακεραυνώνοντας τους εγωπαθείς κριτικούς, που τόλμησαν να κατακρίνουν το ανέμπνευστο, εμπορικό στίγμα τους, με το απόφθεγμα «Φωνή λαού, φωνή Θεού»!
Και ενώ τη μια στιγμή είχε την αφέλεια να κατακρίνει ως πειραματισμούς εκπληκτικές παραγωγές όπως ο «Ταγχόιζερ» του Γκράχαμ Βικ (!), με τη δικαιολογία ότι για να υλοποιηθούν αφέθηκε απλήρωτο το ΙΚΑ, από την άλλη ανακοινώθηκε ότι κατά την περίοδο 2010-11 θα λειτουργήσουν Πειραματική Σκηνή, Πειραματικό Μπαλέτο, Στούντιο Οπερας, Παιδική Σκηνή, Οπερέτα, συναυλίες στο Φουαγέ και εκπαιδευτικά προγράμματα! Μα ποια είναι τέλος πάντων η ΕΛΣ; Η Βαστίλη ή η Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης; Μεσούσης της οικονομικής κρίσης, ποιον άλλο -εκτός από τους άμεσα εμπλεκόμενους- ενδιαφέρουν πραγματικά όλα αυτά τα πρωσοποπαγή παραμάγαζα;
Ποιους βολεύει η συρρίκνωση ρεπερτορίου;
Ο κύριος Μουρκογιάννης θα όφειλε να αντιλαμβάνεται -διαφορετικά είναι επικίνδυνος για την ΕΛΣ όσο και οι ασύδοτα σπάταλοι προκάτοχοί του- ότι αντικείμενο της κριτικής είναι πρωτίστως η ποιότητα των παραγωγών. Την αξιολόγηση αυτή κάνει ο κριτικός βασιζόμενος αφ' ενός στο μεγάλο εύρος γνώσης και εμπειρίας του, αφ' ετέρου με γνώμονα το ευρύτερο μορφωτικό και πολιτιστικό συμφέρον του «λαού». Αλίμονο αν καταντούσε να ασκεί κριτική σύμφωνα με αυτό που προτιμά προσωπικά. Ούτε μπορεί ο κύριος Μουρκογιάννης να γνωρίζει το απόθεμα εμπειρίας και τα ζητούμενα του υποθετικού μέσου οπερόφιλου· ειδικά σήμερα που με το DVD και τα ταξίδια μπορεί κανείς να ενημερώνεται εύκολα και καλά.
Συνιστά συνεπώς unfair συμπεριφορά και λαϊκισμό να επιχειρεί να επιβάλλει τις απόψεις του διαβάλλοντας τους κριτικούς ως «χειροκροτητές της οικονομικής καταρράκωσης της ΕΛΣ», ενώ, ταυτόχρονα, να προβάλλει ως αδιάσειστο, αυτονόητο αντεπιχείρημα το συμφέρον ενός «λαού», που προτιμά να ακούει «Τόσκα», «Τραβιάτα» και «Ναμπούκο». Αλλοι έχουν συμφέρον και βολεύονται από τη συρρίκνωση του ρεπερτορίου και όχι οι φιλόμουσοι!
Ατυχώς, στη λαϊκίστικη σπουδή του να νοικοκυρέψει τα ανοικοκύρευτα, ο κύριος Μουρκογιάννης μαζί με τα βρωμόνερα πετάει και το ...μωρό· πιθανόν γιατί αδυνατεί να κάνει την ουσιώδη διάκριση! Καταλάβαμε ότι θεωρεί αυτονόητο πως θα ηγείται του Δ.Σ. της ΕΛΣ ώσπου να μετακομίσει στη νέα της στέγη τον Φεβρουάριο του 2016. Ας προσέξει λοιπόν. Ετσι όπως το πάει, μπορεί μεν να τού πετύχει η εγχείρηση, αλλά ο ασθενής ίσως του μείνει στα χέρια...
Επειγόντως καλλιτεχνικός διευθυντής
Το τι συμβαίνει στο θολό πεδίο της οικονομικής διαχείρισης πίσω από κάθε παραγωγή ή με τι κριτήρια αποφασίζεται το ρεπερτόριο είναι μια ολότελα διαφορετική ιστορία. Γι' αυτά μπορεί επίσης να εκφέρει άποψη ο κριτικός. Το τι στραβό και μεμπτό συνέβη -ή συμβαίνει- στο οικονομικοδιαχειριστικό πεδίο είναι αποκλειστικά ευθύνη του κυρίου Μουρκογιάννη να εξιχνιάσει· γι' αυτό άλλωστε προσκλήθηκε. Στον αναλυτικό απολογισμό του έργου εξυγίανσης, που έκανε έως τώρα, είδαμε πολλά ικανοποιητικά. Απολύτως θετική ήταν επίσης η ενημέρωση ως προς τα πορίσματα της έρευνας για κακοδιαχείριση κατά τα -άραγε πόσα;- προηγούμενα έτη. Θα ήταν πολύ υγιεινό να δινόταν στη δημοσιότητα για να μάθουν επιτέλους οι οπερόφιλοι ποιοι καταρράκωσαν οικονομικά την ΕΛΣ, πότε και πώς, να ξεκαθαριστούν πράγματα αλλά και να αποκατασταθούν υπολήψεις...
Τα καλλιτεχνικά θέματα,όμως, διέπονται από άλλους «νόμους» και δεοντολογίες και είναι ολέθριο που, ελλείψει αντιλόγου, ο κύριος Μουρκογιάννης τα χώνει όλα αυθαιρέτως και αβασάνιστα στο ίδιο τσουβάλι. Ας περιορίσει, λοιπόν, τα οράματά του στο πεδίο της οικονομικής κάθαρσης, της διαχειριστικής εξυγίανσης και της αξιοκρατικής, δομικής αναμόρφωσης της αμαρτωλής και κακογερασμένης ΕΛΣ, αφήνοντας τα καθαρά καλλιτεχνικά θέματα στους καθ' ύλην αρμόδιους· και βεβαίως, ας αφήσει την κριτική να κάνει τη δουλειά της.
Για το καλλιτεχνικό μέρος επιβάλλεται να επιστρέψει το ταχύτερο η ευθύνη σε έναν νέο καλλιτεχνικό διευθυντή, που δεν θα είναι ούτε φάντασμα, ούτε αχυράνθρωπος, κινούμενος με αόρατα νήματα από αόρατα -ή όχι και τόσο αόρατα-παρασκήνια... Για το τελευταίο ας φροντίσει επειγόντως και σωστά -αρκετά λάθη έκανε ώς τώρα!- το άμουσο ΥΠΠΟΤ. *