Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Μίσα Μάισκι: ακμαίος και αυτάρεσκος

Ο τσελίστας, συνοδευόμενος στο πιάνο από την κόρη του,
εμφανίστηκε στο Μέγαρο Μουσικής (φωτογρ.: Μπίλιος)

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ "Ελευθεροτυπία 26/10/2010"
Με ρεσιτάλ μουσικής δωματίου του Μίσα Μάισκι και αισθητή καθυστέρηση σε σχέση με άλλες χρονιές εγκαινίασε τη νέα καλλιτεχνική περίοδο ο ΟΜΜΑ (14/10/2010). Ασφαλώς δεν ήταν η πρώτη φορά που ο διεθνούς φήμης τσελίστας έπαιζε για το αθηναϊκό κοινό: τον έχουμε ξανακούσει παλαιότερα στο Μέγαρο Μουσικής και στο Φεστιβάλ Αθηνών, σε μουσική δωματίου και συμφωνικό ρεπερτόριο.
Στο ρεσιτάλ του στην πραγματικά κατάμεστη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» τον συνόδευσε η 23χρονη κόρη του, Λίλι Μάισκι.
Οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε ήταν αισθητά άνισες, κατ' αρχήν λόγω της ετερόκλητης σύνθεσης του προγράμματος, του οποίου το β' μέρος περιλάμβανε αποκλειστικώς σύντομα χαρακτηριστικά κομμάτια ισπανικής μουσικής από αυτά που άλλοι σολίστες προσφέρουν... εκτός προγράμματος. Αλλά και του α' μέρους οι ερμηνείες ήχησαν συχνά εκτός ισορροπίας. Βεβαίως, ουδείς αμφισβητεί ότι ο 62χρονος Μάισκι είναι ένας από τους ακμαίους, απολύτως κορυφαίους τσελίστες του παρόντος. Ομως, με εξαίρεση το εναρκτήριο μπετοβενικό κομμάτι που παίχτηκε ισορροπημένα, τα υπόλοιπα δύο ήχησαν ως αυτάρεσκες επιδείξεις δεξιοτεχνίας.
Οντως, οι «Επτά παραλλαγές στο θέμα του ντουέτου Παμίνας-Παπαγκένο από τον Μαγικό Αυλό του Μότσαρτ» δόθηκαν με ωραίο ήχο και αβίαστο ειρμό, ευαίσθητο πλάσιμο φραστικής, ταιριαστά τραγουδιστική μελωδικότητα και ευφυείς υπογραμμίσεις των υφολογικών «πάρε-δώσε» μεταξύ Μότσαρτ και Μπετόβεν. Αντίθετα, η τσελιστική μεταγραφή των «Φανταστικών κομματιών για κλαρινέτο-πιάνο» του Σούμαν και η ώριμη «Σονάτα για τσέλο» του Ντεμπισί εκτελέστηκαν -αν και τεχνικώς άψογα- με ακραία υψηλές ταχύτητες και αντιθέσεις δυναμικής, που δεν επέτρεπαν στον ήχο να εκτονωθεί και συμπίεζαν παραμορφωτικά το ξετύλιγμα της μουσικής αφήγησης.
Μοιραία, η διαδικασία πρόσληψης σύρθηκε σε έναν αγώνα δρόμου που ακύρωνε την απόλαυση, ενώ ακόμη και όσοι γνώριζαν τα έργα αυτά άριστα, δυσκολεύονταν να παρακολουθήσουν το ακρόαμα. Ομολογουμένως, στη δυσκολία αυτή συνέτεινε και το μεγάλο μέγεθος της αίθουσας σε σχέση με την ηχητική χροιά του τσέλου, κάτι που ο σολίστας θα όφειλε ίσως να είχε λάβει υπόψη του.
Στο β' μέρος, η παρέλαση δημοφιλών κομματιών των Γκρανάντος, Αλμπένιθ, Κασαδό και Ντε Φάγια ενθουσίασε το ακροατήριο, στο επίμονο χειροκρότημα του οποίου ανταποκρίθηκε ο Μάισκι προσφέροντας ακόμη τρία σύντομα κομμάτια -αυτή τη φορά εκτός προγράμματος!- των Σκριάμπιν, Σοστακόβιτς και Ρίχαρντ Στράους.
Ανισο αφιέρωμα στον Σούμαν
Στον Σούμαν (1810-1856), κορυφαίο συνθέτη του Γερμανικού Ρομαντισμού, από τη γέννηση του οποίου συμπληρώθηκαν φέτος 200 χρόνια, ήταν αφιερωμένο το ρεσιτάλ που έδωσαν η πιανίστρια Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου και η υψίφωνος Φανή Αντωνέλου στο Ινστιτούτο Γκέτε (11/10/2010). Η υπόγεια αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη από ποικίλης σύνθεσης φιλόμουσο κοινό. Οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε από το ρεσιτάλ ήταν έντονα άνισες. Η ιδιαίτερη σχέση της Ελληνίδας πιανίστριας με τον Σούμαν είναι γνωστή και βεβαίως δεν ήταν η πρώτη φορά που την ακούγαμε να ερμηνεύει έργα του. Προλογισμένες από την πιανίστρια με σύντομα, περιεκτικά και εύστοχα, εισαγωγικά σχόλια, οι αναγνώσεις της «Κραϊσλεριάνας» και των «Οκτώ κομματιών φαντασίας» έργο 12 χαρακτηρίστηκαν από υπερβολικά υψηλά επίπεδα ενέργειας που συχνά υπονόμευαν τη συνοχή της μουσικής. Τραχιές, βάναυσες εξάρσεις δυναμικής, ενίοτε βαρύς και δυσκίνητος ήχος και κατά τόπους νευρικό παίξιμο, αντί να συνθέτουν αρμονικά τις χαρακτηριστικές, εγγενείς αντιθέσεις της ανήσυχης γραφής του Σούμαν, παρήγαν μουσικό ειρμό ασυνεχή και αποσπασματικό.
Η προσέγγιση αυτή ουδόλως εμπόδιζε κάποια μέρη -π.χ. το κελαρυστό αρ.7 και το γεμάτο σπουδή καλπασμό του αρ.8 της «Κραϊσλεριάνας», τα αρ.2 και αρ.7 του έργου 12- να ηχήσουν αίφνης θαυμάσια. Επίσης ευνόησε ιδιαίτερα τα αργά, λυρικά, εσωστρεφή κομμάτια προσδίδοντάς τους υποβλητικό βάρος και βάθος. Το β' μισό της βραδιάς άνοιξε η υψίφωνος Φανή Αντωνέλου τραγουδώντας τον «Κύκλο 12 τραγουδιών» σε ποίηση Αϊχεντορφ. Βραβευμένη σε ουκ ολίγους διεθνείς διαγωνισμούς και με ικανή σκηνική εμπειρία σε όπερα, η Ελληνίδα λυρική τραγουδίστρια κατέχει μία καλοεστιασμένη φωνή άψογης ορθοτονίας, αλλά μάλλον ρηχή, με το κέντρο βάρους της αρκετά ψηλά, η οποία αντί για φυσικό παλμό (vibrato) έχει ένα γρήγορο τρέμολο. Οι ερμηνείες της υπήρξαν ελεύθερες λαθών, προσεκτικά αρθρωμένες, δοσμένες με αντίληψη του δραματικού βάρους της μουσικής, απλά, λόγω του ιδιάζοντος χαρακτήρα της φωνής, ήχησαν κάπως παράδοξα. *

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου