Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Το «πείραμα» της Λυρικής Σκηνής Πρώτος απολογισμός των δραστηριοτήτων ενός φιλόδοξου εκπαιδευτικού προγράμματος

Της Σαντρας Bουλγαρη "Καθημερινή 26/9/2010"
Πάντα αναρωτιέται κανείς, ειδικά εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης, ποιο και κατά πόσον είναι το νόημα ενός φιλόδοξου εκπαιδευτικού προγράμματος σαν κι αυτό που εδώ κι ένα χρόνο περίπου έχει εγκαινιάσει η Εθνική Λυρική Σκηνή. Παρ’ όλα αυτά, όταν τα αποτελέσματα κι ένας πρώτος απολογισμός των δραστηριοτήτων της είναι κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικά, δεν μπορείς παρά να δεις τα πράγματα ως ελπιδοφόρα. Ειδικά όταν ήδη, την ώρα που μιλάμε, έχει ξεκινήσει η νέα περίοδος διοργάνωσής τους. Διαλέξεις σε ενήλικες, παρουσιάσεις σε σχολεία, παραστάσεις μπαλέτου ειδικά φτιαγμένες για εκπαίδευση των παιδιών, όπερα ερμηνευμένη από μαθητές.
Ο Τομέας Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων της Λυρικής Σκηνής συστάθηκε μόλις τον Απρίλιο του 2009. Με υπεύθυνο τον δρα Μουσικολογίας (πρώην τρομπετίστα της Ορχήστρας της Λυρικής) Νίκο Ξανθούλη και συνεργάτες την Ιωάννα Καράνταγλη και τη Μαρία Μηλιοπούλου για θέματα χορού, ξεκίνησαν αρχικά οι παρουσιάσεις στα σχολεία. «Από τη λύρα στη Λυρική», «έτσι τις έχουμε ονομάσει ανεπίσημα...», λέει ο ίδιος ο Νίκος Ξανθούλης σε συνομιλία του με την «Κ», εξηγώντας με ενθουσιασμό το εγχείρημα.
Η μέρα ξεκινάει στα σχολεία και οι μαθητές περιμένουν την ομάδα της Λυρικής. Σε όποιο από τα παιδιά αρέσει πραγματικά η παράσταση που θα δουν (ένα μικρό οδοιπορικό από την αρχαία ελληνική μουσική έως την όπερα με μια λύρα, τραγούδι κι ένα προτζέκτορα για προβολές εικόνων) προσφέρεται η δυνατότητα να ξεναγηθούν σε ένα backstage tour στο θέατρο «Ολύμπια». Εάν αυτό τους ενθουσιάσει, τότε θα πάνε ένα βήμα παραπέρα και θα παρακολουθήσουν μια σειρά προβών. «Οταν ενθουσιαστούν τόσο που θα αποφασίσουν να αγοράσουν εισιτήριο για να δουν την παράσταση, τότε θεωρώ ότι είχαμε επιτυχία», λέει ο Νίκος Ξανθούλης για την εμπειρία των παρουσιάσεων που έγιναν σε είκοσι τέσσερα σχολεία της Αθήνας, στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Την ερχόμενη εβδομάδα ξεκινάει ο φετινός κύκλος, ενώ σύντομα θα επαναληφθεί η σειρά διαλέξεων, εκδηλώσεων, συναυλιών και παρουσιάσεων «Με ένα καφέ στο Φουαγέ» στο θέατρο «Ολύμπια».
Παιδιά - ενήλικες
«Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα κατορθώσαμε να δραστηριοποιήσουμε δύο εξαιρετικά δύσκολες ομάδες του κοινού: τα παιδιά, για τα οποία η όπερα είναι κάτι εξωπραγματικό και τις ομάδες των ενηλίκων, οι οποίοι αντιμετωπίζουν αυτό το είδος της τέχνης ως ελιτίστικο. Αυτό που έχω παρατηρήσει είναι ότι υπάρχει μεγάλο ποσοστό ανθρώπων οι οποίοι διψούν να μάθουν περισσότερα για την όπερα και την κλασική μουσική και ντρέπονται να το πουν, να δείξουν ότι δεν ξέρουν». Για κάθε έργο της νέας καλλιτεχνικής περιόδου που θα παρουσιάζεται, όσοι ενδιαφέρονται θα έχουν την ευκαιρία να μάθουν στοιχεία μουσικολογικά, ιστορικά, αρχιτεκτονικά, λογοτεχνικά ακόμη και ψυχιατρικά σε σχέση με την κάθε παράσταση. Στην ατμόσφαιρα ενός απογευματινού καφέ, με ελεύθερη είσοδο και συνολικό χρόνο μία ώρα, η οποία θα χωρίζεται σε τρία εικοσάλεπτα για να μην κουράζονται οι ακροατές.
«Αυτοί οι κύριοι φορούν τζιν, άκουσα μια ομάδα έφηβων να λέει κάποτε σε παρουσίασή μας. Μάλλον περίμεναν ότι όποιος ασχολείται με την όπερα ή την κλασική μουσική πρέπει να είναι κοστουμαρισμένος». Το σχόλιο αυτό του Νίκου Ξανθούλη επαναφέρει τη συζήτηση στη γνωριμία των νέων με τον κόσμο της όπερας. «Ψήνεσαι για όπερα;» είναι ένας οδηγός με τα πολύ βασικά που μοιράζεται σε εφήβους και ενήλικες κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων/παρουσιάσεων, με στόχο να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα στον δρόμο προς τη γνώση. Οσο για τη δεύτερη έκδοση (ως προέκταση και οι δύο του εκπαιδευτικού έργου πωλούνται στο «Ολύμπια» και στο «Ακροπόλ» στην τιμή των πέντε ευρώ), «Οι Σποκ - Η Νυχτερίδα» αποδίδει τη γνωστή όπερα «Νυχτερίδα» του Στράους σε κόμικς.
Ολα αυτά είναι, βέβαια, απλώς μια αρχή αν σκεφτεί κανείς ότι το μισό κομμάτι του καλλιτεχνικού προγραμματισμού σε θέατρα του εξωτερικού, όπως στη Μετροπόλιταν Οπερα ή στην Οπερα του Σίδνεϊ, οργανισμούς που επισκέφθηκε ο Νίκος Ξανθούλης πριν ξεκινήσει τη μελέτη των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων στη Λυρική, είναι τα επιμορφωτικά προγράμματα. Κορυφαίες στιγμές, που ελπίζει να επαναληφθούν σε εμάς είναι το Μαθητικό Φεστιβάλ Οπερας που εγκαινιάστηκε την περασμένη άνοιξη (όπου μαθητές κλήθηκαν να παρουσιάσουν ένα έργο δικής τους επιλογής και να βιώσουν την εμπειρία της προετοιμασίας μιας παράστασης στη Λυρική), η συνεργασία με το Ελληνογαλλικό Σχολείο «Eugene Delacroix» για το ανέβασμα της όπερας «L’ enfant de la mer» σε μουσική του Νίκου Ξανθούλη και οι πολύ πετυχημένες παραστάσεις μπαλέτου με τη συμμετοχή του κουαρτέτου εγχόρδων Opera Quattro, όπου τα παιδιά εισήχθησαν με προβολές και απλά σχόλια στον κόσμο του κλασικού χορού, σε μιαν ανεπανάληπτη έως σήμερα απόπειρα για τα ελληνικά δεδομένα. «Ξέρετε τι κόπος χρειάζεται για να κάνει αυτό το βήμα ο χορευτής; Γι’ αυτό πρέπει να σεβόμαστε και να κάνουμε ησυχία όταν παρακολουθούμε ένα μπαλέτο...».
Σίγουρα υπάρχουν πολλά που πρέπει ακόμη να γίνουν έως ότου τελειοποιηθούν τα προγράμματα, αλλά και πολλά να διασφαλιστούν για να κατορθώσουν να συνεχίσουν. Ομως, όπως λέει και ο Νίκος Ξανθούλης: «Νομίζω ότι είναι μύθος αυτό που λένε πως το μόνο που ξέρουμε οι περισσότεροι είναι να ακούμε τα τραγούδια της Δέσποινας Βανδή. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τα λόγια δασκάλων στο Γυμνάσιο της Ραφήνας που επισκεφθήκαμε. Πάθαμε πολιτισμικό σοκ, μας έλεγαν. Τελικά, μας αρέσει πολύ η κλασική μουσική...».

Εξαιρετικός Μπετόβεν από τον Β. Χριστόπουλο

Του Νικου A. Δοντα "Καθημερινή 26/9/2010"
Απολύτως επιτυχημένη υπήρξε η εναρκτήρια συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης (ΚΟΘ), που πραγματοποιήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής της συμπρωτεύουσας. Ο Βασίλης Χριστόπουλος διηύθυνε την εισαγωγή του Μπετόβεν στον «Εγκμοντ» του Γκαίτε, την Πέμπτη Συμφωνία του ίδιου συνθέτη και το Κοντσέρτο για πιάνο «Ανθρωπος θλίψεων» - «Man of Sorrows» του Γιώργου Τσοντάκη. Σολίστ ήταν η Μαρία Αστεριάδη.
Στο Κοντσέρτο του Ελληνοαμερικανού συνθέτη η προφανής αναφορά υπήρξε ο Ολιβιέ Μεσσιάν, τόσο λόγω της επιλογής του θρησκευτικού στοιχείου ως αφετηρία έμπνευσης όσο και λόγω της ενορχήστρωσης, με συγκεκριμένες, χαρακτηριστικές συνεισφορές του φλάουτου και της άρπας. Το πιάνο αξιοποιήθηκε λιγότερο για την έκφραση μελωδικού στοιχείου. Εδρασε πρωτίστως ως κρουστό όργανο κατά το πρότυπο του Μπάρτοκ, εκφράζοντας νευρικά και με αγωνιώδη τρόπο την ένταση των συναισθημάτων. Μεμονωμένες μελωδικές, «νεορομαντικές» φράσεις, που αποδίδονταν είτε από το πιάνο είτε από κάποιο άλλο όργανο, επέτειναν την εντύπωση της αγωνίας. Η Μαρία Αστεριάδη ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις με δυνατό, μυώδες παίξιμο, ενώ διέθετε επίσης τον λυρισμό για τον συναισθηματισμό της μουσικής.
Η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης είναι σύνολο που μοιάζει διαρκώς να βελτιώνεται. Το γεγονός προφανώς πιστώνεται στον καλλιτεχνικό της διευθυντή Μύρωνα Μιχαηλίδη. Γνωστά είναι τα έγχορδά της, με τον γεμάτο ήχο που η αντήχηση της συγκεκριμένης αίθουσας εμπλουτίζει περαιτέρω. Αυτή τη φορά η έκπληξη ήρθε από τα πνευστά, ξύλινα και χάλκινα, ιδιαίτερα δε τα κόρνα, που στάθηκαν σε ανάλογα υψηλό επίπεδο. Εχοντας, λοιπόν, ένα ικανό σύνολο στα χέρια του και προφανέστατα αντιλαμβανόμενος ότι στη συγκεκριμένη αίθουσα δεν μπορεί να ζητήσει γοργές ταχύτητες πέρα από ένα όριο, καθώς η υπερβολική αντήχηση «μουντζουρώνει» το αποτέλεσμα, ο Βασίλης Χριστόπουλος διηύθυνε εξαιρετικά τα έργα του Μπετόβεν.
Σύγχρονη αισθητική
Σαφής δομή, επιτυχημένες κλιμακώσεις, ένταση χωρίς όμως να βροντά ούτε καν στις τελικές συγχορδίες της Πέμπτης όπως συμβαίνει συχνά, μεγαλοπρέπεια χωρίς στόμφο ειδικά στα δύο πρώτα μέρη του ίδιου έργου: Αυτά ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά μιας ερμηνείας που σεβάστηκε την παράδοση αλλά και τη σύγχρονη, ιστορικά ενημερωμένη αισθητική. Εδειξε επίσης ότι ο 35χρονος αρχιμουσικός, από το 2005 διευθυντής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νοτιοδυτικής Γερμανίας, εξελίσσεται ευχάριστα.
Ας παραμείνουν λοιπόν στην αλλοδαπή και αυτός, και ο Κων. Καρύδης, και ο Θεόδωρος Κουρεντζής και τόσοι άλλοι. Εκεί, όπου δίνονται ευκαιρίες σε νέους μουσικούς να εξελιχθούν. Ας μείνουν εκεί όπου σε θεσμούς που έχουν σχέση με τη μουσική, την απόλυτη προτεραιότητα έχει η μουσική.

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Ενας παραμυθένιος «Μαγικός Αυλός» "Καθημερινή 12/9/2010"

Του Νικου Α. Δοντα
Οι ερμηνείες του Ρενέ Γιάκομπς στις όπερες του Μότσαρτ έχουν ταράξει τα νερά. Εδώ και περίπου μία δεκαετία υποστηρίζει στα θέατρα και καταγράφει για δίσκους ερμηνείες με βασικό χαρακτηριστικό τη στενότατη συνομιλία ανάμεσα στο ποιητικό και στο μουσικό κείμενο. Μέγιστη πρόκληση αποτελεί ο «Μαγικός Αυλός», καθώς εδώ τα μουσικά μέρη συνδέονται με πεζούς διαλόγους. Η πρόταση του Φλαμανδού αρχιμουσικού παρουσιάστηκε πέρυσι στο Αιξ της Προβηγκίας και διατίθεται εδώ και λίγες μέρες χάρη σε εξαιρετική ηχογράφηση της harmonia mundi.
Ο Γιάκομπς όχι μόνον δεν υποτιμά και δεν περικόπτει την πρόζα του Σικανέντερ, όπως συμβαίνει συχνά, αλλ’ αντίθετα την αναδεικνύει: Στηρίζει με εμβόλιμη μουσική και ατμοσφαιρικούς ήχους τους διαλόγους, ενώ στα μουσικά μέρη σχηματίζει τις φράσεις έτσι ώστε να προβάλλεται με σαφήνεια ο λόγος. Το ακρόαμα αποκτά πυκνότητα και ένταση θεατρικής παράστασης, πολύ περισσότερο που οι βασικοί τραγουδιστές προέρχονται από τον γερμανόφωνο χώρο και αποδεικνύονται θαυμάσιοι ηθοποιοί. Ακόμα και στον ακροατή, στερημένο από το θέαμα, γίνεται κατανοητό ότι η όπερα του Μότσαρτ ανήκει στην παράδοση των «μαγικών έργων» και των «κωμωδιών με σκηνικές μηχανές» που ήταν της μόδας στη Βιέννη στα τέλη του 18ου αιώνα.
Γνώση και φαντασία
Αφετηρία για τον Γιάκομπς αποτελεί το πρωτότυπο μουσικό κείμενο του Μότσαρτ, που αποκαθίσταται στην αρχική του μορφή. Ετσι, σε ορισμένους ίσως λείψει η τρίτη στροφή από το γνωστό αρχικό τραγούδι του Παπαγκένο: Καθώς προστέθηκε το 1795, δηλαδή τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του συνθέτη, ο Γιάκομπς την αφαιρεί. Με ανάλογη προσοχή αντιμετωπίζονται οι χρονικές διάρκειες κάθε νότας, αλλά και οι ταχύτητες. Ως αποτέλεσμα επιτυγχάνονται μεγάλη πλαστικότητα και εύστοχες αντιπαραθέσεις, που δίνουν νέο νόημα σε αυτά που θεωρούσαμε δεδομένα.
Καθώς προέρχεται από τον κόσμο της παλαιάς μουσικής, όπως και ο πρόσφατα εκλιπών Τσαρλς Μακέρας, ο Γιάκομπς πιστεύει ότι ο Μότσαρτ διάνθιζε πολύ περισσότερο τη μουσική του απ’ ό,τι συνθέτες του μπαρόκ και σίγουρα περισσότερο απ’ όσο ανεχόμαστε εμείς σήμερα. Ετσι, προσφέρει στους τραγουδιστές του ποικίλματα που αρχικά μοιάζουν στα όρια της εκζήτησης, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι υποστηρίζουν την έκφραση.
Αναμφίβολα το επιτυχημένο αποτέλεσμα στηρίζεται στην κατάλληλη επιλογή φωνών, τον λυρικό Ταμίνο του Ντάνιελ Μπέλε, τη δροσερή Παμίνα της γνωστής μας Μαρλίς Πέτερσεν, την αλαζονική βασίλισσα της Αννα-Κριστίνα Κάπολα, τον κεφάτο Παπαγκένο του Ντάνιελ Σμούτσχαρτ, τον πειστικό Σαράστρο του Μάρκος Φινκ, καθώς φυσικά και στο ακριβές, γεμάτο χρώματα παίξιμο του συνόλου «Ακαδημία παλαιάς μουσικής του Βερολίνου». Για τους νεότερους μια γοητευτική γνωριμία με το έργο, για τους παλαιότερους μια ευχάριστη ανανέωση.

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Καινούργιοι σολίστες με την ΚΟΑ -Eλευθεροτυπία 8/9/2010

Ο βιολιστής Ντόριαν Ιντρίζι, η πιανίστρια Ελένη Νταφέκα, ο κορνίστας Ιωάννης Γούναρης και ο βιολιστής Ευγένιος Ζημπάι ήταν ανώτεροι από τη μέτρια ορχήστρα (photo: Ακριβιάδης)
Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ
Στριμωγμένη στο τέλος της καλλιτεχνικής περιόδου 2009-2010 ήταν η συναυλία στην οποία η ΚΟΑ συνόδεψε τέσσερις καινούργιους σολίστες σε κοντσέρτα (Μέγαρο Μουσικής 18/6/2010).
Το επίπεδό τους ήταν γενικά υψηλό και το παίξιμό τους συγκράτησε αδιάλειπτα το ενδιαφέρον, ωστόσο ο αρχιμουσικός Αλέξης Αγραφιώτης άντλησε από την ορχήστρα μέτρια αποτελέσματα υπονομεύοντας γενικά την αρτιότητα των ερμηνειών.
Πρώτος ο 27χρονος Ευγένιος Ζημπάι, μέλος της ορχήστρας της ΕΛΣ, έπαιξε την «Τσιγγάνα» του Ραβέλ. Από τις πρώτες ασυνόδευτες νότες φάνηκε ότι ο Αλβανός βιολιστής διέθετε πλούσιο, στιβαρό, ορθοτονικά ασφαλέστατο ήχο με ελεγχόμενη κύμανση ηχοχρώματος. Σε αυτά προστέθηκαν στη συνέχεια άνεση στη δεξιοτεχνία, άριστη αντίληψη της ρυθμικής δομής και του χαρίεντος ύφους της μουσικής.
Ακολούθησε ο κορνίστας και μέλος της ΚΟΑ Ιωάννης Γούναρης στο «Κοντσέρτο για κόρνο» του Φραντς Στράους. Οσο επέτρεψε να διακρίνουμε η θολή χαοτική συνοδεία της ΚΟΑ, ο 29χρονος Κερκυραίος σολίστας δάμασε με άνεση και αυτοπεποίθηση τη συμβατικά δεξιοτεχνική γραφή του κοντσέρτου, προσφέροντας μια ανάγνωση με αναμενόμενα βελούδινες μελωδικές παραγράφους και στριγκές, λαμπερές κορυφώσεις.
Η πιανίστρια Ελένη Νταφέκα έπαιξε τις «Συμφωνικές παραλλαγές» του Σεζάρ Φρανκ. Παρά την εκφραστικά στεγνή, άνευρη συνοδεία, η ανάγνωσή της χαρακτηρίστηκε από ακρίβεια, τεχνική επάρκεια και σωστή αντίληψη του στίγματος της μουσικής, ειδικά του εσωστρεφούς λυρισμού και του ιδιάζοντος μελωδισμού με το διστακτικά βηματιστό ξετύλιγμα της φραστικής.
Τελευταίος έπαιξε ο Ντόριαν Ιντρίζι, έκτακτο μέλος των πρώτων βιολιών της ΕΛΣ. Ο 26χρονος Αλβανός μουσικός πρόσφερε μια ωραία, στρωτή ερμηνεία του «Κοντσέρτου για βιολί» του Σιμπέλιους. Την εκτέλεση χαρακτήρισαν ήχος γεμάτος και ασφαλής, γεμάτος αυτοπεποίθηση, καλοζυγιασμένες και καλοφινιρισμένες δοξαριές, σωστή αίσθηση των διαθέσεων της μουσικής. Ειδικά στο καταληκτικό Allegro με τις ακραίες απαιτήσεις ρυθμικής και τονικής σαφήνειας εντυπωσίασαν η ακρίβεια της φραστικής, η αθλητική εγρήγορση και η καθαρή, δυναμικά τονισμένη άρθρωση. Παρ' ότι η ένταση της ανάγνωσης φανέρωνε ότι ο βιολιστής συχνά έπαιζε στο όριο των δυνατοτήτων του, το εντυπωσιακά άρτιο αποτέλεσμα με την ωραία, εύστοχα συνεκτική αντίληψη της μουσικής δραματουργίας έδειξε ότι είχαμε εμπρός μας έναν καλό, εξελίξιμο σολίστα.
Τι Σούμπερτ, τι Χατζιδάκις;
Τη 16η επέτειο του ιδρυτή της, Μάνου Χατζιδάκι (1925-1994), τίμησε η εμφανώς συρρικνωμένη Ορχήστρα των Χρωμάτων υπό τον Μίλτο Λογιάδη στο Μέγαρο Μουσικής (20/6/2010). Στο πρώτο μισό της βραδιάς ακούστηκαν η «Ημιτελής» του Σούμπερτ και η «Μπαλάντα για πιάνο και ορχήστρα» του Φρανκ Μαρτέν, στο δεύτερο «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» (1965) του Χατζιδάκι. Η επιλογή υπήρξε τουλάχιστον αψυχολόγητη. Οι υπεύθυνοι έκριναν σωστό να (αντι)παραθέσουν δύο έργα αμιγώς σοβαρής μουσικής προοριζόμενα για αίθουσα συναυλιών με μια δημοφιλή σουίτα ελαφράς μουσικής αποτελούμενη από «δέκα τραγούδια δίχως λόγια», μεταγραμμένα για ορχήστρα και ενορχηστρωμένα με ηχητικές ισορροπίες δισκογραφικού ακροάματος (χρήση κιθάρας και τσέμπαλου με ηχητική ενίσχυση σε συνδυασμό με συμφωνικό σύνολο).
Αρχικά η σπαρακτική παραίτηση της «Ημιτελούς» και η αριστοκρατική εκζήτηση της μπαλάντας του Μαρτέν, που απέδωσε με ακρίβεια και ωραίο ρυθμικό παλμό η Ελενα Χριστοδούλου· ύστερα η δημοφιλής, χαμένη -και-αναδημιουργημένη παρτιτούρα του «Χαμόγελου», στιλιστικά υβριδική, με βάρος και αφηγηματική λογική κινηματογραφικής μουσικής. Ομως τα δύο είδη αντιπροσωπεύουν κλειστά σύνολα αισθητικών και πνευματικών αξιών με ριζικά διαφορετικό βάρος, βάθος και αντοχές στον χρόνο. Να απορήσουμε που η αντιπαράθεση έκανε το χιλιοακουσμένο «Χαμόγελο» να ηχήσει γλυκερό, υπερβολικά εύκολο, αφελώς ατμοσφαιρικό; Μάλλον όχι! Ο ισοπεδωτικός ιδεολογικός παρονομαστής τέτοιων προτάσεων, που αντιμετωπίζει τα δύο διαφορετικά ως ομοτάξια, έχει ήδη διαστρεβλώσει σοβαρά τα μουσικά πράγματα του τόπου. Επιπλέον, ουδείς γνωρίζει αν ο Χατζιδάκις θα επιθυμούσε ή θα ενέκρινε τέτοια βεβιασμένη συστέγαση ακροαμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, ειδικά αυτού του τύπου οι αστοχίες κάθε άλλο παρά συνιστούν συνέχιση των προτάσεών του για δημιουργία διευρυμένης μουσικής δεκτικότητας/πρόσληψης που εισηγείτο προ δεκαετιών, όταν συνέθετε τα προγράμματα των πρώτων εμφανίσεων της ορχήστρας. Αλλωστε, ο χρόνος περνά και τα πράγματα εξελίσσονται. Με ακέραιο, λοιπόν, τον αυτονόητο σεβασμό στον μακαρίτη δημιουργό του «Χαμόγελου», νομίζουμε ότι η γειτνίαση -όσο καλά κι αν αποδόθηκαν τα μέρη της- «κλότσησε» και μάλιστα βίαια. Επιπλέον, τον αδίκησε κατάφωρα! *