Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Η παγκόσμια πρώτη της «Φρόσως» του Λαυράγκα

Ο αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής και οι μονωδοί που τραγούδησαν τη «Φρόσω»
στις «Ελληνικές Μουσικές Γιορτές - 2010» της ΚΟΑ

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ- Ελευθεροτυπία 28-4-2010
Επιμένοντας στην παράδοξη, αντιπαραγωγική λογική της χωριστής, περιχαρακωμένης προβολής του ιστορικού εθνικού ρεπερτορίου, η ΚΟΑ διοργάνωσε για έκτη χρονιά «Ελληνικές Μουσικές Γιορτές» (23-30/4).
Αξονας ήταν φέτος η όπερα των Επτανήσιων συνθετών, στην οποία ήταν επίσης αφιερωμένη η γόνιμη σε ενδιαφέρουσες ανακοινώσεις διημερίδα που συνδιοργανώθηκε με το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον ΟΜΜΑ. Η αποχή της ΕΛΣ ειδικά από αυτόν τον κύκλο εκδηλώσεων έγινε αισθητή και γεννά ερωτήματα· πόσο μάλλον που, αναπόφευκτα, αρκετές συναυλίες υλοποιήθηκαν με μονωδούς προερχόμενους από το καλλιτεχνικό δυναμικό της.
Θεαματική εκκίνηση έγινε με την κατά 72 χρόνια καθυστερημένη παγκόσμια πρεμιέρα της τρίπρακτης όπερας «Φρόσω», του Διονυσίου Λαυράγκα (1860-1941) υπό τον Βύρωνα Φιδετζή. Πρόκειται για το κύκνειο άσμα του Κεφαλονίτη συνθέτη, δημιούργημα της περιόδου 1935-1940. Της παρουσίασης προηγήθηκε εκτεταμένη, κοπιώδης αποκατάσταση/προετοιμασία του μουσικού υλικού από τον μουσικολόγο Γιάννη Τσελίκα και τον Βύρωνα Φιδετζή. Η όπερα δόθηκε σε συναυλιακή μορφή στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» από την ΚΟΑ με συμμετοχή της Χορωδίας της ΕΡΤ, της Μικτής Δημοτικής Χορωδίας, της Ορχήστρας Νυκτών Εγχόρδων «Απόλλων Μουσηγέτης» και οκτώ μονωδών.
Το έργο άφησε ωραίες, εξαιρετικά ερεθιστικές εντυπώσεις. Οπως σε άλλες, αντίστοιχες περιπτώσεις, κυριάρχησε το ξάφνιασμα από την αποκάλυψη ολόκληρου κεφαλαίου του ιστορικού ρεπερτορίου που παρέμενε άγνωστο. Γραμμένη από τον σχεδόν 80χρονο Επτανήσιο συνθέτη στο τέλος του μεσοπολέμου, η «Φρόσω» συμπίπτει με την ακμή της εγχώριας εθνικής σχολής προς την οποία εφάπτεται σημειακά. Την ίδια εποχή πρωτακούγονται ο «Ματθίας ο ζωγράφος» του Χίντεμιτ, η «Λούλου» του Μπεργκ, το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Προκόφιεφ, η «Δάφνη» και το «Καπρίτσιο» του Ρίχαρντ Στράους. Στις σκηνές της γειτονικής Ιταλίας κυριαρχούν οι όπερες του Πουτσίνι ενώ γράφονται οι, σήμερα σχεδόν ξεχασμένες, όπερες των Ρεσπίγκι, Τσαντονάι, Νταλαπίκολα, Μαλιπιέρο.
Σ' αυτό το πιο ήπιο πεδίο (της περιφέρειας) του μεσογειακού νότου εγγράφεται φυσικά και αβίαστα η «Φρόσω» αποτυπώνοντας με ακρίβεια μία κυρίαρχη όψη των ελληνικών μουσικών πραγμάτων της εποχής, χαρακτηριστικό όπου εντοπίζεται η αξία της και η πηγή μέγιστης απόλαυσης που πρόσφερε. Στα ακούσματά της αναγνωρίσαμε την πουτσίνεια θεατρικότητα στην απόδοση της τετριμμένης καθημερινότητας, τη λαϊκή θεματική και την εσκεμμένη εκφραστική τραχύτητα των βεριστών, δημιουργικά αφομοιωμένα διδάγματα από τις εξελίξεις της ενορχήστρωσης, δραματουργική χρήση υπενθυμητικών μοτίβων και εθνικών ακουσμάτων, άριες και σύνολα εντεταγμένα σε συνεχή μουσική ροή.
Ιδανικό έργο για το φεστιβάλ
Με δυο λόγια, η «Φρόσω» είναι μια συναρπαστική, τυπικά βεριστική όπερα, διατυπωμένη σε ξεκάθαρη, γεμάτη αυτοπεποίθηση προσωπική γραφή, εμπλουτισμένη με αναγνωρίσιμες γειώσεις ελληνικών ακουσμάτων, ένα έργο ωριμότητας παλλόμενο από ενδιαφέροντα ιστορικοκοινωνικά συμφραζόμενα. Η ένταξή της στο εγχώριο ρεπερτόριο θα άλλαζε την ώς τώρα στρεβλή εικόνα της ελληνικής όπερας. Αυτονόητο είναι, λοιπόν, ότι περιμένουμε την πλήρη σκηνική παραγωγή της από την ΕΛΣ· επίσης θα ήταν ιδανικό έργο για το διεθνών φιλοδοξιών Φεστιβάλ Αθηνών, αφού, ως εγχώρια βεριστική όπερα με σαφές εθνικό στίγμα, θα γινόταν ικανός πόλος έλξης για τους Ευρωπαίους οπερόφιλους.
Την εκτέλεση που ακούσαμε υπονόμευσε σοβαρά η βαγκνερικών διαστάσεων -άρα καταφανώς εκτός κλίμακος- ενορχήστρωση, που αφάνισε κάθε λεπτομέρεια και κάλυπτε τους μονωδούς. Ανισο ήταν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Με την πλούσια, χυμώδη φωνή της σε χρυσή ωριμότητα, η υψίφωνος Μάτα Κατσούλη πρόσφερε ένα σαγηνευτικό, υψηλής μουσικότητας, δραματικά ισορροπημένο άρα και βαθύτατα συγκινητικό πορτρέτο της άτυχης Φρόσως. Παρ' ότι δείχνει να διαθέτει το φωνητικό εύρος που απαιτεί ο δύσκολος, γεμάτος σχεδόν εξπρεσιονιστικές εξάρσεις ρόλος του Τάσου, ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος ανταποκρίθηκε με ένα τραγούδι ενίοτε άτεχνο και βιασμένο, κυρίως όμως δίχως το αναμενόμενο πλάσιμο της μελωδικής γραμμής. Καλοί ήσαν οι λοιποί συντελεστές. Η υψίφωνος Μίνα Πολυχρόνου εξασφάλισε άνετα τις δέουσες μελοδραματικές αιχμές στον κατατερίστικο ρόλο της τραγουδίστριας του «Καφέ σαντάν» Φανής, ως φίλοι του Τάσου οι Δημήτρης Πλατανιάς, Αρης Προσπαθόπουλος και Κώστας Ντότσικας έδεσαν σε ωραία, ισορροπημένα σύνολα, ενώ η άλτο Αγγελική Καθαρίου και ο τενόρος Νίκος Στεφάνου έφεραν με άνεση τους σύντομους, υποστηρικτικούς ρόλους της βάγιας Φιλιώς και του μουεζίνη/διαβάτη. Ο Βύρων Φιδετζής διηύθυνε με ταιριαστό σφρίγος και αίσθηση δραματικού χρονισμού.

Σάββατο 17 Απριλίου 2010

Ταξίδι στους χαμένους παραδείσους της πολιτισμικής συνύπαρξης

Ο Ζόρντι Σαβάλ, η Βασιλική Ορχήστρα της Καταλονίας και το φωνητικό συγκρότημα Esperion παρουσίασαν μουσικές από την εποχή του Χριστόφορου Κολόμβου
(Photo: Ακριβιάδης)

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ Ελευθεροτυπία 14/4/2010
Πέρασαν 19 χρόνια από την ίδρυση του Μεγάρου Μουσικής ώσπου να κληθούν να παίξουν σε αυτό ο Ζόρντι Σαβάλ με τη Βασιλική Ορχήστρα της Καταλονίας και το φωνητικό σύνολο Esperion ΧΧΙ.
Βεβαίως δεν ήταν η πρώτη φορά που ο διάσημος Καταλανός σολίστας τής βιόλα ντα γκάμπα και οι εκλεκτοί συνεργάτες του προσκαλούνταν στη χώρα μας· σίγουρα είχε προηγηθεί το Φεστιβάλ Αναγεννησιακής μουσικής Ρεθύμνου το 2008. Η αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» ήταν κατάμεστη από ένα αισθητά διαφορετικό, ποικίλης σύνθεσης κοινό. Νέοι, σαρανταπεντάρηδες, ροκάδες, φίλοι της παλιάς μουσικής και των εναλλακτικών ακουσμάτων, αλλά και τακτικοί θιασώτες των συναυλιών συμφωνικής μουσικής υποδέχτηκαν με θερμό, παρατεταμένο χειροκρότημα τα δύο πολυεθνικής σύνθεσης συγκροτήματα κατά την είσοδό τους στη σκηνή. Εχοντας παρακολουθήσει μέσω των ηχογραφήσεων τη μακρά, γόνιμη πορεία του Σαβάλ και, πιθανότατα, γνωρίζοντας τον ειδικό χαρακτήρα του ακροάματος που θα άκουγαν, όλοι μαζί απήλαυσαν τη βραδιά με κατανυκτική προσήλωση· η νέα διεύθυνση του ΟΜΜΑ ας τους συνυπολογίσει στους μελλοντικούς προγραμματισμούς της...
Στην πρώτη του αθηναϊκή εμφάνιση, ο 59χρονος Σαβάλ δεν πρόσφερε μια τυπική συναυλία παλιάς μουσικής, αλλά παρουσίασε ζωντανά μια από τις πρόσφατες, υβριδικές δισκογραφικές δουλειές του με τίτλο «Χριστόφορος Κολόμβος, Χαμένοι Παράδεισοι» (2006). Το περιεχόμενό της αποσαφήνιζε ο μακροσκελής υπότιτλος «Φώτα και σκιές την εποχή του Κολόμβου: Ιστορία και Ποίηση σε διάλογο με την αραβοανδαλουσιανή, την εβραϊκή και τη χριστιανική μουσική της Αρχαίας Εσπερίας μέχρι την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου». Χαμένοι παράδεισοι ήσαν οι κόσμοι της γόνιμης, ειρηνικής συνύπαρξης Αράβων, Εβραίων και Χριστιανών στην Ιβηρική της εποχής του Κολόμβου, κόσμοι τους οποίους αφάνισε η βίαιη εθνοκάθαρση που επέβαλαν οι Ισπανοί βασιλείς Φερδινάνδος και Ισαβέλα· ανάλογη ήταν η μοίρα των Ινδιάνων της Αμερικής μετά την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου από τον Κολόμβο.
Με άξονα τη ζωή του τελευταίου, ο Σαβάλ αφηγήθηκε τις παράλληλες εθν(οτ)ικές ιστορίες τού ραγδαία μεταβαλλόμενου κόσμου της Ιβηρικής του 15ου αιώνα. Ως μέσο χρησιμοποίησε συρραφή από σύντομα αποσπάσματα αυθεντικών ιστορικών αφηγήσεων ή τεκμηρίων, και αυθεντικές μουσικές της εποχής. Θρησκευτικοί ύμνοι, θρήνοι, ερωτικά τραγούδια και ποιήματα, εμβατήρια, χοροί, οργανικά προανακρούσματα, δυτικά και ανατολίτικα ακούσματα, αποσπάσματα επιστολών, χρονικών και ημερολογίων, δημόσια διατάγματα, όλα συνυφάνθηκαν καίρια και άρρηκτα σε ένα συναρπαστικό, γεμάτο εκπλήξεις παιχνίδι αμφίδρομου φωτισμού και νοηματοδότησης. Παράλληλα, τα απαγγελλόμενα κείμενα διαπότιζαν το ακρόαμα με τη μουσικότητα έξι διαφορετικών γλωσσών: λατινικά, καστιλιάνικα, καταλανικά, εβραϊκά, αραβικά, μεξικανικά ναχουάτλ. Ετσι, το όλο προσέλαβε πολυδιάστατο, διαπολιτισμικό στίγμα, μετατρέποντας τις μουσικές σημειογραφίες σε συναισθηματικό αποτύπωμα της Ιστορίας! Αψογα δοσμένες από χορωδούς και μουσικούς, με τον Σαβάλ να «μιλάει» στοχαστικά μέσα από τη βιόλα ντα γκάμπα και την αγέραστη Μονσεράτ Φιγκουέρας να ζωντανεύει αρχαίους πόνους και πόθους με το εξαίσιο τραγούδι της, οι μουσικές μάς ταξίδεψαν εκεί που κανένα βιβλίο δεν είχε μπορέσει ώς τώρα να μας πάει!
Κλείνοντας θα επισημάνουμε πως το ακρόαμα «Χαμένοι Παράδεισοι» (2006) είναι μέρος σειράς ειδικών δισκογραφικών εκδόσεων αντίστοιχου -να πω απλώς ανθρωπιστικά ή, καλύτερα, πολιτικά στρατευμένου;- στίγματος, που συνδυάζουν με ευφάνταστο, δημιουργικό τρόπο μουσικά ακούσματα και διαδρομές στην Ιστορία. Ως τώρα κυκλοφόρησαν πέντε από αυτές: «Δον Κιχώτης από τη Μάντσα/Ρομάντσες και Μουσικές», αυθεντικά τραγούδια και μουσικές του ισπανικού 16ου αιώνα που αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες (2005), «Φραγκίσκος Ξαβιέρ: Ο Δρόμος προς την Ανατολή», πολιτισμική συνάντηση και αντιπαραβολή Ασίας και Ευρώπης στον 16ο αιώνα (2007), «Ιερουσαλήμ, Πόλη της διπλής Ειρήνης, Επουράνιας και Επίγειας», διαχρονικό πορτρέτο της Αγίας Πόλης με άξονα τις τρεις μεγάλες θρησκείες που όρισαν τον χαρακτήρα και το πεπρωμένο της (2008), και, τέλος, «Το ξεχασμένο Βασίλειο, Η τραγωδία των Καθαρών», το μακρύ χρονικό και η μοιραία, τελική σύγκρουση της κοινοτιστικών τάσεων μεσαιωνικής αίρεσης με την κραταιά Καθολική Εκκλησία (2009). Το 2008, αναγνωρίζοντας την εξαιρετική ανθρωπιστική και ευρύτερα μορφωτική σημασία της προσφοράς του Σαβάλ, η Ευρωπαϊκή Ενωση τον αναγόρευσε «Πρεσβευτή για τον διαπολιτισμικό διάλογο», ενώ η ΟΥΝΕΣΚΟ ονόμασε τον ίδιο και τη σύζυγό του Μονσεράτ Φιγκουέρας «Καλλιτέχνες για την Ειρήνη». *

Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Πόρπορα, Μπαρμπιρόλι και εκπλήξεις από νέους

Του Νικου Α. Δοντα Καθημερινή 18/4/2010
Εξαιρετική ήταν η βραδιά του συνόλου Latinitas Nostra στο Ιδρυμα Θεοχαράκη στις 18 Μαρτίου. Η «πασχαλινή» πρόταση του τσεμπαλίστα Μάρκελλου Χρυσικόπουλου περιλάμβανε πέντε από τα έξι «λατινικά ντουέτι για τα πάθη του Κυρίου» του Νικόλα Πόρπορα καθώς επίσης τη μοναδική σονάτα για τσέλο του συνθέτη. Παίζοντας εκκλησιαστικό όργανο και διευθύνοντας, ο Χρυσικόπουλος μαζί με τον Ιάσονα Ιωάννου -τσέλο και τον Θοδωρή Κίτσο - θεόρβη, συνόδεψαν την υψίφωνο Εμανουέλα Γκάλι που λίγες μέρες νωρίτερα είχε πρωταγωνιστήσει στη «Θεοδώρα» του Χαίντελ στο Μέγαρο Μουσικής, καθώς επίσης τον κόντρα τενόρο Νίκο Σπανό. Με φωνή διαυγή, εύπλαστη και δεξιοτεχνικά σίγουρη, διαθέτοντας καθαρή άρθρωση και εκφραστικότητα, η Γκάλι απέδωσε με επιτυχία το μουσικό κείμενο και το συναίσθημα κάθε ντουέτου. Πλάι της, με μαλακό, εύηχο ηχόχρωμα και καλαίσθητο τραγούδι ο Σπανός αντικατέστησε την αρχικά προβλεπόμενη μεσόφωνο Θεοδώρα Μπάκα. Η φωνή του συνδυάστηκε αρμονικά με αυτήν της Γκάλι, αναδεικνύοντας το πάθος και τον αισθησιασμό της μουσικής του Πόρπορα.
Κουαρτέτο
Την προηγούμενη βραδιά, 17 Μαρτίου, στην Αίθουσα Μητρόπουλου του Μεγάρου Μουσικής το Κουαρτέτο Μπαρμπιρόλι έπαιξε έργα Χάιντν, Μπέριο, Ντίλιους και Ντεμπισί. Ηταν μία από τις απολαυστικότερες βραδιές μουσικής δωματίου καθώς οι τέσσερις νέοι μουσικοί απέδωσαν τα έργα όχι μόνον με αίσθηση του ύφους και ακρίβεια, αλλά επίσης με μεγάλο πάθος. Υποδειγματικά ερμήνευσαν το Κουαρτέτο έργο 77 αρ. 1 του Χάιντν, με ελεγχόμενη ένταση και νεύρο στα ζωηρά μέρη αλλά επίσης μεγάλη πλαστικότητα στο αργό, όπου οι διαρκείς αναπροσαρμογές δυναμικής και τα «κλεψίματα» στους χρόνους έδιναν παλμό ζωής. Ακολούθησε το Κουαρτέτο αρ. 3 «Νυκτερινό» του Μπέριο. Ο τρόπος με τον οποίο οι τέσσερις μουσικοί προσδιόριζαν τα ηχοχρώματα ώστε ο ίδιος ο ήχος να αποτελεί το θέμα, ανταποκρινόταν στη διάθεση του συνθέτη να εκφράσει «ανείπωτες λέξεις».
Το σύνολο επέλεξε να αποδώσει μονάχα ένα μέρος, το αργό τρίτο με την επωνυμία «Χελιδόνια που ήρθαν αργά», από το κουαρτέτο εγχόρδων του Φρέντερικ Ντίλιους και ολοκλήρωσε το πρόγραμμά του με το εξαιρετικό Κουαρτέτο του Κλοντ Ντεμπισί: όπως θα το φανταζόταν κανείς μετά από όσα είχαν προηγηθεί, το απέδωσε με καθαρότητα, συναισθηματική ένταση και αίσθηση του ύφους.
Δύο βραδιές αργότερα (19/3) στο Θέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης εμφανίστηκαν δύο ακόμα νεαροί μουσικοί, ο τσελίστας Μιχάλης Χόιπελ και ο πιανίστας Μάρκος Κώτσιας. Από το πρόγραμμά τους κρατά κανείς κυρίως την ερμηνεία στη Σονάτα έργο 40 του Σοστακόβιτς, για την καθαρή εναλλαγή ανάμεσα στις τόσες διαθέσεις του έργου, αλλά και για το ειλικρινές συναίσθημα του αργού μέρους.

Το Μέγαρο δημιούργησε νέο κοινό;

Δεν έκανε τη μεγάλη τομή και, σχεδόν 20 χρόνια από την ίδρυσή του, η κλασική μουσική συνεχίζει να μη γοητεύει τους Ελληνες
Του Ηλια Mαγκλινη- Καθημερινή 18/4/2010

Το 1991, όταν το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (ΜΜΑ) εγκαινίασε τις πολυποίκιλες δραστηριότητές του, είναι έτος ορόσημο: ειδικά στην κλασική μουσική, μπορούμε να μιλάμε για «πριν» και «μετά» το Μέγαρο. Οι πολιτιστικές δράσεις του Μεγάρου δεν περιορίζονται όμως στις συναυλίες κλασικής μουσικής και στην όπερα, αλλά επεκτείνονται στην τζαζ, τον κλασικό και τον μοντέρνο χορό, τα εικαστικά δρώμενα, τους κύκλους διαλέξεων, τα εκπαιδευτικά προγράμματα και τα ανοίγματα στο έντεχνο και λαϊκό τραγούδι.
Του χρόνου, το Μέγαρο θα κλείσει τα είκοσι χρόνια λειτουργίας του, αλλά ήδη από φέτος, μετά τον θάνατο του Χρήστου Λαμπράκη, του οραματιστή και δημιουργού του οργανισμού, βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής και, ταυτόχρονα, στην έναρξη μιας άλλης. Με αυτήν την αφορμή, διάφορα ερωτήματα μπορούν να τεθούν, όπως αν η μεγάλη ποικιλία εκδηλώσεων και δράσεων του Μεγάρου συνιστά ταυτόχρονα και μια πολιτισμική τομή στην Ελλάδα.
Το Μέγαρο δεν είναι μόνον κλασική μουσική - είναι όμως ταυτισμένο με αυτήν. Και οι Ελληνες «φοβούνται» την κλασική μουσική. Από αυτήν τη σκοπιά, το ΜΜΑ είχε από την αρχή πολύ πιο δύσκολο έργο να επιτελέσει συγκριτικά με ανάλογους οργανισμούς του εξωτερικού. Ο Νίκος Τσούχλος, καλλιτεχνικός σύμβουλος της Καμεράτα και καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής, μιλώντας για τις εκπαιδευτικές δράσεις της Καμεράτας, μας έλεγε: «Επρεπε πριν από 15 χρόνια να έχουμε προσεγγίσει τους τότε πεντάχρονους, ώστε σήμερα να έχουμε κοντά μας κάποιους εικοσάχρονους - παιδιά που έχουν την ίδια ηλικία με το Μέγαρο!».
«Η αλήθεια είναι ότι τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Μεγάρου ήταν πάντα λίγο περιστασιακά και χωρίς βάθος», μας λέει η Γιούλη Παπαθεοδώρου, η οποία υπήρξε υπεύθυνη του Γραφείου Τύπου του ΜΜΑ από το 1991 έως το 2006. «Δεν γινόταν κάποια ουσιαστική προεργασία, ούτε από το Μέγαρο αλλά ούτε και από τα σχολεία που συμμετείχαν. Δεν υπήρχε συνέχεια. Αλλά δεν ευθύνεται μόνο το Μέγαρο. Στο εξωτερικό, είναι υποχρεωτικό τα ωδεία να παρακολουθούν τρεις συναυλίες τον χρόνο. Εδώ υπάρχουν παιδιά που τελειώνουν ωδείο και δεν έχουν πάει στο Μέγαρο».
Για την κ. Παπαθεοδώρου, το 1991 το ΜΜΑ έφερε μια μεγάλη αλλαγή στη χώρα. «Μέχρι να εμφανιστεί το Μέγαρο, τον χειμώνα μια φορά την εβδομάδα έπαιζε στο Παλλάς η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και το καλοκαίρι ό, τι συνέβαινε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Το Μέγαρο έφερε μεγάλα ονόματα της μουσικής και τον χειμώνα, δημιούργησε τον θεσμό της αγοράς εισιτηρίου τρεις εβδομάδες πριν, κινήθηκε πάνω σε έναν μεσοπρόθεσμο προγραμματισμό: ξέραμε τι θα γίνει μέσα σε μία σεζόν, όχι παραπέρα. Το μεγάλο ατού όμως ήταν αυτό της αίθουσας. Οταν το 1994 ήρθε να παίξει εδώ η Φιλαρμονική του Βερολίνου, τόσο οι μουσικοί όσο και ο ίδιος ο Κλαούντιο Αμπαντο εντυπωσιάστηκαν από την ακουστική της τότε Αίθουσας Φίλων της Μουσικής, σήμερα Χρήστου Λαμπράκη. Το ΜΜΑ έβαλε την Ελλάδα λίγο πιο βόρεια στον χάρτη».
Σε πρόσφατη συνάντηση του νέου προέδρου του οργανισμού, Ιωάννη Μάνου, με τους δημοσιογράφους, φάνηκε πάντως η διάθεση το «Μέγαρο να βγει στην πόλη». Αυτό σημαίνει εκδηλώσεις και εκτός του χώρου του Μεγάρου, το περιεχόμενο των οποίων θα ανακοινωθεί τον Μάιο. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ο Ι. Μάνος και οι συνεργάτες του στοχεύουν σε έναν τριετή προγραμματισμό. Αυτό δεν μπορούσε να συμβεί την εποχή του Χρήστου Λαμπράκη, λόγω του συγκεντρωτικού χαρακτήρα της διεύθυνσής του. Είναι κοινό μυστικό ότι το πρόγραμμα του Μεγάρου αποτελούνταν από προσωπικές επιλογές του προέδρου Γι’ αυτό και η μουσική μπαρόκ έλειπε έως τώρα από το Μέγαρο, μολονότι στο εξωτερικό έχει πέραση τα τελευταία χρόνια. Αν είχε γίνει νωρίτερα μια κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση, ίσως το Μέγαρο να είχε καλύτερη επαφή με το εξωτερικό. «Ναι, μόνο που αν ο Χρήστος Λαμπράκης δεν ήταν τόσο συγκεντρωτικός, δεν θα υπήρχε Μέγαρο», τονίζει η κ. Παπαθεοδώρου. Προσθέτει: «Η ειρωνεία είναι ότι τότε που είχαμε χρήματα και χορηγούς δεν πήγαν καλά οι πρωτογενείς παραγωγές του ΜΜΑ, κυρίως διότι χρειάζονταν καλύτερη δικτύωση, π. χ. με φεστιβάλ του εξωτερικού. Το Μέγαρο σήμερα είναι 19 χρόνων αλλά σε αυτόν τον τομέα δεν ξεκίνησε με σωστές βάσεις. Ο κόσμος το ξέρει το Μέγαρο, για παράδειγμα ο κύκλος Rising Stars είναι εκπληκτικός, όμως οι αίθουσες είναι άδειες. Σε αυτό ευθύνεται και ο Τύπος. Στήριξε μεν πολύ το Μέγαρο, αλλά κυρίως όταν έφερνε μεγάλα ονόματα. Ετσι, σημαντικές συναυλίες πέρασαν απαρατήρητες».
Τελικά, το Μέγαρο δημιούργησε ένα νέο κοινό; «Για να γίνει αυτό, πρέπει το Μέγαρο να κάνει ένα μεγάλο κοινωνικό άνοιγμα. Τομή έγινε μόνο με το Megaron Plus», σχολιάζει η Γιούλη Παπαθεοδώρου.
Τελικά, για ποιον;

Του Νικου Α. Δοντα*
Μεγάλες ορχήστρες και σημαντικοί καλλιτέχνες πάντοτε επισκέπτονταν την Αθήνα, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο τακτικά: τη δεκαετία του 1960, το Φεστιβάλ Αθηνών μετακαλούσε συχνά υπέρλαμπρους αστέρες –Κάραγιαν, Κάλλας, Νουρέγεφ και άλλους– και διαμόρφωνε προγράμματα σε απόλυτο συντονισμό με την υπόλοιπη Ευρώπη. Απουσίαζε όμως η λειτουργία αντίστοιχης τακτικής χειμερινής καλλιτεχνικής περιόδου και αυτήν προσέφερε το 1991 το Μέγαρο Μουσικής με τις αίθουσές του, κατάλληλα σχεδιασμένες για συμφωνική μουσική και μουσική δωματίου. Το κοινό άκουσε κλασική μουσική σε σωστές συνθήκες ακουστικής, απέκτησε εμπειρία φυσικού ήχου και βίωσε πόσο διαφέρει μία συναυλία από την αγαπημένη του ηχογράφηση. Τα ελληνικά σύνολα αναπτύχθηκαν σε κατάλληλες συνθήκες. Λίγα χρόνια αργότερα προστέθηκε η αίθουσα «Τριάντη», η πρώτη παγκοσμίως με σκηνικές δυνατότητες όπερας: κτισμένη με χρήματα του ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ενωσης σήμερα, σε συνθήκες κρίσης, δυσκολεύεται να δώσει προσωρινή διέξοδο στην Εθνική Λυρική Σκηνή.
Ξεκινώντας φιλόδοξα και σε πολλά επίπεδα, το Μέγαρο είχε ανάγκη από γενναιόδωρους χορηγούς. Αμεσα προσείλκυσε τη μεγαλοαστική τάξη και πλήθος νεόπλουτων, προσφέροντας το ίδιο το κυριολεκτικά ανώνυμης αισθητικής κτίριο (ποιος ο αρχιτέκτονας;) ως κοινωνική πασαρέλα. Είκοσι χρόνια αργότερα, δύσκολα μπορεί να απαλλαγεί από αυτό το προφίλ.
Σε ένα κράτος όπου τα σχολεία δεν κάνουν τη δουλειά τους, σπαταλήθηκαν οι ευκαιρίες ανάπτυξης νέου κοινού για την κλασική μουσική: τα εισιτήρια ακόμα και σε συναυλίες με έργα Μπετόβεν δεν ξεπουλιούνται. Απομένουν οι εξαιρετικές αίθουσες και θησαυρισμένες στη μνήμη θαυμάσιες συναυλίες και παραστάσεις: μετά από όσα έχουν δαπανηθεί, είναι άραγε αρκετό;
* Ο Νίκος Α. Δοντάς είναι κριτικός μουσικής στην «Καθημερινή».
Ενα κλειστό κεφάλαιο πολιτιστικής εμπειρίας προς αξιοποίηση
Του Γιαννη Σβωλου *
Το 2011, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών συμπληρώνει δύο δεκαετίες ζωής. Ολα αυτά τα χρόνια παρακολούθησα συστηματικά ως φιλόμουσος και μουσικοκριτικός την εκδίπλωση της πολυδιάστατης προσφοράς του, ενώ, παράλληλα, κατέγραφα και επεσήμαινα τις βαθιές αλλαγές που η πληθωρική δράση του επέφερε στη μουσική ζωή και στα πολιτιστικά ήθη του τόπου. Ιδρυμένος και υλοποιημένος με σύμπραξη ιδιωτών και κράτους, λειτουργώντας με κρατικές χρηματοδοτήσεις και ιδιωτικές χορηγίες, αυτός ο θεσμός πρόσφερε πολλά που ούτε το κράτος ούτε η ελληνική κοινωνία είχαν ενδιαφερθεί –ή μπορέσει– να κάνουν για την κλασική μουσική στη διάρκεια δύο αιώνων. Από αυτό το ευγενές, υψηλής ορατότητας πεδίο του δημόσιου πολιτιστικού βίου, στο οποίο ανέπτυσσε τις προτάσεις του με απόλυτη ελευθερία καλλιτεχνικού σχεδιασμού, απουσίαζε οιοσδήποτε επί της ουσίας κρατικός προγραμματισμός· μοιραία, οι επιλογές του Μεγάρου υποκατέστησαν την απούσα εθνική πολιτιστική πολιτική. Στις σχεδόν 3.000 εκδηλώσεις της εικοσαετίας παρήλασαν εκατοντάδες κορυφαίοι καλλιτέχνες και σύνολα, ενώ καλύφθηκαν πολύ μεγάλες εκτάσεις και μείζονα, χρονίζοντα κενά ρεπερτορίου. Ταυτόχρονα, όμως, εκδηλώθηκαν αναπόδραστες (;) συγκλίσεις ανάμεσα στον δεσπόζοντα λαϊκισμό του δημόσιου βίου και τα πληθωρικά οικονομικά μεγέθη. Αυτό οδήγησε σε υπερβολές, έξεις και περιοριστικές επιλογές που εκφράστηκαν με άνισες προβολές ή παραλείψεις περιοχών ρεπερτορίου, προβληματικές μεροληψίες και στρεβλώσεις ισορροπιών και ιδεολογικών εξελίξεων στην ελληνική μουσική και τέλος, με προγραμματισμούς που όχι λίγες φορές συνιστούσαν πρόκληση...
Σημαίνοντας και συμβολικά τέλος εποχής, η σύμπτωση της διεθνούς οικονομικής κρίσης με τον πρόσφατο θάνατο του Χρήστου Λαμπράκη συνιστά ευδιάκριτο σημείο καμπής στην περαιτέρω πορεία του ΟΜΜΑ. Σήμερα, η συσσωρευμένη, τριπλή προσφορά του θεσμού σε υψηλού επιπέδου εμπειρίες παραστατικών Τεχνών (μουσική, χορός, θέατρο), διαφύλαξη / οργάνωση υλικών τεκμηρίων (Μουσική Βιβλιοθήκη) και διάθεση πολιτιστικού κτιριακού εξοπλισμού διεθνών προδιαγραφών αποτελεί –με όλα τα «συν» αλλά και τα όποια «πλην» της– ένα πολύτιμο, αναντικατάστατο και απαράγραπτο εθνικό κεφάλαιο. Στη μακρά, δύσκολη για τον πολιτισμό πορεία ανάκαμψης, η κριτική αξιολόγηση και η ορθολογιστική αξιοποίηση αυτής της συσσώρευσης γίνονται μέρος ενός αγώνα πνευματικής επιβίωσης.
* Ο Γιάννης Σβώλος είναι κριτικός μουσικής στην «Ελευθεροτυπία».

Σάββατο 3 Απριλίου 2010

«Η Μεγάλη Εβδομάδα της Ψαλτικής» "Aρχείο"

Ανιχνεύοντας τις ερμηνείες του Χαριλάου Ταλιαδώρου.

του Αντώνη Ι. Κωνσταντινίδη, «Μακεδονία» 20 Απριλίου 2008

Η εβδομάδα που σήμερα, Κυριακή των Βαΐων, ανοίγει, δεν αποτελεί μόνο την «Μεγάλη» και κορυφαία εορτολογική περίοδο της Χριστιανοσύνης, που νοηματοδοτείται από τα Πάθη και το ελπιδοφόρο αναστάσιμο μήνυμα. Η μουσική επένδυση της Μεγάλης Εβδομάδας, όπως αυτή ανιχνεύεται μέσα στα παλαιά, παραδοσιακά ψαλτικά κείμενα, συντελεί καθοριστικά στη μοναδικότητα των συγκεκριμένων ακολουθιών σ’ ολόκληρο τον εκκλησιαστικό ενιαυτό και ορίζει ταυτόχρονα με τον πιο προσιτό τρόπο, ένα ιδιαίτερο, μοναδικής αξίας και έντονα μυστηριακής υφής, κομμάτι του δικού μας πολιτισμού.
Είναι η θαυμαστή, αειθαλής και απέριττη ψαλτική τέχνη, που καλείται να επενδύσει τη θεολογία των ύμνων, να μελίσει τα δογματικά στηρίγματα της ορθόδοξης πίστης, να φέρει από τα ώτα, στα χείλη και στις ψυχές των πιστών τα νοήματα του ελληνιστικού λόγου, να διαδώσει θριαμβευτικά, τη νίκη της ζωής επί του θανάτου.
Είναι, η Μεγάλη Εβδομάδα της μουσικής και των ψαλτών, η εβδομάδα που ιδιαίτερα για τους Θεσσαλονικείς ορίζεται από τη φωνή και τις ερμηνείες του κορυφαίου πρωτοψάλτη της Ορθοδοξίας και τελευταίου των μεγάλων διδασκάλων, του Χαριλάου Ταλιαδώρου.
Κανόνες, καθίσματα, εξαποστειλάρια, ιδιόμελα, στιχηρά. Ένας θαυμαστός κόσμος ποίησης και μουσικής, λόγου και μέλους, θα φανερωθεί, όπως κάθε χρονιά, τις μέρες αυτές, στις εκκλησιές των ρωμιών. Μαζί, θα ξετυλιχτούν δίοδοι προς το παρελθόν, ευκαιρία λατρευτικής αυτοσυγκέντρωσης και μεταφυσικής ανακούφισης του πόνου και της αγωνίας του σύγχρονου ανθρώπου. Θα δοθεί γι’ ακόμη μια φορά, μια πρόσφορη διέξοδος για ενδοσκόπηση, για τη συνειδητή ανεύρεση της συλλογικής μας ιδιοπροσωπείας, των πολιτισμικών μας καταβολών.
Είναι η εκκλησιαστική παράδοση της Μεγάλης Εβδομάδας που μας προσφέρει αυτήν την δυνατότητα και κοντά σ’ αυτήν τα λαϊκά ήθη και έθιμα των ημερών, η θύμηση των οποίων από μόνη της αρκεί να φέρει ένα χαμόγελο, εις μνήμην της αθωότητας.
Είναι εν τέλει αυτή, η απλή και περίφημη μονόφωνη παράδοση μας, η λαϊκή και λόγια τέχνη της εκκλησιαστικής μας μουσικής που έρχεται να επανατοποθετήσει καρδιακά το νόημα της ζωής στη διαχρονική του διάσταση, σε πείσμα των εφήμερων απαιτήσεων της εποχής μας. Και ο ερμηνευτής καλλιτέχνης, ο ψάλτης του ταπεινού αναλογίου αυτός που καλείται να μεταφέρει με τη φωνή του το νόημα των κειμένων, τον πλούτο της μουσικής και τις ψυχοακουστικές της επιρροές, στους φιλακόλουθους πιστούς.
Η αγια-Σοφιά
Είχαμε την τύχη επί έτη πολλά να ζούμε την μυσταγωγική αυτή ατμόσφαιρα και να ενωτιζόμαστε την ψαλτική μας παράδοση από τον μεγάλο δάσκαλο, στον περικαλλή ναό της Του Θεού Σοφίας.
Από το «Ερχόμενος ο Κύριος» μέχρι το «Αναστάσεως ημέρα», η κατανυκτική ατμόσφαιρα φωτίζεται από τον άρχοντα πρωτοψάλτη και τους δύο χορούς και οι ύμνοι του Πάθους ανυψώνονται από τα ανθρώπινα στα επουράνια, παρηγοριά, νόστος και οσμή ευωδίας πνευματικής.
Πραγματικά, κάθε μια Μεγάλη Εβδομάδα που περνά κοντά στον Ταλιαδώρο, αποτελεί και μία ξεχωριστή μουσική και ερμηνευτική αποκάλυψη, μία ανεπανάληπτη εμπειρία. Είναι ο ρυθμός, η στιβαρή και σεμνή έκφραση, η αψεγάδιαστη τεχνική, η μελιρρυτόφθογγος φωνή που σε αναγκάζει να υποκλιθείς στο ύφος ανεπίληπτων ερμηνειών, να βιώσεις το ήθος των κειμένων.
Εκεί, στην μνημειακή αγια-Σοφιά των Θεσσαλονικέων, ο χρόνος μοιάζει να’ χει σταματήσει, πεισματικά αμετακίνητος στο ένδοξο παρελθόν της βυζαντινής τέχνης. Σα να θέλει να εγείρει τη μουσικοϊστορική μνήμη, να αφυπνίσει τη ρωμαίικη συνείδηση, αντιμέτωπος με το ψευτολαμπικαρισμένο κλίμα και την κακογουστιά της εποχής μας.
Εκεί και ο δάσκαλος, ο Χαρίλαος της ψαλτικής και της καρδιάς μας, ολόρθος και ακάματος, ταγμένος στην αποστολή του, συνεχίζει να προσφέρει εδώ και εξήντα έξι χρόνια το δικό του μελωδικό παρόν, το ιδιαίτερο στίγμα του, να οριοθετεί και να διαμορφώνει με τις ερμηνείες του τη συντηρητική, απαραίτητη όμως εξέλιξη της τέχνης του.
Είναι αφ’ ενός η συνείδηση της λειτουργικότητας αυτής της μουσικής, του ιδιαιτέρου κάλλους της, η γνώση της παράδοσης των παλαιών προτύπων, των παλαιών πρωτοψαλτών και αφετέρου ο καλλίφωνος λάρυγξ, η μουσική μνήμη, η ακένωτος φαντασία, η τεχνική και η κατοχή του ρεπερτορίου, που αποτελούν μόνο κάποιες από τις ιδιαίτερες παραμέτρους που συνθέτουν το φαινόμενο και το μεγαλείο του άριστου ερμηνευτή.
Γι’ αυτό και η απαιτητική ερμηνευτικά και ψαλτικά δύσκολη, Μεγάλη Εβδομάδα, κινείται πάντοτε σε ρυθμούς αβίαστης γνησιότητας, αναζητώντας το διακριτό κάθε φορά μελωδικό της περιεχόμενο, κάπου εκεί στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην αγια-Σοφιά του κυρ Χαρίλαου.
Φθορά και ελπίδα
Η ψαλτική μας κληρονομιά, δεν έχει μείνει αλώβητη από το καταναλωτικό πνεύμα της εποχής μας, από τους ρυθμούς της ζωής. Κάθε τέτοια περίοδο από τα τηλεοπτικά κυρίως μέσα, γινόμαστε δέκτες ερμηνειών που ξεθωριάζουν, πιθηκίζοντας σ’ ένα ανοίκειο προς την παράδοση πανηγυρίστικο στυλ. Κι όμως, ερμηνευτικές παρουσίες όπως αυτή του άρχοντα Ταλιαδώρου αλλά και κοντά σ’ αυτόν πολλών άλλων επωνύμων ή και άγνωστων μελωδών της ψαλτικής μας τέχνης οριοθετούν ελπιδοφόρα τη συνέχεια αυτής της βαρύτιμης λαϊκής και λόγιας παράδοσης μας με σεμνότητα και σοβαρότητα, για πολλές ακόμη Μεγάλες Εβδομάδες. Καλό Πάσχα.

Επιτυχημένη πανελλήνια πρώτη της «Θεοδώρας»

Του Νικου Α. Δοντα "Καθημερινή" 3/04/2010
Στις 13 Μαρτίου για μία και μόνον βραδιά –τι σπατάλη προσπάθειας!– παρουσιάστηκε σε πανελλήνια πρώτη στην αίθουσα Τριάντη το ορατόριο «Θεοδώρα» του Χέντελ. Τους μονωδούς, την Μικτή Δημοτική Χορωδία Αθηνών (διεύθυνση: Σταύρος Μπερής) και την Καμεράτα - Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής με όργανα εποχής και ενισχυμένη από πλήθος ακόμα μουσικών, διηύθυνε ο Γιώργος Πέτρου.
Το συγκεκριμένο έργο ήρθε στο προσκήνιο όταν το 1996 παρουσιάστηκε στο Γκλάιντμπορν σε σκηνοθεσία του Αμερικανού Πίτερ Σέλαρς και μουσική διεύθυνση του Ουίλιαμ Κρίστι. Στον απόηχο του «πολέμου στον Κόλπο» η παραγωγή έγραψε ιστορία κυρίως στον αγγλοσαξονικό χώρο λόγω των αναφορών στην επικαιρότητα και ευρύτερα στον πολιτισμό των ΗΠΑ.
Κάτι τέτοιο ήταν δυνατό να συμβεί στη Βρετανία που ξέρει καλά τον Χέντελ της. Η Αθήνα, όμως, μόλις πρόσφατα ανακάλυψε συστηματικά τις όπερές του και με εξαίρεση τον «Ξέρξη» δεν έχει παρακολουθήσει δεύτερη φορά άλλο έργο του συνθέτη. Την πανελλήνια πρώτη τους αναμένουν σημαντικές όπερες, όπως είναι ο «Ρινάλδος» και ο «Αριοδάντης», ενώ ακόμα και αριστουργήματα, όπως ο «Ιούλιος Καίσαρας», απουσιάζουν από τη σκηνή εδώ και 25 χρόνια.
Από αυτή την άποψη, η επιλογή της «Θεοδώρας» υπήρξε ριψοκίνδυνη: το θέμα του έργου δεν είναι εύκολο να πείσει το σύγχρονο ελληνικό κοινό, ενώ η μουσική πρέπει να κρατήσει τον ακροατή επί τρεις ώρες παρότι τα κυρίαρχα συναισθήματα της αγάπης και της συμπόνιας δεν επιτρέπουν μεγάλες εναλλαγές διάθεσης.
Η Καμεράτα σε νέο ρόλο
Στο πλαίσιο μιας πολύ οικονομικής παραγωγής που αποτυπώθηκε σε ένα τρίπτυχο διαφημιστικό φυλλάδιο–πρόγραμμα, ο σκηνοθέτης Πάρις Μέξης κινήθηκε έξυπνα σε προφανείς λύσεις: Ρωμαίοι άρχοντες με φράκα και ασπρόμαυρα ρούχα διαχωρίζονταν σαφώς από χριστιανούς που φορούσαν πολύχρωμα, σύγχρονα καθημερινά ρούχα. Σύμβολα φτιαγμένα στον υπολογιστή προβλήθηκαν στο βάθος, μουσικά αναλόγια σε διάφορους συνδυασμούς λειτούργησαν με φαντασία.
Η Καμεράτα ανταποκρίθηκε θετικά στο νέο της ρόλο ως σύνολο μπαρόκ και τα πρόσθετα πνευστά έκαναν τη διαφορά. Πάντοτε γεμάτος νεύρο στα ζωηρά μέρη αλλά και λυρικός στα αργά, ο Πέτρου δημιουργούσε τις απαραίτητες εντάσεις και κράτησε τον παλμό της βραδιάς. Θαυμάσια στον ρόλο της Ειρήνης υπήρξε η Ειρήνη Καράγιαννη, που με τη θερμή φωνή και το καλλιεργημένο τραγούδι της απέδωσε τα έντονα συναισθήματα του ρόλου.
Η λαμπερή φωνή της Εμανουέλας Γκάλλι στον ρόλο της Θεοδώρας ταίριαξε καλά με εκείνην της Κριστίνας Χάμαρστραϊμ στον ρόλο του Δίδυμου: τα ντουέτα τους αποτέλεσαν τις κορυφώσεις της βραδιάς. Τις δεξιοτεχνικά απαιτητικές άριες του Σεπτίμιου αντιμετώπισε ηρωικά ο τενόρος Τζέισον Νταρνέλ, ενώ επιβλητικός ήταν ο Γιάννης Γιαννίσης ως Ουάλης.