Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Το Μέγαρο δημιούργησε νέο κοινό;

Δεν έκανε τη μεγάλη τομή και, σχεδόν 20 χρόνια από την ίδρυσή του, η κλασική μουσική συνεχίζει να μη γοητεύει τους Ελληνες
Του Ηλια Mαγκλινη- Καθημερινή 18/4/2010

Το 1991, όταν το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (ΜΜΑ) εγκαινίασε τις πολυποίκιλες δραστηριότητές του, είναι έτος ορόσημο: ειδικά στην κλασική μουσική, μπορούμε να μιλάμε για «πριν» και «μετά» το Μέγαρο. Οι πολιτιστικές δράσεις του Μεγάρου δεν περιορίζονται όμως στις συναυλίες κλασικής μουσικής και στην όπερα, αλλά επεκτείνονται στην τζαζ, τον κλασικό και τον μοντέρνο χορό, τα εικαστικά δρώμενα, τους κύκλους διαλέξεων, τα εκπαιδευτικά προγράμματα και τα ανοίγματα στο έντεχνο και λαϊκό τραγούδι.
Του χρόνου, το Μέγαρο θα κλείσει τα είκοσι χρόνια λειτουργίας του, αλλά ήδη από φέτος, μετά τον θάνατο του Χρήστου Λαμπράκη, του οραματιστή και δημιουργού του οργανισμού, βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής και, ταυτόχρονα, στην έναρξη μιας άλλης. Με αυτήν την αφορμή, διάφορα ερωτήματα μπορούν να τεθούν, όπως αν η μεγάλη ποικιλία εκδηλώσεων και δράσεων του Μεγάρου συνιστά ταυτόχρονα και μια πολιτισμική τομή στην Ελλάδα.
Το Μέγαρο δεν είναι μόνον κλασική μουσική - είναι όμως ταυτισμένο με αυτήν. Και οι Ελληνες «φοβούνται» την κλασική μουσική. Από αυτήν τη σκοπιά, το ΜΜΑ είχε από την αρχή πολύ πιο δύσκολο έργο να επιτελέσει συγκριτικά με ανάλογους οργανισμούς του εξωτερικού. Ο Νίκος Τσούχλος, καλλιτεχνικός σύμβουλος της Καμεράτα και καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής, μιλώντας για τις εκπαιδευτικές δράσεις της Καμεράτας, μας έλεγε: «Επρεπε πριν από 15 χρόνια να έχουμε προσεγγίσει τους τότε πεντάχρονους, ώστε σήμερα να έχουμε κοντά μας κάποιους εικοσάχρονους - παιδιά που έχουν την ίδια ηλικία με το Μέγαρο!».
«Η αλήθεια είναι ότι τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Μεγάρου ήταν πάντα λίγο περιστασιακά και χωρίς βάθος», μας λέει η Γιούλη Παπαθεοδώρου, η οποία υπήρξε υπεύθυνη του Γραφείου Τύπου του ΜΜΑ από το 1991 έως το 2006. «Δεν γινόταν κάποια ουσιαστική προεργασία, ούτε από το Μέγαρο αλλά ούτε και από τα σχολεία που συμμετείχαν. Δεν υπήρχε συνέχεια. Αλλά δεν ευθύνεται μόνο το Μέγαρο. Στο εξωτερικό, είναι υποχρεωτικό τα ωδεία να παρακολουθούν τρεις συναυλίες τον χρόνο. Εδώ υπάρχουν παιδιά που τελειώνουν ωδείο και δεν έχουν πάει στο Μέγαρο».
Για την κ. Παπαθεοδώρου, το 1991 το ΜΜΑ έφερε μια μεγάλη αλλαγή στη χώρα. «Μέχρι να εμφανιστεί το Μέγαρο, τον χειμώνα μια φορά την εβδομάδα έπαιζε στο Παλλάς η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και το καλοκαίρι ό, τι συνέβαινε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Το Μέγαρο έφερε μεγάλα ονόματα της μουσικής και τον χειμώνα, δημιούργησε τον θεσμό της αγοράς εισιτηρίου τρεις εβδομάδες πριν, κινήθηκε πάνω σε έναν μεσοπρόθεσμο προγραμματισμό: ξέραμε τι θα γίνει μέσα σε μία σεζόν, όχι παραπέρα. Το μεγάλο ατού όμως ήταν αυτό της αίθουσας. Οταν το 1994 ήρθε να παίξει εδώ η Φιλαρμονική του Βερολίνου, τόσο οι μουσικοί όσο και ο ίδιος ο Κλαούντιο Αμπαντο εντυπωσιάστηκαν από την ακουστική της τότε Αίθουσας Φίλων της Μουσικής, σήμερα Χρήστου Λαμπράκη. Το ΜΜΑ έβαλε την Ελλάδα λίγο πιο βόρεια στον χάρτη».
Σε πρόσφατη συνάντηση του νέου προέδρου του οργανισμού, Ιωάννη Μάνου, με τους δημοσιογράφους, φάνηκε πάντως η διάθεση το «Μέγαρο να βγει στην πόλη». Αυτό σημαίνει εκδηλώσεις και εκτός του χώρου του Μεγάρου, το περιεχόμενο των οποίων θα ανακοινωθεί τον Μάιο. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ο Ι. Μάνος και οι συνεργάτες του στοχεύουν σε έναν τριετή προγραμματισμό. Αυτό δεν μπορούσε να συμβεί την εποχή του Χρήστου Λαμπράκη, λόγω του συγκεντρωτικού χαρακτήρα της διεύθυνσής του. Είναι κοινό μυστικό ότι το πρόγραμμα του Μεγάρου αποτελούνταν από προσωπικές επιλογές του προέδρου Γι’ αυτό και η μουσική μπαρόκ έλειπε έως τώρα από το Μέγαρο, μολονότι στο εξωτερικό έχει πέραση τα τελευταία χρόνια. Αν είχε γίνει νωρίτερα μια κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση, ίσως το Μέγαρο να είχε καλύτερη επαφή με το εξωτερικό. «Ναι, μόνο που αν ο Χρήστος Λαμπράκης δεν ήταν τόσο συγκεντρωτικός, δεν θα υπήρχε Μέγαρο», τονίζει η κ. Παπαθεοδώρου. Προσθέτει: «Η ειρωνεία είναι ότι τότε που είχαμε χρήματα και χορηγούς δεν πήγαν καλά οι πρωτογενείς παραγωγές του ΜΜΑ, κυρίως διότι χρειάζονταν καλύτερη δικτύωση, π. χ. με φεστιβάλ του εξωτερικού. Το Μέγαρο σήμερα είναι 19 χρόνων αλλά σε αυτόν τον τομέα δεν ξεκίνησε με σωστές βάσεις. Ο κόσμος το ξέρει το Μέγαρο, για παράδειγμα ο κύκλος Rising Stars είναι εκπληκτικός, όμως οι αίθουσες είναι άδειες. Σε αυτό ευθύνεται και ο Τύπος. Στήριξε μεν πολύ το Μέγαρο, αλλά κυρίως όταν έφερνε μεγάλα ονόματα. Ετσι, σημαντικές συναυλίες πέρασαν απαρατήρητες».
Τελικά, το Μέγαρο δημιούργησε ένα νέο κοινό; «Για να γίνει αυτό, πρέπει το Μέγαρο να κάνει ένα μεγάλο κοινωνικό άνοιγμα. Τομή έγινε μόνο με το Megaron Plus», σχολιάζει η Γιούλη Παπαθεοδώρου.
Τελικά, για ποιον;

Του Νικου Α. Δοντα*
Μεγάλες ορχήστρες και σημαντικοί καλλιτέχνες πάντοτε επισκέπτονταν την Αθήνα, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο τακτικά: τη δεκαετία του 1960, το Φεστιβάλ Αθηνών μετακαλούσε συχνά υπέρλαμπρους αστέρες –Κάραγιαν, Κάλλας, Νουρέγεφ και άλλους– και διαμόρφωνε προγράμματα σε απόλυτο συντονισμό με την υπόλοιπη Ευρώπη. Απουσίαζε όμως η λειτουργία αντίστοιχης τακτικής χειμερινής καλλιτεχνικής περιόδου και αυτήν προσέφερε το 1991 το Μέγαρο Μουσικής με τις αίθουσές του, κατάλληλα σχεδιασμένες για συμφωνική μουσική και μουσική δωματίου. Το κοινό άκουσε κλασική μουσική σε σωστές συνθήκες ακουστικής, απέκτησε εμπειρία φυσικού ήχου και βίωσε πόσο διαφέρει μία συναυλία από την αγαπημένη του ηχογράφηση. Τα ελληνικά σύνολα αναπτύχθηκαν σε κατάλληλες συνθήκες. Λίγα χρόνια αργότερα προστέθηκε η αίθουσα «Τριάντη», η πρώτη παγκοσμίως με σκηνικές δυνατότητες όπερας: κτισμένη με χρήματα του ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ενωσης σήμερα, σε συνθήκες κρίσης, δυσκολεύεται να δώσει προσωρινή διέξοδο στην Εθνική Λυρική Σκηνή.
Ξεκινώντας φιλόδοξα και σε πολλά επίπεδα, το Μέγαρο είχε ανάγκη από γενναιόδωρους χορηγούς. Αμεσα προσείλκυσε τη μεγαλοαστική τάξη και πλήθος νεόπλουτων, προσφέροντας το ίδιο το κυριολεκτικά ανώνυμης αισθητικής κτίριο (ποιος ο αρχιτέκτονας;) ως κοινωνική πασαρέλα. Είκοσι χρόνια αργότερα, δύσκολα μπορεί να απαλλαγεί από αυτό το προφίλ.
Σε ένα κράτος όπου τα σχολεία δεν κάνουν τη δουλειά τους, σπαταλήθηκαν οι ευκαιρίες ανάπτυξης νέου κοινού για την κλασική μουσική: τα εισιτήρια ακόμα και σε συναυλίες με έργα Μπετόβεν δεν ξεπουλιούνται. Απομένουν οι εξαιρετικές αίθουσες και θησαυρισμένες στη μνήμη θαυμάσιες συναυλίες και παραστάσεις: μετά από όσα έχουν δαπανηθεί, είναι άραγε αρκετό;
* Ο Νίκος Α. Δοντάς είναι κριτικός μουσικής στην «Καθημερινή».
Ενα κλειστό κεφάλαιο πολιτιστικής εμπειρίας προς αξιοποίηση
Του Γιαννη Σβωλου *
Το 2011, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών συμπληρώνει δύο δεκαετίες ζωής. Ολα αυτά τα χρόνια παρακολούθησα συστηματικά ως φιλόμουσος και μουσικοκριτικός την εκδίπλωση της πολυδιάστατης προσφοράς του, ενώ, παράλληλα, κατέγραφα και επεσήμαινα τις βαθιές αλλαγές που η πληθωρική δράση του επέφερε στη μουσική ζωή και στα πολιτιστικά ήθη του τόπου. Ιδρυμένος και υλοποιημένος με σύμπραξη ιδιωτών και κράτους, λειτουργώντας με κρατικές χρηματοδοτήσεις και ιδιωτικές χορηγίες, αυτός ο θεσμός πρόσφερε πολλά που ούτε το κράτος ούτε η ελληνική κοινωνία είχαν ενδιαφερθεί –ή μπορέσει– να κάνουν για την κλασική μουσική στη διάρκεια δύο αιώνων. Από αυτό το ευγενές, υψηλής ορατότητας πεδίο του δημόσιου πολιτιστικού βίου, στο οποίο ανέπτυσσε τις προτάσεις του με απόλυτη ελευθερία καλλιτεχνικού σχεδιασμού, απουσίαζε οιοσδήποτε επί της ουσίας κρατικός προγραμματισμός· μοιραία, οι επιλογές του Μεγάρου υποκατέστησαν την απούσα εθνική πολιτιστική πολιτική. Στις σχεδόν 3.000 εκδηλώσεις της εικοσαετίας παρήλασαν εκατοντάδες κορυφαίοι καλλιτέχνες και σύνολα, ενώ καλύφθηκαν πολύ μεγάλες εκτάσεις και μείζονα, χρονίζοντα κενά ρεπερτορίου. Ταυτόχρονα, όμως, εκδηλώθηκαν αναπόδραστες (;) συγκλίσεις ανάμεσα στον δεσπόζοντα λαϊκισμό του δημόσιου βίου και τα πληθωρικά οικονομικά μεγέθη. Αυτό οδήγησε σε υπερβολές, έξεις και περιοριστικές επιλογές που εκφράστηκαν με άνισες προβολές ή παραλείψεις περιοχών ρεπερτορίου, προβληματικές μεροληψίες και στρεβλώσεις ισορροπιών και ιδεολογικών εξελίξεων στην ελληνική μουσική και τέλος, με προγραμματισμούς που όχι λίγες φορές συνιστούσαν πρόκληση...
Σημαίνοντας και συμβολικά τέλος εποχής, η σύμπτωση της διεθνούς οικονομικής κρίσης με τον πρόσφατο θάνατο του Χρήστου Λαμπράκη συνιστά ευδιάκριτο σημείο καμπής στην περαιτέρω πορεία του ΟΜΜΑ. Σήμερα, η συσσωρευμένη, τριπλή προσφορά του θεσμού σε υψηλού επιπέδου εμπειρίες παραστατικών Τεχνών (μουσική, χορός, θέατρο), διαφύλαξη / οργάνωση υλικών τεκμηρίων (Μουσική Βιβλιοθήκη) και διάθεση πολιτιστικού κτιριακού εξοπλισμού διεθνών προδιαγραφών αποτελεί –με όλα τα «συν» αλλά και τα όποια «πλην» της– ένα πολύτιμο, αναντικατάστατο και απαράγραπτο εθνικό κεφάλαιο. Στη μακρά, δύσκολη για τον πολιτισμό πορεία ανάκαμψης, η κριτική αξιολόγηση και η ορθολογιστική αξιοποίηση αυτής της συσσώρευσης γίνονται μέρος ενός αγώνα πνευματικής επιβίωσης.
* Ο Γιάννης Σβώλος είναι κριτικός μουσικής στην «Ελευθεροτυπία».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου