Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Η παγκόσμια πρώτη της «Φρόσως» του Λαυράγκα

Ο αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής και οι μονωδοί που τραγούδησαν τη «Φρόσω»
στις «Ελληνικές Μουσικές Γιορτές - 2010» της ΚΟΑ

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ- Ελευθεροτυπία 28-4-2010
Επιμένοντας στην παράδοξη, αντιπαραγωγική λογική της χωριστής, περιχαρακωμένης προβολής του ιστορικού εθνικού ρεπερτορίου, η ΚΟΑ διοργάνωσε για έκτη χρονιά «Ελληνικές Μουσικές Γιορτές» (23-30/4).
Αξονας ήταν φέτος η όπερα των Επτανήσιων συνθετών, στην οποία ήταν επίσης αφιερωμένη η γόνιμη σε ενδιαφέρουσες ανακοινώσεις διημερίδα που συνδιοργανώθηκε με το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον ΟΜΜΑ. Η αποχή της ΕΛΣ ειδικά από αυτόν τον κύκλο εκδηλώσεων έγινε αισθητή και γεννά ερωτήματα· πόσο μάλλον που, αναπόφευκτα, αρκετές συναυλίες υλοποιήθηκαν με μονωδούς προερχόμενους από το καλλιτεχνικό δυναμικό της.
Θεαματική εκκίνηση έγινε με την κατά 72 χρόνια καθυστερημένη παγκόσμια πρεμιέρα της τρίπρακτης όπερας «Φρόσω», του Διονυσίου Λαυράγκα (1860-1941) υπό τον Βύρωνα Φιδετζή. Πρόκειται για το κύκνειο άσμα του Κεφαλονίτη συνθέτη, δημιούργημα της περιόδου 1935-1940. Της παρουσίασης προηγήθηκε εκτεταμένη, κοπιώδης αποκατάσταση/προετοιμασία του μουσικού υλικού από τον μουσικολόγο Γιάννη Τσελίκα και τον Βύρωνα Φιδετζή. Η όπερα δόθηκε σε συναυλιακή μορφή στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» από την ΚΟΑ με συμμετοχή της Χορωδίας της ΕΡΤ, της Μικτής Δημοτικής Χορωδίας, της Ορχήστρας Νυκτών Εγχόρδων «Απόλλων Μουσηγέτης» και οκτώ μονωδών.
Το έργο άφησε ωραίες, εξαιρετικά ερεθιστικές εντυπώσεις. Οπως σε άλλες, αντίστοιχες περιπτώσεις, κυριάρχησε το ξάφνιασμα από την αποκάλυψη ολόκληρου κεφαλαίου του ιστορικού ρεπερτορίου που παρέμενε άγνωστο. Γραμμένη από τον σχεδόν 80χρονο Επτανήσιο συνθέτη στο τέλος του μεσοπολέμου, η «Φρόσω» συμπίπτει με την ακμή της εγχώριας εθνικής σχολής προς την οποία εφάπτεται σημειακά. Την ίδια εποχή πρωτακούγονται ο «Ματθίας ο ζωγράφος» του Χίντεμιτ, η «Λούλου» του Μπεργκ, το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Προκόφιεφ, η «Δάφνη» και το «Καπρίτσιο» του Ρίχαρντ Στράους. Στις σκηνές της γειτονικής Ιταλίας κυριαρχούν οι όπερες του Πουτσίνι ενώ γράφονται οι, σήμερα σχεδόν ξεχασμένες, όπερες των Ρεσπίγκι, Τσαντονάι, Νταλαπίκολα, Μαλιπιέρο.
Σ' αυτό το πιο ήπιο πεδίο (της περιφέρειας) του μεσογειακού νότου εγγράφεται φυσικά και αβίαστα η «Φρόσω» αποτυπώνοντας με ακρίβεια μία κυρίαρχη όψη των ελληνικών μουσικών πραγμάτων της εποχής, χαρακτηριστικό όπου εντοπίζεται η αξία της και η πηγή μέγιστης απόλαυσης που πρόσφερε. Στα ακούσματά της αναγνωρίσαμε την πουτσίνεια θεατρικότητα στην απόδοση της τετριμμένης καθημερινότητας, τη λαϊκή θεματική και την εσκεμμένη εκφραστική τραχύτητα των βεριστών, δημιουργικά αφομοιωμένα διδάγματα από τις εξελίξεις της ενορχήστρωσης, δραματουργική χρήση υπενθυμητικών μοτίβων και εθνικών ακουσμάτων, άριες και σύνολα εντεταγμένα σε συνεχή μουσική ροή.
Ιδανικό έργο για το φεστιβάλ
Με δυο λόγια, η «Φρόσω» είναι μια συναρπαστική, τυπικά βεριστική όπερα, διατυπωμένη σε ξεκάθαρη, γεμάτη αυτοπεποίθηση προσωπική γραφή, εμπλουτισμένη με αναγνωρίσιμες γειώσεις ελληνικών ακουσμάτων, ένα έργο ωριμότητας παλλόμενο από ενδιαφέροντα ιστορικοκοινωνικά συμφραζόμενα. Η ένταξή της στο εγχώριο ρεπερτόριο θα άλλαζε την ώς τώρα στρεβλή εικόνα της ελληνικής όπερας. Αυτονόητο είναι, λοιπόν, ότι περιμένουμε την πλήρη σκηνική παραγωγή της από την ΕΛΣ· επίσης θα ήταν ιδανικό έργο για το διεθνών φιλοδοξιών Φεστιβάλ Αθηνών, αφού, ως εγχώρια βεριστική όπερα με σαφές εθνικό στίγμα, θα γινόταν ικανός πόλος έλξης για τους Ευρωπαίους οπερόφιλους.
Την εκτέλεση που ακούσαμε υπονόμευσε σοβαρά η βαγκνερικών διαστάσεων -άρα καταφανώς εκτός κλίμακος- ενορχήστρωση, που αφάνισε κάθε λεπτομέρεια και κάλυπτε τους μονωδούς. Ανισο ήταν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Με την πλούσια, χυμώδη φωνή της σε χρυσή ωριμότητα, η υψίφωνος Μάτα Κατσούλη πρόσφερε ένα σαγηνευτικό, υψηλής μουσικότητας, δραματικά ισορροπημένο άρα και βαθύτατα συγκινητικό πορτρέτο της άτυχης Φρόσως. Παρ' ότι δείχνει να διαθέτει το φωνητικό εύρος που απαιτεί ο δύσκολος, γεμάτος σχεδόν εξπρεσιονιστικές εξάρσεις ρόλος του Τάσου, ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος ανταποκρίθηκε με ένα τραγούδι ενίοτε άτεχνο και βιασμένο, κυρίως όμως δίχως το αναμενόμενο πλάσιμο της μελωδικής γραμμής. Καλοί ήσαν οι λοιποί συντελεστές. Η υψίφωνος Μίνα Πολυχρόνου εξασφάλισε άνετα τις δέουσες μελοδραματικές αιχμές στον κατατερίστικο ρόλο της τραγουδίστριας του «Καφέ σαντάν» Φανής, ως φίλοι του Τάσου οι Δημήτρης Πλατανιάς, Αρης Προσπαθόπουλος και Κώστας Ντότσικας έδεσαν σε ωραία, ισορροπημένα σύνολα, ενώ η άλτο Αγγελική Καθαρίου και ο τενόρος Νίκος Στεφάνου έφεραν με άνεση τους σύντομους, υποστηρικτικούς ρόλους της βάγιας Φιλιώς και του μουεζίνη/διαβάτη. Ο Βύρων Φιδετζής διηύθυνε με ταιριαστό σφρίγος και αίσθηση δραματικού χρονισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου