Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Εύκολες επιλογές από τον Μίσα Μάισκι

Tου Νικου Α. Δοντα "Καθημερινή 31-10-2010"
Με τον διάσημο τσελίστα Μίσα Μάισκι εγκαινίασε τη φετινή του καλλιτεχνική περίοδο το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Παλιός γνώριμος, με εμφανίσεις στο Μέγαρο αλλά και στο Φεστιβάλ Αθηνών, ο Μάισκι επανήλθε στις 14 Οκτωβρίου στην Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», όπου έδωσε ρεσιτάλ συνοδευόμενος από την 23χρονη κόρη του Λίλι.
Αναμφίβολα ένας τσελίστας της νεότερης γενιάς όπως ο Νορβηγός Τρουλς Μερκ, ο Γάλλος Γκοτιέ Καπισόν, η Σολ Γκαμπέτα από την Αργεντινή, ακόμα και η Κορεάτισσα Χαν-Να Τσανγκ, δεν θα γέμιζε την αίθουσα. Ωστόσο, ενδεχομένως να είχε να προτείνει πρόγραμμα πιο ενδιαφέρον από αυτό του Μάισκι. Ο εβραϊκής καταγωγής αστέρας γέμισε μεγάλο μέρος της διάρκειας της βραδιάς με κομμάτια που άλλοι προτιμούν ως «ανκόρ». Εύκολες, εύπεπτες επιλογές, που φυσικά δεν απογοήτευσαν κανέναν.
Η βραδιά ξεκίνησε χλιαρά με τις «Επτά παραλλαγές» για τσέλο και πιάνο του Μπετόβεν, βασισμένες σε θέμα από την όπερα «Ο μαγικός αυλός» του Μότσαρτ. Περιττό να σημειώσει κανείς για πολλοστή φορά ότι παρά τη θαυμάσια ακουστική, λόγω του μεγέθους της, η συγκεκριμένη αίθουσα του Μεγάρου δεν είναι η καταλληλότερη για έργα μουσικής δωματίου. Χρειάζεται χρόνος μέχρι να εξοικειωθεί το αυτί με την ένταση των οργάνων, αλλά ακόμα και τότε χάνονται αρκετά από τα στοιχεία της γραφής των έργων όπως επίσης των εκλεπτύνσεων μιας ερμηνείας. Χάθηκαν στην αρχή και μερικές από τις νότες κάτω από τα δάκτυλα της Λίλι, η οποία όμως γρήγορα βρήκε την αυτοπεποίθησή της και στάθηκε άξια πλάι στον πατέρα της στα «Φανταστικά κομμάτια» έργο 73 του Ρόμπερτ Σούμαν, που δόθηκαν σε μεταγραφή για τσέλο και πιάνο. Ηταν ίσως η ευτυχέστερη στιγμή της βραδιάς.
Ακολούθησε η πολύ προσωπική, συναισθηματικά ιδιαίτερα φορτισμένη ανάγνωση της Σονάτας για τσέλο και πιάνο του Ντεμπισί. Με οδηγό το πάθος, ο Μάισκι οδηγήθηκε σε ακραίες ταχύτητες, είτε υπερβολικά γρήγορες είτε, πάλι, ακραία αργές.
Ισπανικό άρωμα
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας ακούστηκαν έργα Ισπανών συνθετών, του Ενρίκε Γρανάδος, του Ισαάκ Αλμπένιθ, του Γασπάρ Κασαδό και του Μανουέλ ντε Φάγια. Τόσο η «Λαϊκή ισπανική σουίτα» του τελευταίου, μεταγραφή των «Επτά λαϊκών ισπανικών τραγουδιών», όσο και όλες οι υπόλοιπες σύντομες μουσικές σελίδες στηρίζονται κατά μείζονα λόγο στην απόδοση του τοπικού χρώματος, συνεπώς στη γοητεία της ερμηνείας.
Δεν δυσκολεύεται να φανταστεί κανείς ότι ο Μάισκι κέρδισε το όχι και τόσο απαιτητικό στοίχημα. Εμπειρος και χαρισματικός, διαμόρφωνε τις φράσεις τονίζοντας με έμφαση στοιχεία ρυθμού και αναδεικνύοντας διατυπώσεις πρόδηλου πάθους. Εκτός προγράμματος έκλεισε τον κύκλο, επιλέγοντας σελίδες των Σκριάμπιν, Σοστακόβιτς και Ρίχαρντ Στράους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου