Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Τροπική θύελλα στο Ηρώδειο!

Με παρουσιαστικό ποδοσφαιριστή, εξωστρεφώς θεατρικό ταμπεραμέντο και απόλυτο έλεγχο των μουσικών, ο Ντουνταμέλ διευθύνει την ορχήστρα «Σιμόν Μπολίβαρ» (photo: Μπίλιος)

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ "Ελευθεροτυπία 14-7-2010"
Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες από τη στιγμή που οι προβολείς της διεθνούς δημοσιότητας ερωτεύτηκαν την Ορχήστρα Νέων «Σιμόν Μπολίβαρ» της Βενεζουέλας, ώσπου να μας δοθεί η δυνατότητα να την απολαύσουμε ζωντανά.
Εφέτος, λειτουργώντας με υγιή ανακλαστικά, το Φεστιβάλ Αθηνών την προσκάλεσε να παίξει στο Ηρώδειο (23/6/2010).
Αποτέλεσμα έντονης διαφήμισης, που είχε απήχηση σε ένα κοινό φανερά ευρύτερο του παραδοσιακού της κλασικής μουσικής, η κοσμοσυρροή προκάλεσε από νωρίς αδιαχώρητο στο κοίλο του ρωμαϊκού ωδείου. Παρών ήταν στον θώκο και ο εβδομηντάχρονος Χοσέ Αντόνιο Αμπρέου, που πριν από 35 χρόνια εμπνεύστηκε και δημιούργησε το ζηλευτής επιτυχίας «Εθνικό Δίκτυο Νεανικών και Παιδικών Ορχηστρών της Βενεζουέλας», το γνωστό «El sistema». Μέσω αυτού, μία χώρα 27.000.000 κατοίκων συντηρεί σήμερα 125 νεανικές και 30 πλήρεις συμφωνικές ορχήστρες, απασχολώντας σε αυτές 250.000 νέους, 90% των οποίων προέρχονται από πολύ φτωχές τάξεις.
Η συναυλία των χαρισματικών Βενεζουελάνων συνεπήρε το ακροατήριο που τους επιφύλαξε μία δίκαια και απερίφραστα ενθουσιώδη υποδοχή. Το πρόγραμμα περιλάμβανε τη «Συμφωνία αρ. 5» του Μπετόβεν και την «Ιεροτελεστία της άνοιξης» του Στραβίνσκι. Το κολοσσιαίων διαστάσεων ορχηστρικό σύνολο διηύθυνε ο Γκουστάβο Ντουνταμέλ. Διαθέτοντας παρουσιαστικό ποδοσφαιριστή, εξωστρεφώς θεατρικό ταμπεραμέντο αλλά και απόλυτο έλεγχο επί των υπερπρόθυμων μουσικών, ο 29χρονος αρχιμουσικός διέπλασε ερμηνείες συναρπαστικής έντασης και ακατανίκητης επικοινωνιακής πειθούς. Πέρα από αψεγάδιαστη ορθοτονία και (πρωτ)αθλητικής ετοιμότητας τεχνική επάρκεια, δεσπόζοντα χαρακτηριστικά του ακροάματος ήσαν η νεανική εκφραστική αμεσότητα και μία μεθυστική αίσθηση πρωτογενούς μουσικότητας, πηγαίας και αδιαμεσολάβητης από επιταγές υψηλής καλλιέργειας ή περιορισμούς στιλιστικής ορθότητας. Υψηλές ταχύτητες, φραστική δυναμικά αρθρωμένη και με σαφή περιγράμματα, ακατάβλητη ορμή και ακρίβεια, ακτινογραφικής ευκρίνειας λεπτομέρειες συνδυάστηκαν στην παραγωγή ενός συμφωνικού ήχου, όπου όλα -μελωδία, αντίστιξη, εσωτερικές «φωνές»- ανασύρονταν τονισμένα στην επιφάνεια δημιουργώντας ένα ακρόαμα ασύλληπτης ζωντάνιας και λάμψης.
Ηταν, όμως, αυτό που ακούσαμε μια συνηθισμένη, «κανονική» συναυλία; Ασφαλώς όλοι καταλάβαμε ότι ανάμεσα στον Μπετόβεν και τον Στραβίνσκι δεν υπήρξε ουσιώδης ερμηνευτική διαφοροποίηση άλλη από αυτήν που όριζαν στενά οι διαφορετικές γραφές. Το πιο εύστοχο σχόλιο έκανε ένας Αμερικανός κριτικός: «Είναι σαφές ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή περίπτωση μουσικοποιίας. Πρόκειται για αισθησιακούς, ολοζώντανους, γεροδεμένους έφηβους, με ασύλληπτες τεχνικές επιδόσεις, περίσσεια τεστοστερόνης αλλά και μια δόση τρυφερότητας που ζεσταίνει καρδιές!». Οντως: σε πρώτο επίπεδο, η ακρόαση σε ωθεί να παραδοθείς στη μέθη του νεανικού οίστρου ξεπερνώντας κάθε επιφύλαξη. Οι ταλαντούχοι νεαροί Βενεζουελάνοι -αγόρια και κορίτσια- σε παρασύρουν στην ακατανίκητη δίνη της μεταδοτικής μουσικής οχείας τους και η ένταση της εμπειρίας που μοιράζεσαι μαζί τους είναι τέτοια που θες να τους ξανακούσεις· μόνο κάποιοι δυσκοίλιοι καθαρολόγοι θα ισχυρίζονταν το αντίθετο.
Αργότερα, όταν η λυτρωτική έξαψη κοπάσει, αναδύονται ενδιαφέρουσες δεύτερες σκέψεις -όχι επιφυλάξεις!- που αφορούν διαπολιτισμικές ωσμώσεις και οικειοποιήσεις στην εποχή της παγκοσμιοποίησης... Στο επιτυχημένο, πραγματιστικά στοχευμένο κοινωνικό πείραμα του «El sistema» εμείς από τη Γηραιά Ευρώπη είδαμε την ετεροχρονισμένη υλοποίηση μιας ιδεαλιστικής, σοσιαλιστικής ουτοπίας, ακόμη και τη βίαιη απαγωγή ενός ευγενούς πολιτιστικού αποθέματος της Ευρώπης στους «απολίτιστους» νοτιοαμερικανικούς τροπικούς...
Ομως, μπροστά στην πολύτιμη ειλικρίνεια της συγκίνησης ουδεμία σημασία έχει που ο Μπετόβεν του Ντουνταμέλ δεν διέθετε ίχνος βιεννέζικης ευγένειας, παρά μόνον παλλόταν από μία δύναμη διόλου ξένη προς την πυρετώδη ένταση και την επαναστατική τραχύτητα του προδρομικού κινήματος «Θύελλα κι ορμή». Ούτε βέβαια που, αγνοώντας κάθε διανοητική εκζήτηση, εκλέπτυνση ή κατασκευασμένη πρωτομοντερνιστική φαντασίωση περί σλαβικής προϊστορίας, η πρωτογονικά βαρβαρική «Ιεροτελεστία» του αντιμετώπισε τον εστέτ Στραβίνσκι ως αδελφό του ονειροπόλου, ρέμπελου Ρεβουέλτας, σβήνοντας κάθε χρονική και άλλη διαφορά.
Ιδωμένη υπό αυτό το πρίσμα, η συναυλία των «Σιμόν Μπολίβαρ» ήταν μία ζεστή, ελπιδοφόρα πρόγευση από ένα πολύ πιθανό, εφικτό και απόλυτα νόμιμο μέλλον για την επιβίωση της κλασικής μουσικής... Ανυπομονούμε, λοιπόν, ανενδοίαστα να τους ξανακούσουμε και μακάρι το άμουσο ΥΠΠΟΤ να μπορούσε να αφουγκραστεί το μήνυμά τους και να αξιοποιούσε το παράδειγμά τους όπως έσπευσαν να κάνουν Αγγλοι, Σκωτσέζοι και Καναδοί... *

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου