Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Νιάτα, αδρεναλίνη και επαγγελματισμός

Του Νικου Α. Δοντα "Καθημερινή 18-07-2010"
Μία ημέρα μετά τη Φιλαρμονική της Βιέννης υπό τον Ρικάρντο Μούτι εμφανίστηκε στο Ηρώδειο ένα ραγδαία ανερχόμενο αστέρι της μπαγκέτας, ο Βενεζουελάνος Γκουστάβο Ντουνταμέλ με την ορχήστρα «Σιμόν Μπολίβαρ». Είναι προφανές ότι το λατινοαμερικάνικο σύνολο δεν διαθέτει ούτε τον ήχο ούτε τις εκλεπτύνσεις της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης. Εχει όμως εκρηκτικά νιάτα και εμφανή ενθουσιασμό για τη μουσική που παίζει. Επιπλέον, διαθέτει έναν προικισμένο αρχιμουσικό, ικανό να εμπνεύσει τους μουσικούς του και να συνεπάρει το κοινό.
Στις 23 Ιουνίου, στο κατάμεστο ρωμαϊκό ωδείο στους πρόποδες του Ιερού Βράχου τα παιδιά του «Ελ Συστέμα» ξεκίνησαν το πρόγραμμά τους με μια «Πέμπτη» του Μπετόβεν, που ξέφευγε από τα συνηθισμένα. Παρά τον μεγάλο όγκο της ορχήστρας ο Ντουνταμέλ πέτυχε σύντομες κοφτές φράσεις και σβέλτες ταχύτητες, χάρη στον άψογο συντονισμό και την ακρίβεια των μουσικών του.
Στοιχείο που χαρακτήρισε την ερμηνεία του ήταν οι έντονες διαφοροποιήσεις, αλλά και η σχεδόν ισότιμη προβολή όλων των επιπέδων της γραφής του Μπετόβεν. Ακουγε κανείς εξίσου το βασικό, πρώτο επίπεδο αφήγησης, αλλά και όλα τα στοιχεία της αντιστικτικής γραφής. Ετσι, ο διάλογος ανάμεσα στις διάφορες ομάδες οργάνων ήταν απρόσμενα ζωηρός και έντονος. Το τελευταίο μέρος της Συμφωνίας ήχησε απολύτως μεθυστικό, γεμάτο σφρίγος.
Στη συνέχεια οι νεαροί μουσικοί απέδωσαν με συναρπαστικό τρόπο την «Ιεροτελεστία της Ανοιξης» του Στραβίνσκι. Ακολούθησαν την ίδια λογική της ισότιμης προβολής όλων των φωνών, η οποία στο συγκεκριμένο έργο ταιριάζει άριστα. Αδροί, σχεδόν βίαιοι ήχοι και φράσεις αγριότητας όπως αναζητά το συγκεκριμένο θέμα, ανέδειξαν τη μουσική και δικαίωσαν όσους έναν αιώνα νωρίτερα την είχαν κρίνει προκλητικά πρωτοποριακή.
Υγιής προσέγγιση
Παρά το επιβλητικό μέγεθός της, η ακρίβεια της ορχήστρας στη σύνθετη αυτή παρτιτούρα ήταν απίστευτη, και ακόμα πιο εντυπωσιακή αν αναλογιστεί κανείς τη στεγνή, ελάχιστα κολακευτική ακουστική του Ηρωδείου. Ομοίως αξιοσημείωτες ήταν οι μεμονωμένες συνεισφορές κυρίως των πνευστών, ξύλινων και χάλκινων. Μία από τις καλύτερες ερμηνείες της «Ιεροτελεστίας» που έχει ακούσει η Αθήνα τα τελευταία χρόνια.
Κι όταν η ένταση πέρασε, όταν οι μουσικοί είχαν πείσει για τις ικανότητές τους, χαλάρωσαν και εκτονώθηκαν προσφέροντας στο ενθουσιώδες κοινό έναν από τους «Ουγγρικούς Χορούς» του Μπραμς, τον τελικό χορό από το χορόδραμα «Estancia» -«Το ράντσο»- του Αλμπέρτο Χιναστέρα και το «Μάμπο» από του «Γουέστ Σάιντ Στόρι» σε… ειδική χορογραφία για ορχήστρα, που όμως δεν έπληξε ούτε κατ’ ελάχιστον τη μουσική επίδοση.
Φαντασία, κέφι, νιάτα, ένα κράτος που παρέχει στους αδύναμους πολίτες του δυνατότητα επιλογής, και μια εμφανώς υγιής προσέγγιση της κλασικής μουσικής.

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Ο πιο ειλικρινής φόρος τιμής είναι το καλό γράψιμο

Τέσσερις κριτικοί μιλούν για την κριτική "Καθημερινή 18-07-2010"

Με αφορμή τον «Διαγωνισμό νέων κριτικών» που διοργανώνει, η εφημερίδα Γκάρντιαν ζήτησε από καθιερωμένους Βρετανούς κριτικούς να μιλήσουν για το επάγγελμά τους, ανατρέχοντας στο ξεκίνημά τους και στα συμπεράσματα που έχουν αποκομίσει από την εμπειρία τους.
Adrian Searle, κριτικός εικαστικών τεχνών
Ο πρώτος κριτικός τέχνης που διάβασα ήταν ο Τζον Μπέργκερ. Αν και συχνά διαφωνούσα με τις κριτικές του, το γράψιμό του ήταν πάντα ζωντανό, εγκάρδιο και προσιτό. Οι συλλογές κριτικών του είναι ακόμα απολαυστικές να τις διαβάζεις, χωρίς να έχει τόση σημασία αν συμφωνείς μαζί του ή όχι.
Αρχισα να διαβάζω καλλιτεχνικά περιοδικά στα εφηβικά μου χρόνια, όπως το Studio International και το Art and Artists. Οταν σπούδαζα στη σχολή Καλών Τεχνών, αρχές της δεκαετίας του ’70, μας τάιζαν μεγάλες δόσεις από τους γίγαντες της μεταπολεμικής αμερικανικής κριτικής -Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ και Χάρολντ Ρόζενμπεργκ- παρόλο που ήταν ήδη ξεπερασμένοι. Κατάφερα όμως να ανακαλύψω τον Ρολάν Μπαρτ. Πολλοί ξεχνάνε πόσο αστείος μπορούσε να είναι ο Μπαρτ. Το βιβλίο του «Μυθολογίες» βασιζόταν σε μια σειρά άρθρων εφημερίδων όπου ανέλυε τα πάντα, από το σχέδιο των αμαξιών Σιτροέν μέχρι τους φοβερούς πίνακες του Μπερνάρ Μπυφέ.
Τελικά δεν έχει σημασία περί τίνος γράφουν οι άνθρωποι. Εκείνο που μετράει είναι ο τρόπος που διατυπώνουν τα επιχειρήματά τους, που αιχμαλωτίζουν και ξαφνιάζουν τον αναγνώστη. Αν θέλεις να γράψεις, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να διαβάζεις ό,τι πέσει στα χέρια σου - μυθιστορήματα, ποίηση, θεωρία, ερωτικές επιστολές, πράγματα που έχουν γράψει τρελοί για δέσιμο ή μεγάλοι στυλίστες. Ολα είναι γράψιμο, τα περισσότερα θα σου διδάξουν κάτι.
Αρχισα να γράφω σχεδόν αμέσως μόλις τέλειωσα τη σχολή Καλών Τεχνών, σ’ ένα μικρό περιοδικό που λεγόταν Artscribe. Ο πιο ταλαντούχος συντάκτης εκεί ήταν ο Στούαρτ Μόργκαν. Ηταν ένας ευφυέστατος, χωρατατζής Ουαλλός που πάντα έπιανε τα θέματά του από ασυνήθιστη γωνία· ποτέ δεν ήξερες πού θα καταλήξει. Είχε ανεξάντλητη περιέργεια και πέθανε νέος, στα 54 χρόνια του. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι δεν βρίσκεις τους συγγραφείς που έχεις ανάγκη - εκείνοι έρχονται και σε βρίσκουν.
Peter Bradshaw, κριτικός κινηματογράφου
Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να διαβάσω κριτικές -ή και εφημερίδες γενικά- όταν ήμουν έφηβος. Στη δεκαετία του ’70 οι γονείς μου έπαιρναν την πληκτική Daily Telegraph και δεν είχα καμιά όρεξη να διαβάσω τις κριτικές περισσότερο απ’ όσο τις τιμές των μετοχών στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς. Στα 15 μου όμως ανακάλυψα το New Musical Express, και σ’ αυτό βρήκα το συναρπαστικό γράψιμο που τα άλλα έντυπα δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να έχουν. Θυμάμαι ότι το πρώτο πράγμα που διάβασα ήταν ένα άρθρο της Τζούλι Μπέρτσιλ για τους Sex Pistols.
Τις Κυριακές, όμως, οι γονείς μου έπαιρναν τον Oμπζέρβερ. Οπως πολλοί συνομήλικοί μου, ο πρώτος κριτικός που άρχισα να διαβάζω τακτικά ήταν ο Κλάιβ Τζέιμς στην πρωτοπόρα τηλεοπτική στήλη του. Ο Τζέιμς ήταν οξύς, ευφυής και πάντα αληθινά αστείος. Αποδείκνυε ότι η τηλεόραση επιδέχεται σοβαρή ανάλυση, αλλά τη χειριζόταν ανάλαφρα, κάνοντας τις εύστοχες παρατηρήσεις και τα καλαμπούρια του να λειτουργούν μαζί. Κατάφερνε να εφαρμόσει κριτική ευαισθησία στην ποπ κουλτούρα, αλλά και να τη χειρίζεται με χιούμορ και χωρίς συγκαταβατικότητα.
Θυμάμαι ένα υπέροχο σχόλιό του για τον αρχιτέκτονα Αλμπερτ Σπέερ και το ρόλο του στην κυβέρνηση της ναζιστικής Γερμανίας, αν και έχω ξεχάσει την εκπομπή που το προκάλεσε. Αργότερα, στο πανεπιστήμιο, ανακάλυψα το βιβλίο του «Unreliable Memories» - ένα κωμικό αριστούργημα. Ηταν πηγή έμπνευσης τότε και είναι και σήμερα, γιατί έδειξε πως το καλό γράψιμο είναι το πρώτο καθήκον του κριτικού, ο πιο ειλικρινής φόρος τιμής στο θέμα του.
Michael Billington, κριτικός θεάτρου
Αρχισα να διαβάζω κριτικές στα εφηβικά μου χρόνια. Ακόμα με στοιχειώνει μια φράση του Χάρολντ Χόμπσον, σε ένα κείμενό του για το «Περιμένοντας τον Γκοντό» στους «Τάιμς». «Αν έχεις όλα κι όλα 15 σελίνια, πήγαινε να δεις το “Περιμένοντας τον Γκοντό”. Αν έχει 30, δες το δύο φορές».
Ο κριτικός όμως που έγινε η εμμονή μου ήταν ο μεγάλος αντίπαλος του Χόμπσον, ο Κένεθ Τάιναν του «Ομπζέρβερ». Αυτό που απέδειξε ήταν ότι η κριτική έχει πάνω απ’ όλα να κάνει με το να γράφεις καλά. Ο Τάιναν ήταν πρότυπο και από πολλές άλλες απόψεις. Υποστήριξε το πολιτικό θέατρο, που τότε, τη δεκαετία του ’50, αναδυόταν στις βρετανικές σκηνές. Μας δίδαξε ότι ο κριτικός είναι κάτι παραπάνω από ένας προνομιούχος παρατηρητής: μπορεί επίσης να αγωνιστεί για ένα θέατρο που ξεπερνά την ευχάριστη φυγή και αγκαλιάζει τον πλατύτερο κόσμο. Συνδυάστε ένα όραμα με ένα απολαυστικό στυλ και θα έχετε έναν τέλειο κριτικό.
Alexis Petridis, κριτικός ποπ μουσικής
Υπάρχουν κείμενα που θα χαρακτηρίζονταν «κείμενα βάσης» για τους μουσικούς δημοσιογράφους, βιβλία που θα έπειθαν τον καθένα ότι το να γράφεις για τη ροκ μουσική αξίζει τον κόπο. Ανάμεσά τους το «England’s Dreaming» του Τζον Σάβατζ και το «Revolution in the Head» του Ιαν Μακ Ντόναλντ, ο οποίος αναλύει κάθε νότα που έγραψαν οι Μπιτλς με σχολαστικότητα που ενίοτε φαίνεται αλλόκοτη, αλλά στέλνει κατευθείαν τον αναγνώστη να πάρει ένα αντίτυπο του «A Hard Days Night».
Τα διάβαζα όλα, αλλά εκείνο που με έκανε να θέλω να γίνω μουσικός δημοσιογράφος ήταν το Smash Hits, ένα εφηβικό ποπ περιοδικό που έκλεισε το 2006 και που το θυμόμαστε να ασχολείται με το χρώμα που είχαν οι κάλτσες των Duran Duran και των Wham! Το καταβρόχθιζα κάθε δεκαπέντε μέρες επί δέκα χρόνια και εκείνο που με συνάρπαζε ήταν η ασέβειά του. Δεν ήταν σνομπ, δεν ήταν βαριεστημένο ή αλαζονικό. Είχε όμως πλήρη επίγνωση της γελοιότητας της ποπ μηχανής, της έπαρσης και της επιτήδευσης των ποπ σταρ. Ποτέ δεν ήταν πιο ξεκάθαρο αυτό απ’ όσο τη δεκαετία του ’80 – εκείνη την παράξενη μετα-πανκ εποχή, όταν το είδος των μουσικών που αγαπούσαν τα κορίτσια δεν ήταν νεαροί σταρ τύπου «Pop Idol» αλλά απόφοιτοι σχολής Καλών Τεχνών. Το Melody Maker ανταποκρινόταν στην επιτήδευση αυτών των μουσικών σχημάτων με δικούς του υψιπετείς σχολιασμούς: έπαιρνες πολλά τσιτάτα του Γκράμσι και του Φουκό μαζί με το 45άρι σου. Το Smash Hits, όμως, τα έβρισκε όλα αυτά ξεκαρδιστικά.
Με δίδαξε ότι δεν είναι ποτέ καλή ιδέα να βάζεις τους ροκ σταρ πάνω σε βάθρο. Γνώρισα πολλούς απ’ αυτούς τα επόμενα χρόνια και επιβεβαίωσα αυτή την αλήθεια. Το Smash Hits μ’ έκανε να καταλάβω ότι μπορείς να θεωρείς τη ροκ και ποπ μουσική συνταρακτική μορφή τέχνης αλλά γελοίους τους ανθρώπους που την κάνουν. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα, έκανε το γράψιμο για τη μουσική να φαίνεται το πιο διασκεδαστικό πράγμα στον κόσμο.

Τροπική θύελλα στο Ηρώδειο!

Με παρουσιαστικό ποδοσφαιριστή, εξωστρεφώς θεατρικό ταμπεραμέντο και απόλυτο έλεγχο των μουσικών, ο Ντουνταμέλ διευθύνει την ορχήστρα «Σιμόν Μπολίβαρ» (photo: Μπίλιος)

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ "Ελευθεροτυπία 14-7-2010"
Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες από τη στιγμή που οι προβολείς της διεθνούς δημοσιότητας ερωτεύτηκαν την Ορχήστρα Νέων «Σιμόν Μπολίβαρ» της Βενεζουέλας, ώσπου να μας δοθεί η δυνατότητα να την απολαύσουμε ζωντανά.
Εφέτος, λειτουργώντας με υγιή ανακλαστικά, το Φεστιβάλ Αθηνών την προσκάλεσε να παίξει στο Ηρώδειο (23/6/2010).
Αποτέλεσμα έντονης διαφήμισης, που είχε απήχηση σε ένα κοινό φανερά ευρύτερο του παραδοσιακού της κλασικής μουσικής, η κοσμοσυρροή προκάλεσε από νωρίς αδιαχώρητο στο κοίλο του ρωμαϊκού ωδείου. Παρών ήταν στον θώκο και ο εβδομηντάχρονος Χοσέ Αντόνιο Αμπρέου, που πριν από 35 χρόνια εμπνεύστηκε και δημιούργησε το ζηλευτής επιτυχίας «Εθνικό Δίκτυο Νεανικών και Παιδικών Ορχηστρών της Βενεζουέλας», το γνωστό «El sistema». Μέσω αυτού, μία χώρα 27.000.000 κατοίκων συντηρεί σήμερα 125 νεανικές και 30 πλήρεις συμφωνικές ορχήστρες, απασχολώντας σε αυτές 250.000 νέους, 90% των οποίων προέρχονται από πολύ φτωχές τάξεις.
Η συναυλία των χαρισματικών Βενεζουελάνων συνεπήρε το ακροατήριο που τους επιφύλαξε μία δίκαια και απερίφραστα ενθουσιώδη υποδοχή. Το πρόγραμμα περιλάμβανε τη «Συμφωνία αρ. 5» του Μπετόβεν και την «Ιεροτελεστία της άνοιξης» του Στραβίνσκι. Το κολοσσιαίων διαστάσεων ορχηστρικό σύνολο διηύθυνε ο Γκουστάβο Ντουνταμέλ. Διαθέτοντας παρουσιαστικό ποδοσφαιριστή, εξωστρεφώς θεατρικό ταμπεραμέντο αλλά και απόλυτο έλεγχο επί των υπερπρόθυμων μουσικών, ο 29χρονος αρχιμουσικός διέπλασε ερμηνείες συναρπαστικής έντασης και ακατανίκητης επικοινωνιακής πειθούς. Πέρα από αψεγάδιαστη ορθοτονία και (πρωτ)αθλητικής ετοιμότητας τεχνική επάρκεια, δεσπόζοντα χαρακτηριστικά του ακροάματος ήσαν η νεανική εκφραστική αμεσότητα και μία μεθυστική αίσθηση πρωτογενούς μουσικότητας, πηγαίας και αδιαμεσολάβητης από επιταγές υψηλής καλλιέργειας ή περιορισμούς στιλιστικής ορθότητας. Υψηλές ταχύτητες, φραστική δυναμικά αρθρωμένη και με σαφή περιγράμματα, ακατάβλητη ορμή και ακρίβεια, ακτινογραφικής ευκρίνειας λεπτομέρειες συνδυάστηκαν στην παραγωγή ενός συμφωνικού ήχου, όπου όλα -μελωδία, αντίστιξη, εσωτερικές «φωνές»- ανασύρονταν τονισμένα στην επιφάνεια δημιουργώντας ένα ακρόαμα ασύλληπτης ζωντάνιας και λάμψης.
Ηταν, όμως, αυτό που ακούσαμε μια συνηθισμένη, «κανονική» συναυλία; Ασφαλώς όλοι καταλάβαμε ότι ανάμεσα στον Μπετόβεν και τον Στραβίνσκι δεν υπήρξε ουσιώδης ερμηνευτική διαφοροποίηση άλλη από αυτήν που όριζαν στενά οι διαφορετικές γραφές. Το πιο εύστοχο σχόλιο έκανε ένας Αμερικανός κριτικός: «Είναι σαφές ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή περίπτωση μουσικοποιίας. Πρόκειται για αισθησιακούς, ολοζώντανους, γεροδεμένους έφηβους, με ασύλληπτες τεχνικές επιδόσεις, περίσσεια τεστοστερόνης αλλά και μια δόση τρυφερότητας που ζεσταίνει καρδιές!». Οντως: σε πρώτο επίπεδο, η ακρόαση σε ωθεί να παραδοθείς στη μέθη του νεανικού οίστρου ξεπερνώντας κάθε επιφύλαξη. Οι ταλαντούχοι νεαροί Βενεζουελάνοι -αγόρια και κορίτσια- σε παρασύρουν στην ακατανίκητη δίνη της μεταδοτικής μουσικής οχείας τους και η ένταση της εμπειρίας που μοιράζεσαι μαζί τους είναι τέτοια που θες να τους ξανακούσεις· μόνο κάποιοι δυσκοίλιοι καθαρολόγοι θα ισχυρίζονταν το αντίθετο.
Αργότερα, όταν η λυτρωτική έξαψη κοπάσει, αναδύονται ενδιαφέρουσες δεύτερες σκέψεις -όχι επιφυλάξεις!- που αφορούν διαπολιτισμικές ωσμώσεις και οικειοποιήσεις στην εποχή της παγκοσμιοποίησης... Στο επιτυχημένο, πραγματιστικά στοχευμένο κοινωνικό πείραμα του «El sistema» εμείς από τη Γηραιά Ευρώπη είδαμε την ετεροχρονισμένη υλοποίηση μιας ιδεαλιστικής, σοσιαλιστικής ουτοπίας, ακόμη και τη βίαιη απαγωγή ενός ευγενούς πολιτιστικού αποθέματος της Ευρώπης στους «απολίτιστους» νοτιοαμερικανικούς τροπικούς...
Ομως, μπροστά στην πολύτιμη ειλικρίνεια της συγκίνησης ουδεμία σημασία έχει που ο Μπετόβεν του Ντουνταμέλ δεν διέθετε ίχνος βιεννέζικης ευγένειας, παρά μόνον παλλόταν από μία δύναμη διόλου ξένη προς την πυρετώδη ένταση και την επαναστατική τραχύτητα του προδρομικού κινήματος «Θύελλα κι ορμή». Ούτε βέβαια που, αγνοώντας κάθε διανοητική εκζήτηση, εκλέπτυνση ή κατασκευασμένη πρωτομοντερνιστική φαντασίωση περί σλαβικής προϊστορίας, η πρωτογονικά βαρβαρική «Ιεροτελεστία» του αντιμετώπισε τον εστέτ Στραβίνσκι ως αδελφό του ονειροπόλου, ρέμπελου Ρεβουέλτας, σβήνοντας κάθε χρονική και άλλη διαφορά.
Ιδωμένη υπό αυτό το πρίσμα, η συναυλία των «Σιμόν Μπολίβαρ» ήταν μία ζεστή, ελπιδοφόρα πρόγευση από ένα πολύ πιθανό, εφικτό και απόλυτα νόμιμο μέλλον για την επιβίωση της κλασικής μουσικής... Ανυπομονούμε, λοιπόν, ανενδοίαστα να τους ξανακούσουμε και μακάρι το άμουσο ΥΠΠΟΤ να μπορούσε να αφουγκραστεί το μήνυμά τους και να αξιοποιούσε το παράδειγμά τους όπως έσπευσαν να κάνουν Αγγλοι, Σκωτσέζοι και Καναδοί... *