Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Ο Τσαϊκόφσκι του Καβάκου και ο Μάλερ των Ρώσων

Καλλιτεχνικοί συνοδοιπόροι που έχουν ξαναεμφανιστεί μαζί στο Μέγαρο Μουσικής, ο Λεωνίδας Καβάκος και ο Βαλέρι Γκέργκιεφ καθήλωσαν το αθηναϊκό κοινό με το «Κοντσέρτο για βιολί» του Τσαϊκόφσκι
(Photo: Ακριβιάδης)

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ "Ελευθεροτυπία 14/12/2010"

Δύο συναυλίες με κοινό πρόγραμμα έδωσε στο Μέγαρο Μουσικής η Συμφωνική Ορχήστρα του Θεάτρου Μαριίνσκι της Αγίας Πετρούπολης υπό τον Βαλέρι Γκέργκιεφ (8 & 9/12/2010).
Η αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» ήταν κατάμεστη από τη χαρακτηριστική εκείνη σύνθεση φιλόμουσου κοινού, που θύμιζε παλαιότερες εποχές ευμάρειας ενώ, παράλληλα, επιβεβαίωνε πόσο η μουσική μπορεί να παρέχει ψυχική παρηγοριά και πνευματική στήριξη σε δύσκολους καιρούς. Παρ' ότι σε άλλους σταθμούς της τρέχουσας περιοδείας -π.χ. στη Βιέννη- στο πρόγραμμα της αναφερόμενης ως «πρώτης παγκόσμιας ορχήστρας» δέσποζαν οι Συμφωνίες του Σοστακόβιτς, στην Αθήνα έγιναν διαφορετικές επιλογές.
Η βραδιά ξεκίνησε με το «Κοντσέρτο για βιολί» του Τσαϊκόφσκι. Σολίστας ήταν ο Λεωνίδας Καβάκος, η ερμηνεία του οποίου χαρακτηρίστηκε από υψηλότατες ποιότητες ήχου, τεχνικής εκτέλεσης και δεξιοτεχνίας. Κυρίαρχο στίγμα στην ανάγνωσή του προσέδωσε η συνειδητή αποχή από κάθε έκφραση γενναιόδωρα ρομαντικού συναισθήματος, όπως αυτό που έχουμε συνηθίσει να ακούμε στη μουσική του συνθέτη. Εξαιρώντας τις αναμενόμενα φορτισμένες κορυφώσεις, το εναρκτήριο Allegro moderato δόθηκε σε γενικά νηφάλιους τόνους, το μελωδικό υλικό εκτυλίχτηκε τακτικά, με κλινική καθαρότητα και εξαιρετική διαφάνεια ήχου. Το μέρος ελεύθερης δεξιοτεχνίας (cadenza) έρρευσε πολύ αργά, σε σχεδόν εκστατικούς τόνους, με μεγάλες στίξεις/σιωπές μεταξύ των φράσεων. Αντίθετα, το καταληκτικό Allegro vivacissimo λειτούργησε ως μεθυστικό ξέσπασμα βιρτουοζίστικης επίδειξης: ο απίστευτος συνδυασμός πραγματικά ιλιγγιώδους ταχύτητας και σφιχτής, οριακά συμπιεσμένης φραστικής με αψεγάδιαστη καθαρότητα άρθρωσης και αδιάλειπτο συντονισμό προς την ορχήστρα έκοψε την ανάσα!
Το δεύτερο μισό της βραδιάς κάλυψε η «Συμφωνία αρ. 5» του Μάλερ. Ο ήχος του θαυμάσιου ρωσικού συνόλου πρόβαλε πλούσιος, συμπαγής, αρθρωμένος σε τονισμένες αντιθέσεις κορεσμένων ηχοχρωμάτων, ενώ, ακριβώς λόγω του ξεκάθαρα μη γερμανικού προφίλ του, κίνησε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον ως εργαλείο στην ανάδειξη της πολυσύνθετης μουσικής δραματουργίας του συνθέτη. Λειτουργώντας με απόλυτη εγρήγορση αν και όχι αντίστοιχη ευαισθησία, ο Γκέργκιεφ αντιμετώπισε την παρτιτούρα της μαλερικής Συμφωνίας ως πρό(σ)κληση και ως πεδίο εφαρμογής για τον παροιμιώδη δυναμισμό και την «πρωτεϊκή» τραχύτητα των ερμηνειών του. Το αποτέλεσμα ήταν λίγο άνισο, αλλά γενικά πολύ καλό και κατά τόπους συναρπαστικό.
Εκδηλα άστοχο ήταν το ρομαντικού αυτοοικτιρμού εναρκτήριο μέρος, όπου ο Ρώσος αρχιμουσικός απέτυχε να θέσει σε κίνηση την πολυεπίπεδη μουσική διαλεκτική του Μάλερ: αντί να πάλλεται με λυγμό, το πένθιμο εμβατήριο σερνόταν, δίχως διαχωρισμούς επιπέδων και παραγράφων η μουσική αφήγηση έρρεε παρατακτικά και γραμμικά, το πάθος απλώς εξαντλήθηκε αντί να εκτονωθεί... Αντίθετα, το «θυελλώδες» β' μέρος και το τυπικά αμφίθυμο Scherzo, αμφότερα πιο ξεκάθαρου χαρακτήρα και σίγουρα με αλλεπάλληλες, εντυπωσιακές σελίδες, αποτέλεσαν πεδίον δόξης λαμπρό για τα σφιχτοδεμένα έγχορδα και τα εξαιρετικά πνευστά της ορχήστρας όσο και για το παροιμιώδες machismo του Γκέργκιεφ. Στο μελαγχολικό Adagietto έγινε αισθητή η έλλειψη χώρου για την εκτόνωση του έρποντος, συναισθηματικά υπερκορεσμένου μελωδικού υλικού. Εκπληκτικό σε οικονομία μεγεθών, σαφήνεια άρθρωσης και πλούτο λεπτομερειών ήταν το αρθρωμένο σε αναρίθμητα μικροεπεισόδια και δραματουργικά flash-backs καταληκτικό μέρος. *

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Πανόραμα έργων του Δ. Μητρόπουλου

Του Νικου Α. Δοντα "Καθημερινή 28/11/2010"

Ενα συνέδριο και δύο συναυλίες αφιερώθηκαν πρόσφατα στον Δημήτρη Μητρόπουλο με αφορμή τα 50 χρόνια από τον θάνατό του. Την οργάνωση των μουσικών εκδηλώσεων είχε το Εργαστήρι Ελληνικής Μουσικής του Τμήματος Μουσικών Σπουδών (ΤΜΣ) του Ιονίου Πανεπιστημίου, ενώ την επιστημονική επιμέλεια είχαν ο Χάρης Ξανθουδάκης και ο Γιάννης Σαμπροβαλάκης.
Η συναυλία της 14ης Νοεμβρίου στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» περιελάμβανε 11 (!) σύντομα έργα ή αποσπάσματα συνθέσεων που κάλυπταν σχεδόν το σύνολο της δημιουργικής δουλειάς του Μητρόπουλου. Με άλλα λόγια, ακούστηκαν έργα που γράφτηκαν το 1912, όταν ο συνθέτης ήταν μόλις 16 ετών, όπως επίσης συνθέσεις της ώριμης ηλικίας των 40 ετών, πριν ο Μητρόπουλος αφοσιωθεί πλήρως στη διεύθυνση ορχήστρας. Αναπόφευκτα, υπήρχε τεράστια ποικιλία ύφους, που κυμάνθηκε από συνθέσεις μεταρομαντικού ιδιώματος ως έργα επηρεασμένα από την ατονικότητα που ο Μητρόπουλος διδάχτηκε στο Βερολίνο. Κόσμοι ολόκληροι χωρίζουν τις ενθουσιώδεις εφηβικές πιανιστικές «Ονειροπολήσεις στην ακτή» ή το αντίστοιχο επίσης πιανιστικό «Σκέρτσο», από την επική μουσική για την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή (1936), που μαζί με την μουσική για τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη (1937) είναι οι τελευταίες συνθετικές εργασίες του Μητρόπουλου.
Το πρώτο ατονικό έργο
Τα δύο πιανιστικά έργα που προαναφέρθηκαν, όπως επίσης το «Κομμάτι για πιάνο» του 1925, ερμήνευσε ο Θοδωρής Τζοβανάκης, χαρισματικός πιανίστας με μεγάλες ευκολίες, που επιπλέον μελετά το πιανιστικό έργο του Μητρόπουλου. Οι ανέσεις του, η δεξιοτεχνία, ο έλεγχος της δυναμικής αλλά κυρίως η αίσθηση της δομής, συνεπώς και των εκφραστικών ενοτήτων κάθε έργου, επιτρέπουν να μιλά κανείς για ερμηνείες και όχι απλές αναγνώσεις των κομματιών. Η ανάδειξη των αντιθέσεων στο «Σκέρτσο», αλλά και το χιούμορ, το «κλείσιμο του ματιού» στο τέλος, επιβεβαιώνουν τη μουσικότητα και την ευφυΐα του καλλιτέχνη.
Ο Τζοβανάκης συνόδεψε επίσης τη μεσόφωνο Αγγελική Καθαρίου σε τρία φωνητικά έργα: την «Κασσιανή» (1919) σε ποίηση Παλαμά, που γράφτηκε για την Κατίνα Παξινού, η οποία ξεκινούσε τη σταδιοδρομία της ως δραματική υψίφωνος, την «Αφροδίτη Ουρανία» (1924) σε ποίηση Σικελιανού και το τραγούδι «Παν» (1924;) επίσης σε ποίηση Σικελιανού.
Ο Σπύρος Γκιγκόντης, βιολί, και ο Χρήστος Σακελλαρίδης, πιάνο, απέδωσαν το νεανικό «Συναυλιακό κομμάτι» (1913) και την ενδιαφέρουσα «Οστινάτα σε τρία μέρη» (1926;), το πρώτο έργο Ελληνα συνθέτη που γράφτηκε σε δωδεκαφθογγικό σύστημα. Το Κουαρτέτο του ΤΜΣ του Ιονίου πανεπιστημίου απέδωσε τον «Χορό των φαύνων» (1915) ενώ ο Μίλτος Λογιάδης διηύθυνε τα Χορωδιακά και Ενόργανα σύνολα του ίδιου θεσμού σε αποσπάσματα από τη μουσική για την «Ηλέκτρα», όπως επίσης στην τελική σκηνή από την όπερα «Αδελφή Βεατρίκη» (1920).

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Ντόιτσε Γκράμοφον: ολική επαναφορά

Ενας ιστορικός δισκογραφικός θησαυρός κλεισμένος σε τέσσερα πακέτα εκδόσεων με dvd και cd
Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ -"Ελευθεροτυπία 23/11/2010"
Πέρυσι, η γερμανική δισκογραφική εταιρεία Deutsche Grammophon συμπλήρωσε 111 χρόνια ζωής. Επενδύοντας εύστοχα στη συμβολική δυναμική του αριθμού αυτού, που ταυτίζεται με τον αριθμό έργου (opus) της τελευταίας πιανιστικής σονάτας του Μπετόβεν, οι υπεύθυνοι της «κίτρινης κυρίας» γιόρτασαν την επέτειο προγραμματίζοντας τέσσερα πακέτα εκδόσεων:
6 cd με 111 σύντομα αποσπάσματα διάσημων ηχογραφήσεων, 13 dvd με όπερες και συμφωνικές συναυλίες, ένα τόμο με την αναλυτική ιστορία της εταιρείας και μια «Εκδοση για συλλέκτες» των 55 cd με ισάριθμες αναπαραγωγές αυτοτελών δισκογραφικών καταγραφών.
Η ανταπόκριση του αγοραστικού κοινού αποδείχτηκε πέραν πάσης προσδοκίας. Ετσι αποφασίστηκε όχι μόνον επανέκδοση του πρώτου τόμου -που είχε εξαντληθεί αστραπιαία!- αλλά και έκδοση ενός δεύτερου, ένα χρόνο αργότερα. Ηδη διαθέσιμη, η δεύτερη «Εκδοση για συλλέκτες» περιλαμβάνει 56 cd, που αθροιζόμενα προς αυτά της προηγούμενης καταλήγουν και πάλι -πού αλλού;- στον μαγικό αριθμό 111.
Οι ηχογραφήσεις που περιλαμβάνονται στο όμοια δελεαστικό sequel ξεκινούν ακόμη παλιότερα, από την εποχή των μονοφωνικών 78άρηδων, με μια εκπληκτική, άριστα ψηφιοποιημένη «Συμφωνία αρ. 4» του Μπραμς υπό τον Ντε Σάμπατα, καταγραμμένη το 1939! Βεβαίως, διασχίζοντας όλες τις μεταπολεμικές δεκαετίες, καταλήγουν στον «καλύτερο κι απ' την πραγματικότητα» ψηφιακό, στερεοφωνικό ήχο του σήμερα. Οι ερμηνείες καλύπτουν και πάλι εξαιρετικά ευρύ φάσμα, από τον επίλογο της δράσης των μεγάλων ερμηνευτών του μεσοπολέμου έως τις νεόκοπες, απαστράπτουσες αναγνώσεις των κλασικών από την τρέχουσα, διεθνή εμπροσθοφυλακή των νεότατων καλλιτεχνών που κρατούν κυριολεκτικά στα χέρια τους την επιβίωση της σοβαρής μουσικής στο αφιλόξενο μέλλον του -και πολιτιστικά πλέον- παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος.
Ιερά τέρατα και 30άρηδες
Αυτή τη φορά δίπλα στα ιερά τέρατα του παρελθόντος και τις αυτονόητες κορυφαίες επιτυχίες εμφανίζονται αισθητά ενισχυμένα αφ' ενός η παρουσία των εν λόγω τριαντάρηδων μουσικών (Ντουνταμέλ, Λανγκ-Λανγκ, Γκριμό, Χίλαρι Χαν, Γκαράντσα, Ουάνγκ κ.ά.), αφ' ετέρου τα οπερατικά ρεσιτάλ (Ντομίνγκο, Τέρφελ, Μπατλ, Βιγιασόν/Νετρέμπκο, Φον Οτερ, Κοζενά) και οι δημοφιλείς ανθολογίες ελασσόνων κομματιών.
Χρονολογικά, οι ηχογραφήσεις ξεκινούν από τον «αρχαίο» Μπραμς του Ντε Σάμπατα (1939) και τον Σούμπερτ του Φουρτβένγκλερ (1957), περνούν στον Τσαϊκόφσκι του Μραβίνσκι (1961), τον Ροντρίγκο του Γιέπες (1978) και τον Ντεμπισί του Μπουλέζ (1995), και φτάνουν ώς τη λατινοαμερικάνικη «Φιέστα» του Ντουνταμέλ (2008) και το «Σονάτες και Σπουδές» της Κινέζας Γιούτζα Ουάνγκ (2009). Ασυζητητί δεσπόζουν οι ουκ ολίγες ηχογραφήσεις-μνημεία που λειτούργησαν για δεκαετίες ως ανυπέρβλητοι κανόνες: Μπρούκνερ με Γιόχουμ (1967), η «Τραβιάτα» του Κλάιμπερ με Κοτρουμπάς και Ντομίνγκο (1977), «Γερμανικό Ρέκβιεμ» με Κάραγιαν (1964), Σούμαν με Ρίχτερ (1957), κοντσέρτα Προκόφιεφ και Ραβέλ με Αργκεριχ (1967), «Τιτάν» με Μπέρνσταϊν (1989).
Βεβαίως, η παλαιότερη μουσική δεν θα μπορούσε να λείπει ούτε από τη δεύτερη «Εκδοση για συλλέκτες»: Μπαχ των Ντίσκαου-Ρίστενπαρτ (1953) αλλά του Πίνοκ (1982), Κ.Φ.Ε.Μπαχ με Ρίχτερ (1970), μουσική γοτθικής περιόδου με Μάνρο (1976). Βαρύνουσα παρουσία έχει ο Μότσαρτ: άριες με Κοζενά/Ρατλ (2006), «Μεγάλη Λειτουργία» με ΜαΚρις (2005), κοντσέρτα πνευστών με Μπεμ (1974), κοντσέρτα για πιάνο με Πίρες/Αμπάντο (1993). Ακόμη και ο μοντερνισμός τιμάται, βεβαίως ...συγκρατημένα, μέσω του μινιμαλισμού: «Drumming» του Στιβ Ράιχ (1974) -δείγμα της κάποτε ηρωικής επένδυσης της DG στη μεταπολεμική αβάντ-γκαρντ!-, κοντσέρτα για βιολί των Γκλας και Σνίτκε με Κρέμερ (1993), «Αϊρε» του Γκολιχόφ με Ντον Απσο (2005).
Μουσική ζωντανή
Πριν, όμως, παραδοθούμε στην απολαυστική εξερεύνηση αυτού του ιστορικού θησαυρού επιβάλλεται μια στιγμιαία στάση κριτικού αναστοχασμού. Ας θυμηθούμε, λοιπόν, ότι στην Ελλάδα της περασμένης εξηκονταετίας, ολόκληρες γενιές φιλόμουσων, πολλοί εκ των οποίων δεν μεγάλωσαν καν στο υποτίθεται μουσικά προνομιούχο περιβάλλον της πρωτεύουσας, αναγκαστικά γνώρισαν την κλασική μουσική μόνο μέσα από δισκογραφίες όπως αυτή της DG. Στη φανατική, ειδωλολατρική τους προσήλωση -ας μην πω «κόλλημα»- στο ακριβό αντικείμενο της απόλαυσής τους σπανίως είχαν συναίσθηση πως ό,τι έχει αποτυπωθεί σ' αυτούς τους δίσκους αντιστοιχούσε σε μέγιστο βαθμό στην ενεργό μουσική ζωή της Δυτικής Ευρώπης· με άλλα λόγια, πριν «ακινητοποιηθεί» στις συσκευές καταγραφής των στούντιο, η μουσική ήταν πάντα ζωντανή. Καλές ακροάσεις! *

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Εύκολες επιλογές από τον Μίσα Μάισκι

Tου Νικου Α. Δοντα "Καθημερινή 31-10-2010"
Με τον διάσημο τσελίστα Μίσα Μάισκι εγκαινίασε τη φετινή του καλλιτεχνική περίοδο το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Παλιός γνώριμος, με εμφανίσεις στο Μέγαρο αλλά και στο Φεστιβάλ Αθηνών, ο Μάισκι επανήλθε στις 14 Οκτωβρίου στην Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», όπου έδωσε ρεσιτάλ συνοδευόμενος από την 23χρονη κόρη του Λίλι.
Αναμφίβολα ένας τσελίστας της νεότερης γενιάς όπως ο Νορβηγός Τρουλς Μερκ, ο Γάλλος Γκοτιέ Καπισόν, η Σολ Γκαμπέτα από την Αργεντινή, ακόμα και η Κορεάτισσα Χαν-Να Τσανγκ, δεν θα γέμιζε την αίθουσα. Ωστόσο, ενδεχομένως να είχε να προτείνει πρόγραμμα πιο ενδιαφέρον από αυτό του Μάισκι. Ο εβραϊκής καταγωγής αστέρας γέμισε μεγάλο μέρος της διάρκειας της βραδιάς με κομμάτια που άλλοι προτιμούν ως «ανκόρ». Εύκολες, εύπεπτες επιλογές, που φυσικά δεν απογοήτευσαν κανέναν.
Η βραδιά ξεκίνησε χλιαρά με τις «Επτά παραλλαγές» για τσέλο και πιάνο του Μπετόβεν, βασισμένες σε θέμα από την όπερα «Ο μαγικός αυλός» του Μότσαρτ. Περιττό να σημειώσει κανείς για πολλοστή φορά ότι παρά τη θαυμάσια ακουστική, λόγω του μεγέθους της, η συγκεκριμένη αίθουσα του Μεγάρου δεν είναι η καταλληλότερη για έργα μουσικής δωματίου. Χρειάζεται χρόνος μέχρι να εξοικειωθεί το αυτί με την ένταση των οργάνων, αλλά ακόμα και τότε χάνονται αρκετά από τα στοιχεία της γραφής των έργων όπως επίσης των εκλεπτύνσεων μιας ερμηνείας. Χάθηκαν στην αρχή και μερικές από τις νότες κάτω από τα δάκτυλα της Λίλι, η οποία όμως γρήγορα βρήκε την αυτοπεποίθησή της και στάθηκε άξια πλάι στον πατέρα της στα «Φανταστικά κομμάτια» έργο 73 του Ρόμπερτ Σούμαν, που δόθηκαν σε μεταγραφή για τσέλο και πιάνο. Ηταν ίσως η ευτυχέστερη στιγμή της βραδιάς.
Ακολούθησε η πολύ προσωπική, συναισθηματικά ιδιαίτερα φορτισμένη ανάγνωση της Σονάτας για τσέλο και πιάνο του Ντεμπισί. Με οδηγό το πάθος, ο Μάισκι οδηγήθηκε σε ακραίες ταχύτητες, είτε υπερβολικά γρήγορες είτε, πάλι, ακραία αργές.
Ισπανικό άρωμα
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας ακούστηκαν έργα Ισπανών συνθετών, του Ενρίκε Γρανάδος, του Ισαάκ Αλμπένιθ, του Γασπάρ Κασαδό και του Μανουέλ ντε Φάγια. Τόσο η «Λαϊκή ισπανική σουίτα» του τελευταίου, μεταγραφή των «Επτά λαϊκών ισπανικών τραγουδιών», όσο και όλες οι υπόλοιπες σύντομες μουσικές σελίδες στηρίζονται κατά μείζονα λόγο στην απόδοση του τοπικού χρώματος, συνεπώς στη γοητεία της ερμηνείας.
Δεν δυσκολεύεται να φανταστεί κανείς ότι ο Μάισκι κέρδισε το όχι και τόσο απαιτητικό στοίχημα. Εμπειρος και χαρισματικός, διαμόρφωνε τις φράσεις τονίζοντας με έμφαση στοιχεία ρυθμού και αναδεικνύοντας διατυπώσεις πρόδηλου πάθους. Εκτός προγράμματος έκλεισε τον κύκλο, επιλέγοντας σελίδες των Σκριάμπιν, Σοστακόβιτς και Ρίχαρντ Στράους.

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Μίσα Μάισκι: ακμαίος και αυτάρεσκος

Ο τσελίστας, συνοδευόμενος στο πιάνο από την κόρη του,
εμφανίστηκε στο Μέγαρο Μουσικής (φωτογρ.: Μπίλιος)

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ "Ελευθεροτυπία 26/10/2010"
Με ρεσιτάλ μουσικής δωματίου του Μίσα Μάισκι και αισθητή καθυστέρηση σε σχέση με άλλες χρονιές εγκαινίασε τη νέα καλλιτεχνική περίοδο ο ΟΜΜΑ (14/10/2010). Ασφαλώς δεν ήταν η πρώτη φορά που ο διεθνούς φήμης τσελίστας έπαιζε για το αθηναϊκό κοινό: τον έχουμε ξανακούσει παλαιότερα στο Μέγαρο Μουσικής και στο Φεστιβάλ Αθηνών, σε μουσική δωματίου και συμφωνικό ρεπερτόριο.
Στο ρεσιτάλ του στην πραγματικά κατάμεστη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» τον συνόδευσε η 23χρονη κόρη του, Λίλι Μάισκι.
Οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε ήταν αισθητά άνισες, κατ' αρχήν λόγω της ετερόκλητης σύνθεσης του προγράμματος, του οποίου το β' μέρος περιλάμβανε αποκλειστικώς σύντομα χαρακτηριστικά κομμάτια ισπανικής μουσικής από αυτά που άλλοι σολίστες προσφέρουν... εκτός προγράμματος. Αλλά και του α' μέρους οι ερμηνείες ήχησαν συχνά εκτός ισορροπίας. Βεβαίως, ουδείς αμφισβητεί ότι ο 62χρονος Μάισκι είναι ένας από τους ακμαίους, απολύτως κορυφαίους τσελίστες του παρόντος. Ομως, με εξαίρεση το εναρκτήριο μπετοβενικό κομμάτι που παίχτηκε ισορροπημένα, τα υπόλοιπα δύο ήχησαν ως αυτάρεσκες επιδείξεις δεξιοτεχνίας.
Οντως, οι «Επτά παραλλαγές στο θέμα του ντουέτου Παμίνας-Παπαγκένο από τον Μαγικό Αυλό του Μότσαρτ» δόθηκαν με ωραίο ήχο και αβίαστο ειρμό, ευαίσθητο πλάσιμο φραστικής, ταιριαστά τραγουδιστική μελωδικότητα και ευφυείς υπογραμμίσεις των υφολογικών «πάρε-δώσε» μεταξύ Μότσαρτ και Μπετόβεν. Αντίθετα, η τσελιστική μεταγραφή των «Φανταστικών κομματιών για κλαρινέτο-πιάνο» του Σούμαν και η ώριμη «Σονάτα για τσέλο» του Ντεμπισί εκτελέστηκαν -αν και τεχνικώς άψογα- με ακραία υψηλές ταχύτητες και αντιθέσεις δυναμικής, που δεν επέτρεπαν στον ήχο να εκτονωθεί και συμπίεζαν παραμορφωτικά το ξετύλιγμα της μουσικής αφήγησης.
Μοιραία, η διαδικασία πρόσληψης σύρθηκε σε έναν αγώνα δρόμου που ακύρωνε την απόλαυση, ενώ ακόμη και όσοι γνώριζαν τα έργα αυτά άριστα, δυσκολεύονταν να παρακολουθήσουν το ακρόαμα. Ομολογουμένως, στη δυσκολία αυτή συνέτεινε και το μεγάλο μέγεθος της αίθουσας σε σχέση με την ηχητική χροιά του τσέλου, κάτι που ο σολίστας θα όφειλε ίσως να είχε λάβει υπόψη του.
Στο β' μέρος, η παρέλαση δημοφιλών κομματιών των Γκρανάντος, Αλμπένιθ, Κασαδό και Ντε Φάγια ενθουσίασε το ακροατήριο, στο επίμονο χειροκρότημα του οποίου ανταποκρίθηκε ο Μάισκι προσφέροντας ακόμη τρία σύντομα κομμάτια -αυτή τη φορά εκτός προγράμματος!- των Σκριάμπιν, Σοστακόβιτς και Ρίχαρντ Στράους.
Ανισο αφιέρωμα στον Σούμαν
Στον Σούμαν (1810-1856), κορυφαίο συνθέτη του Γερμανικού Ρομαντισμού, από τη γέννηση του οποίου συμπληρώθηκαν φέτος 200 χρόνια, ήταν αφιερωμένο το ρεσιτάλ που έδωσαν η πιανίστρια Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου και η υψίφωνος Φανή Αντωνέλου στο Ινστιτούτο Γκέτε (11/10/2010). Η υπόγεια αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη από ποικίλης σύνθεσης φιλόμουσο κοινό. Οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε από το ρεσιτάλ ήταν έντονα άνισες. Η ιδιαίτερη σχέση της Ελληνίδας πιανίστριας με τον Σούμαν είναι γνωστή και βεβαίως δεν ήταν η πρώτη φορά που την ακούγαμε να ερμηνεύει έργα του. Προλογισμένες από την πιανίστρια με σύντομα, περιεκτικά και εύστοχα, εισαγωγικά σχόλια, οι αναγνώσεις της «Κραϊσλεριάνας» και των «Οκτώ κομματιών φαντασίας» έργο 12 χαρακτηρίστηκαν από υπερβολικά υψηλά επίπεδα ενέργειας που συχνά υπονόμευαν τη συνοχή της μουσικής. Τραχιές, βάναυσες εξάρσεις δυναμικής, ενίοτε βαρύς και δυσκίνητος ήχος και κατά τόπους νευρικό παίξιμο, αντί να συνθέτουν αρμονικά τις χαρακτηριστικές, εγγενείς αντιθέσεις της ανήσυχης γραφής του Σούμαν, παρήγαν μουσικό ειρμό ασυνεχή και αποσπασματικό.
Η προσέγγιση αυτή ουδόλως εμπόδιζε κάποια μέρη -π.χ. το κελαρυστό αρ.7 και το γεμάτο σπουδή καλπασμό του αρ.8 της «Κραϊσλεριάνας», τα αρ.2 και αρ.7 του έργου 12- να ηχήσουν αίφνης θαυμάσια. Επίσης ευνόησε ιδιαίτερα τα αργά, λυρικά, εσωστρεφή κομμάτια προσδίδοντάς τους υποβλητικό βάρος και βάθος. Το β' μισό της βραδιάς άνοιξε η υψίφωνος Φανή Αντωνέλου τραγουδώντας τον «Κύκλο 12 τραγουδιών» σε ποίηση Αϊχεντορφ. Βραβευμένη σε ουκ ολίγους διεθνείς διαγωνισμούς και με ικανή σκηνική εμπειρία σε όπερα, η Ελληνίδα λυρική τραγουδίστρια κατέχει μία καλοεστιασμένη φωνή άψογης ορθοτονίας, αλλά μάλλον ρηχή, με το κέντρο βάρους της αρκετά ψηλά, η οποία αντί για φυσικό παλμό (vibrato) έχει ένα γρήγορο τρέμολο. Οι ερμηνείες της υπήρξαν ελεύθερες λαθών, προσεκτικά αρθρωμένες, δοσμένες με αντίληψη του δραματικού βάρους της μουσικής, απλά, λόγω του ιδιάζοντος χαρακτήρα της φωνής, ήχησαν κάπως παράδοξα. *

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Μουσικές εξομολογήσεις Ζερμπίνου και Λογιάδη

Του Νικου Α. Δοντα "Καθημερινή 24/10/2010"
Μία απρόσμενη μουσική συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 15 Οκτωβρίου στο θέατρο Κάππα, στο πλαίσιο του κύκλου συναυλιών υπό τον γενικό τίτλο «Μουσικός Οκτώβριος»: ο ακορντεονίστας Χρήστος Ζερμπίνος και ο Μίλτος Λογιάδης, αυτή τη φορά στο πιάνο, απέδωσαν ένα πρόγραμμα που στο πρώτο μισό περιλάμβανε μουσική από το θέατρο και τον κινηματογράφο, ενώ στο δεύτερο καταρτίστηκε από κομμάτια του Μάνου Χατζιδάκι.
Η έκπληξη ήταν μεγάλη, καθώς μέσα στη γενικότερη βαριά ατμόσφαιρα των ημερών, η συγκεκριμένη μουσική πρόταση αποδείχτηκε πάνω απ’ όλα ειλικρινής κατάθεση ψυχής από μέρους των δύο μουσικών, και όχι ακόμα μία βραδιά ρουτίνας. Σπάνια δίνεται η ευκαιρία να ακούσει κανείς τον Χρήστο Ζερμπίνο, κι είναι κρίμα διότι πρόκειται για έναν από τους πιο ολοκληρωμένους μουσικούς του είδους. Δεν είναι τόσο ότι κατορθώνει να αποσπάσει από το ακορντεόν μυριάδες αποχρώσεις, γεγονός από μόνο του αξιοθαύμαστο.
Είναι κυρίως η συγκίνηση που μεταδίδουν οι ερμηνείες του, η εκφραστικότητα και η μουσικότητα με την οποία επενδύει κάθε φράση. Η σίγουρη τεχνική του, η χωρίς προβλήματα δεξιοτεχνία, η φαντασία και το καλό του γούστο, όπως φάνηκε σε αρκετά σημεία αυτοσχεδιασμού, δεν ήσαν αυτοσκοπός, αλλά υπηρετούσαν σε κάθε στιγμή την έκφραση των χαμηλόφωνων εξομολογήσεων.
Αέρινοι αυτοσχεδιασμοί
Η βραδιά ξεκίνησε με ένα τραγούδι του Τσάρλι Τσάπλιν. Ακολούθησε ένας εκτενής συναισθηματικά φορτισμένος μονόλογος για ακορντεόν του Κάρλος Γαρδέλ. Στη συνέχεια οι δύο μουσικοί συνεργάστηκαν για γνωστές μελωδίες όπως το «Oblivion» - «Λήθη» του Αστορ Πιατσόλα, η πρώτη από τις «Γυμνοπαιδιές» του Ερίκ Σατί, το θέμα από τον «Ταχυδρόμο» - «Il postino» του Λουί Μπακάλοφ και το δεύτερο Βαλς από τη δεύτερη «Σουίτα τζαζ» του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, φόρος τιμής στη Βιέννη του Γιόχαν Στράους υιού. Ενδιάμεσα ακούστηκε μία σύνθεση του ίδιου του Ζερμπίνου που γράφηκε μετά από παραγγελία της «Ορχήστρας των Χρωμάτων» προκειμένου να συνοδεύσει ταινία του βωβού, καθώς επίσης το «Τραγούδι του Μάνου» του Νίκου Πλατύραχου.
Αφιερωμένο στον Μάνο
Το δεύτερο μέρος της βραδιάς ήταν αφιερωμένο αποκλειστικά σε συνθέσεις του Μάνου Χατζιδάκι από το «Χάρτινο το φεγγαράκι» ώς την «Πορνογραφία». Αφήνοντας την μπαγκέτα του αρχιμουσικού κατά μέρος, ο Μίλτος Λογιάδης αποδείχτηκε τρυφερός και συναισθηματικός στο πιάνο, παρέχοντας ταυτόχρονα με τον καθαρό και ζυγισμένο ήχο του την απαραίτητη στέρεη βάση για τους αέρινους αυτοσχεδιασμούς του Ζερμπίνου.
Το βράδυ της προηγουμένης εγκαινίασε τη φετινή του καλλιτεχνική περίοδο το Μέγαρο Μουσικής, με μια εκδήλωση από κάθε άποψη ισχνή ανάμνηση της σπαταλημένης ευμάρειας του παρελθόντος. Η αναφορά σε αυτή την εκδήλωση μπορεί να περιμένει μέχρι την ερχόμενη εβδομάδα.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

«Ρώσικα Χριστούγεννα» από την Κρατική Αθηνών

Του Νικου Α. Δοντα "Καθημερινή 17/10/2010"
Με ένα δημοφιλές πρόγραμμα έκλεισε τη χρονιά της η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (ΚΟΑ). Στις 30 Δεκεμβρίου, στην Αίθουσα Φίλων της Μουσικής, ο Μύρων Μιχαηλίδης διηύθυνε τη Σουίτα έργο 71α από τον «Καρυοθραύστη» του Πιότρ Τσαϊκόφσκι, το δεύτερο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Σεργκέι Ραχμάνινοφ και την «Σεχραζάντ» του Νικολάι Ρίμσκι - Κόσρακοφ. Εάν βασικός στόχος ήταν η πληρότητα της αίθουσας, ασφαλώς πέτυχε.
Τόσο οι ποικίλοι χοροί από το μπαλέτο του Τσαϊκόφσκι όσο επίσης οι τέσσερις ενότητες και οι υποενότητες της «Σεχραζάντ» στηρίζονται στις σολιστικές ικανότητες αρκετών από τους μουσικούς της ορχήστρας. Οι συγκεκριμένες παρτιτούρες προβλέπουν αρκετά μέρη, άλλοτε σύντομα άλλοτε εκτενέστερα, που βασίζονται είτε σε ένα μουσικό είτε στη συνεργασία περισσοτέρων. Τόσο ο Τσαϊκόφσκι όσο και ο λαμπρός ενορχηστρωτής Ρίμσκι - Κόρσακοφ εμπιστεύονται βασικά θέματα στο όμποε, στο κλαρινέτο, στο φλάουτο και στο πίκολο φλάουτο, στο τσέλο, στο κόρνο, στην άρπα και σε άλλα όργανα. Δεν είναι διακοσμητικά, δεν δημιουργούν απλώς χρώμα ή ατμόσφαιρα. Τις περισσότερες φορές καθορίζουν τη μουσική, καθώς συχνά αποδίδουν το βασικό μελωδικό θέμα ή σχολιάζουν όσα διατυπώνει η ορχήστρα.
Την βραδιά της 30ής Δεκεμβρίου, οι σολίστες–μουσικοί της ΚΟΑ δεν φάνηκαν προετοιμασμένοι στον ίδιο βαθμό. Στο έργο του Τσαϊκόφσκι το αποτέλεσμα ήταν άνισο, καθώς ορισμένα μέρη κυλούσαν ομαλά, απρόσκοπτα ή και αέρινα όπου ήταν ζητούμενο, ενώ άλλα υπολείπονταν σε ακρίβεια, σε ύφος ή και στα δύο.
Γεμάτος ήχος
Ανάλογες ήσαν οι επιφυλάξεις για τη «Σεχραζάντ». Το έργο επανέρχεται συχνά στα προγράμματα της ορχήστρας, επιλογή που δύσκολα κατανοεί κανείς, αφού αμετάβλητες μοιάζουν οι αδυναμίες του πρώτου βιολιού της ορχήστρας στο αποφασιστικής σημασίας σολιστικό μέρος που του εμπιστεύεται ο συνθέτης.
Ανάμεσα σε Τσαϊκόφσκι και Ρίμσκι - Κόρσακοφ ακούστηκε το 2ο Κοντσέρτο για πιάνο του Ραχμάνινοφ με σολίστα τον Αλεξέι Ναμπιούλιν. Ο πιανίστας έπαιξε με αυτοπεποίθηση, γεμάτο ήχο και την απαραίτητη δεξιοτεχνία. Ερμήνευσε με τις αναμενόμενες πλατιές χειρονομίες τις σελίδες του Ραχμάνινοφ που ξεχειλίζουν από συναίσθημα και κράτησε σε ισότιμο επίπεδο τον διάλογο με τα όργανα της ορχήστρας στο λυρικό δεύτερο μέρος. Η δύναμή του παρέσυρε την ορχήστρα που δεν δίσταζε να επιβεβαιώνει την υπεροχή της ισχύος της.
Ο Μύρων Μιχαηλίδης απέδωσε ανάλαφρα και με χορευτική διάθεση τη μουσική του Τσαϊκόφσκι. Στο έργο του Ρίμσκι - Κόρσακοφ ο αρχιμουσικός οδήγησε την ΚΟΑ με πλαστικότητα και εξασφάλισε την ποικιλία εναλλαγών που έχουν ανάγκη τα επεισόδια των εξωτικών αφηγήσεων της Χαλιμάς, πηγή έμπνευσης του Ρώσου συνθέτη. Στο τέλος του έργου, ο ενθουσιασμός οδήγησε σε ακραίες εντάσεις.

Πέντε νέοι σολίστες διεκδικούν την προσοχή μας

Οι πέντε σολίστες στην συναυλία της ΚΟΑ: ο κιθαριστής Ιωάννης Ανδρόγλου, η αρπίστρια Σίσσυ Μακροπούλου, ο βιολιστής Λεονίντα Κόζα και οι πιανίστες Νεφέλη Μούσουρα και Δημήτρης Μαρίνος

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ "Ελευθεροτυπία 19/10/2010"

Ντοκιμαντέρ που παρουσιάζει ομαδικούς γάμους αφρικανικών φυλών θυμίζει η μεθόδευση με την οποία η καλλιτεχνική διεύθυνση της ΚΟΑ συστήνει, στους φιλόμουσους, επιλεγμένους νέους σολίστες.
Κυριολεκτικά τούς στοιβάζει στις πρώτες και τελευταίες συναυλίες κάθε χρονιάς. Τέτοιες συναυλίες ασφαλώς δεν στερούνται ενδιαφέροντος, ωστόσο αδικούν τους παρουσιαζόμενους, υποβάλλοντάς τους άνευ λόγου σε ισοπεδωτικά επάλληλες αντιπαραβολές.
Επιπλέον, διαβάζοντας τα βιογραφικά των πέντε μουσικών αυτής της συναυλίας, όπως και εκείνα των τεσσάρων του περασμένου Ιουνίου, εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιοι εξ αυτών θα επιμείνουν στην ανάπτυξη σταδιοδρομίας ως σολίστες συναυλιών; Φυσικά η ερώτηση και δεν έχει οριστική απάντηση.
Ομως οι ενδείξεις είναι αρκετά σαφείς και, ως τέτοιες, καθιστούν μάλλον ασαφές το γιατί αυτοί -ή κάποιοι εξ αυτών- κατευθύνονται να συμμετάσχουν σε μια μαζική «συναυλία νέων καλλιτεχνών» και όχι σε μία «κανονική»...
Παρέλαση ταλέντων
Ολα τα παραπάνω ίσχυαν για τη δεύτερη συναυλία της ΚΟΑ υπό τον Βύρωνα Φιδετζή στην αρχή της περιόδου 2010-11 (8/10/2010) -το σύνολο περιμένει από τις 30 Ιουλίου διορισμό νέου καλλιτεχνικού διευθυντή από το ΥΠΠΟΤ.
Η βραδιά ξεκίνησε απολαυστικά με τη σύνθεση «Andante spianato et Grande Polonaise brillante» για πιάνο και ορχήστρα του Σοπέν. Ικανότατη πιανίστρια, με άριστη συναίσθηση του ύφους της μουσικής και φανερές ανέσεις δεξιοτεχνίας, η Νεφέλη Μούσουρα ερμήνευσε τα δύο σαφώς διακριτά μέρη με αντίστοιχα ξεκάθαρες διαφοροποιήσεις. Το μεν ασυνόδευτο πρώτο δόθηκε ως «Νυχτερινό», δηλαδή χαμηλόφωνα, λυρικά, με αιθέριες φωτοσκιάσεις και ρευστή, ταιριαστά τραγουδιστή μελωδική φραστική, το δε δεύτερο ως εξωστρεφές, λαμπερό, δεξιοτεχνικό κομμάτι κοντσέρτου, με σφριγηλά αρθρωμένη, χορευτική φραστική και ρωμαλέες εξάρσεις δυναμικής.
Ακολούθως ο Λεονίντα Κόζε έπαιξε το «Κοντσέρτο για βιολί» (1939-41) του Μπάρμπερ. Οχι άστοχα, ο ανερχόμενος Αλβανός βιολιστής προσέγγισε το γλυκερό, καθυστερημένα (νεο)ρομαντικό κοντσέρτο του υπερτιμημένου Αμερικανού συνθέτη με αυστηρότητα, τεχνική ακρίβεια και συναισθηματική συγκράτηση.
Αν η προσέγγιση αυτή δεν ευνόησε το κοινότοπα μελωδικό Allegro, που πρόβαλε εκφραστικά κάπως στεγνό και αβέβαιο, «έσωσε» όμως το εσωστρεφές Andante, προσδίδοντας υποβλητικά πυρετώδη ένταση στα σόλι του βιολιού. Ομοίως ευτύχησε και το σύντομο, δεξιοτεχνικό Presto in moto perpetuo που παίχτηκε ακριβώς όπως ταίριαζε: αριστοτεχνικά και σβέλτα, με εστιασμένο ήχο και αψεγάδιαστη ακρίβεια.
Το δεύτερο μισό της βραδιάς ξεκίνησε με δυο κοντσέρτα για νυκτά όργανα. Ο Ιωάννης Ανδρόγλου πρότεινε το δημοφιλές «Κοντσέρτο Αρανχουέθ» του Ροντρίγκο.
Υποστηριζόμενος από υποδειγματικά ισορροπημένη ηλεκτρονική ενίσχυση του ήχου του σολιστικού οργάνου, ο Γιαννιτσιώτης κιθαρίστας διέπλασε μια εκτέλεση ιδιαίτερα προσεκτική και ακριβή, αν και όχι με την αναμενόμενη συγκινησιακή αμεσότητα. Με φόντο τη νευρώδη ορχηστρική, καλοεστιασμένη συνοδεία της ΚΟΑ, το αναλυτικό παίξιμό του υπηρέτησε τη δημοφιλή παρτιτούρα του Ισπανού συνθέτη με μια ακτινογραφικής διαφάνειας και καθαρότητας ανάγνωση.
Η απόλαυση
Στο περιπαθές, λυρικό Adagio, πασίγνωστο στην Ελλάδα της δεκαετίας του '60 ως εισαγωγικό σήμα πρωινού ραδιορομάντζου, ο σολίστας παρέλαβε το κύριο θέμα από το υπέροχα ελεγειακό αγγλικό κόρνο της Χριστίνας Παντελίδου.
Ακολούθησε ο «Ιερός και κοσμικός χορός» για άρπα και έγχορδα του Ντεμπισί. Στο αιθέριο και σύντομο αυτό αριστούργημα του μουσικού εμπρεσιονισμού χάρισε τελειοθηρικά πλασμένη ανάγνωση η 25χρονη Σίσσυ Μακροπούλου· ακριβές, νευρώδες, ρυθμικά σφριγηλό δίχως περιττούς τονισμούς, το παίξιμό της πρόσφερε καθαρή απόλαυση.
Η συναυλία ολοκληρώθηκε με τη «Γαλάζια Ραψωδία» του Γκέρσουιν. Το εμβληματικό για την αμερικανική μουσική του μεσοπολέμου έργο τοποθετήθηκε στο τέλος προφανώς για να κερδίσει -ή μάλλον να διασκεδάσει- τις εντυπώσεις από την αλλεπάλληλη διαδοχή κοντσέρτων.
Ομως η εκτέλεση ήταν συνολικά μέτρια. Αρχής γενομένης με την υφολογικά ατελή απόδοση της περίφημης σολιστικής εισαγωγής από το κλαρινέτο, ο Φιδετζής δεν μπόρεσε να αντλήσει από την ΚΟΑ ούτε το υφέρπον ρυθμικό λίκνισμα ούτε το ειδικό βάρος ήχου -απομίμηση λαμπερού ήχου Big Band- που απαιτεί το πασίγνωστο αυτό υβρίδιο συμφωνικής τζαζ.
Από μέρους του, όπου κυριαρχούσε αδιαπραγμάτευτα το πιάνο -π.χ. η νωχελική, σαν αυτοσχεδιαστική έκθεση του βασικού θέματος ή οι γεμάτες ορμή, καταιγιστικές παράγραφοι που οδηγούν στο φινάλε- ο πιανίστας Δημήτρης Μαρίνος απέδειξε ότι κατανοεί καλά τη σύνθετη ταυτότητα της πολλαπλά υβριδικής μουσικής του Γκέρσουιν και κατέχει τη δεξιοτεχνική επάρκεια να την αναδείξει· όμως, στις παραγράφους με ορχήστρα ο κάπως αδύναμος ήχος του χανόταν ολοκληρωτικά. *

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Ανευρη έναρξη με «Κάρμεν»

Η ανυπότακτη Κάρμεν (Μαίρη-Ελεν Νέζη) συναντά το θάνατο
στην αγκαλιά του Δον Χοσέ (Ρούμπενς Πελιτσάρι)

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ "Ελευθεροτυπία 12-10-2010"
Τι πιο ταιριαστό για τη Λυρική Σκηνή από το να μας πρόσφερε φέτος το -και διεθνώς- πρώτο σύγχρονο σκηνικό ανέβασμα της «Αδελφής Βεατρίκης» του Μητρόπουλου, υπενθυμίζοντας και επιβεβαιώνοντας την εθνική της αποστολή σε πολλαπλά χαλεπούς καιρούς!
Αντίθετα, επιμένοντας «λαϊκά», μας μπουκώνει επαναλήψεις και αναβιώσεις, αρχής γενομένης με την «Κάρμεν», η οποία εγκαινίασε την πτωχότερη ίσως, και σίγουρα λιγότερο εμπνευσμένη καλλιτεχνική περίοδο της ιστορίας της (9/10/2010).
Στην άνευρη αναβίωση της συμβατικής σκηνοθεσίας του Βασίλη Νικολαΐδη (2002) πρωταγωνίστησε μια νέα, όχι απόλυτα εύστοχη διανομή τραγουδιστών. Τον επώνυμο ρόλο έφερε η μεσόφωνος Μαίρη-Ελεν Νέζη, επιλογή που, δεδομένης της μακράς, επιτυχούς ενασχόλησής της με το μπαρόκ, σίγουρα ξάφνιασε. Εμπειρη, ακμαία μονωδός η Νέζη, τραγούδησε με ακρίβεια και άνεση που εντυπωσίασαν, αξιοποιώντας με τέχνη την ωραία, ευκίνητη, άριστα εστιασμένη φωνή της.
Ομως η παρτιτούρα απαιτεί σαφώς διαφορετικές ισορροπίες: πιο σκούρα ηχοχρώματα, πιο αδρή υφή, άλλες κατανομές δυναμικής. Αλλά και σκηνικά -με εξαίρεση τη βίαιη, προδρομικά βεριστική τελική σκηνή, όπου η μουσική υπερασπίζεται απόλυτα τον εαυτό της- η ανάλαφρη, λαμπερή Κάρμεν της δεν ανέδιδε την επικίνδυνη ερωτική σαγήνη, την επιθετικότητα του αδίστακτου αρπακτικού, τον αυθάδη σαρκασμό, την αγέλαστη αποφασιστικότητα απέναντι στη συναίσθηση του μοιραίου.
Ολα αυτά τονίστηκαν από τη σκηνική και φωνητική αντιπαράθεσή της με τον ιδανικά μεσογειακό Δον Χοσέ του Ρούμπενς Πελιτσάρι. Ο Ιταλός τενόρος, που είχαμε ακούσει το καλοκαίρι στην Μπρέγκεντς ως Ρανταμές («Ε» 18/8/2010), διέθετε τα σωστά φωνητικά προσόντα -χροιά, σφρίγος, ρωμαλέα δυναμική- που απαιτεί ο ρόλος, αλλ' επιπλέον αίσθηση ύφους, (ελεγχόμενη) τραχύτητα και πειστική δραματική αμεσότητα. Φωνητικά και σκηνικά αξιοπρεπής υπήρξε η Μαρία Μητσοπούλου ως Μικαέλα, σκηνικά όχι αρκετά πειστικός ο Δημήτρης Κασιούμης ως Εσκαμίγιο. Την παράσταση διηύθυνε με σφρίγος ο Ηλίας Βουδούρης.
Ανισος φόρος τιμής σε Μάλερ και Μητρόπουλο
Φέτος η συμπλήρωση 50 χρόνων από το θάνατο του Δημήτρη Μητρόπουλου (1896-1960) και 150 από τη γέννηση του Μάλερ (1860-1911), υπενθυμίζουν σημαδιακά την αποφασιστική συνεισφορά του Ελληνα αρχιμουσικού στην καθιέρωση της μουσικής του Βοημού συνθέτη μεταπολεμικά. Ανταποκρινόμενα σε πρόταση του μουσικολόγου Απόστολου Κώστιου, τα Μουσικά Σύνολα του Δήμου Αθηναίων τίμησαν τη διπλή επέτειο παρουσιάζοντας τη μαλερική «Συμφωνία αρ.3» υπό τον Λουκά Καρυτινό (Μέγαρο Μουσικής, 27/9/2010).
Ο Ελληνας αρχιμουσικός απέδειξε ότι κατανοεί τις ιδιαίτερες, υψηλές τεχνικές απαιτήσεις της «πολυεπίπεδης» μουσικής αφήγησης του Μάλερ και διαθέτει τη μουσική ευαισθησία να ανταποκριθεί στη σύνθετη δραματολογία της. Σε αδιάλειπτη εγρήγορση υπαγόρευσε διαφοροποιήσεις ταχυτήτων, διατήρησε συνεκτικά σταθερούς βηματισμούς, όρισε παραγραφοποιήσεις, επίπεδα και παρενθέσεις στη μουσική αφήγηση. Ατυχώς για όλους -των τιμωμένων συμπεριλαμβανομένων!- η συναυλία υπήρξε καταφανώς άνιση.
Είναι απολύτως σαφές ότι η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων δεν διαθέτει ούτε την εμπειρία ούτε το επίπεδο τεχνικής επάρκειας που θα της επέτρεπε να αναμετρηθεί επιτυχώς με τέτοια έργα· ομοίως τα φωνητικά σύνολα που συμμετείχαν. Η απουσία ικανών διαβαθμίσεων δυναμικής σε έγχορδα και πνευστά κατέστρεψε ατμόσφαιρες και ακύρωσε νοηματικές διαφοροποιήσεις επιπέδων στη μουσική ανάγνωση. Ελλείμματα ακρίβειας και εγρήγορσης στο συνολικό παίξιμο προκάλεσαν αποσυντονισμούς, χασμωδίες και διάλυση του μουσικού ειρμού, τόσο στις μακρές εμβατηριακές αναπτύξεις του εναρκτήριου μέρους όσο και στα εντός παρενθέσεων μουσικά μικρο-επεισόδια των δύο επόμενων. Ενδημικά προβλήματα ορθοτονίας στα χάλκινα πνευστά και ειδικά στην ομάδα των κόρνων, «μόλυναν» τον ομαδικό ήχο στις μεγάλες φανφάρες.
Μείζον πρόβλημα ήταν το αγχωμένο, συχνά βιαστικό και εκτός χρόνου παίξιμο του α' βιολιού από τον Αρμπέν Καντέσα. Ευτυχώς, δεν έλειψαν και κάποιες -φευ λιγοστές!- νησίδες αγαλλίασης: εξαιρετικές σημειακές συνεισφορές των ξύλινων πνευστών, εκτεταμένα υποβλητικά σόλι του τρομπονίστα Ιωάννη Αρβανιτάκη στο εναρκτήριο μέρος, το ποιητικό μακρόθεν σόλο του ταχυδρομικού κόρνου από τον Γιάννη Καραμπέτσο της ΚΟΑ, στο γ' μέρος. Το μέρος της άλτο τραγούδησε υποβλητικά η μεσόφωνος Μαργαρίτα Συγγενιώτου· υγιής, τονικά ασφαλής φωνή με ωραίο, ταιριαστά σκούρο ηχόχρωμα και προσεκτική, καλοφινιρισμένη φραστική απέδωσαν υποδειγματικά αυτό το κομβικό σημείο-κλειδί της Συμφωνίας. Καλά, με σαφήνεια και ακρίβεια, αποδόθηκε το λιγότερο απαιτητικό, εκτενές καταληκτικό μέρος της Συμφωνίας, όπου κυριαρχεί σταθερά το σώμα των εγχόρδων σε ρευστές, επάλληλες εκπορεύσεις φραστικής. *

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Παράδοξο ξεκίνημα της Κρατικής Αθηνών

Του Νικου Α. Δοντα "Καθημερινή 10/10/2010"
Η εναρκτήρια συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ) πραγματοποιήθηκε την 1η Οκτωβρίου στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» και ήταν αφιερωμένη σε μουσική και μουσικούς του Αζερμπαϊτζάν. Καμία αντίρρηση να τιμηθεί η παράδοση της φιλικής χώρας. Θεωρεί όμως η ΚΟΑ ότι αυτός ήταν ο καταλληλότερος τρόπος να ξεκινήσει τη φετινή της καλλιτεχνική περίοδο; Ακόμα κι έτσι: αποτελούσε το συγκεκριμένο πρόγραμμα πρόταση προς το φιλόμουσο κοινό ή έδινε η συναυλία αυτή το στίγμα όσων θα ακολουθήσουν;
Η βραδιά ήταν στην ουσία ένα συμπίλημα έργων Αζέρων και άλλων συνθετών -από τον Ραχμάνινοφ ώς τον Βέρντι και τον Λεονκαβάλλο- που ερμήνευσαν Αζέροι καλλιτέχνες. Ενα συμφωνικό ποίημα, μια άρια, ένα «Αβε Μαρία», ένα Κοντσέρτο για πιάνο, εισαγωγές και ιντερμέδια από ιταλικές όπερες (;) και στην κατάληξη το τραγούδι «Αζερμπαϊτζάν» του συνθέτη και ποπ τραγουδιστή Μουσλίμ Μαγκομάγεφ, το οποίο απέδωσε με μικρόφωνο ο βαρύτονος Γιαβίντ Σαμάντοφ. Διερωτάται κανείς αν όλα αυτά επιλέχθηκαν ύστερα από σκέψη ή απλά προέκυψαν με κάποιον τρόπο.
Το θετικότερο στοιχείο της συναυλίας ήταν χωρίς αμφιβολία η συνεισφορά του πιανίστα Φαρχάντ Μπανταλμπεϊλί, που απέδωσε με εντυπωσιακή δεξιοτεχνία το Κοντσέρτο για πιάνο (1957), έργο του συνθέτη Φικρέτ Αμίροφ και της πιανίστριας - συνθέτριας Ελμίρας Ναζίροβα. Συμβατικό, τριμερές, το έργο στηρίζεται εξίσου στην εξωτική γοητεία παραδοσιακών μελωδιών όσο και στην πιανιστική παράδοση, κυρίως του Ραχμάνινοφ, όπως επίσης άλλων διασήμων των αρχών του εικοστού αιώνα.
Εθνική σχολή
Σε ό, τι αφορά τα υπόλοιπα έργα Αζέρων συνθετών, ήταν εμφανής και απολύτως κατανοητή η πρόθεση δημιουργίας «εθνικής σχολής», μέσα από το γνωστό στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη πάντρεμα της παραδοσιακής μουσικής με την συμφωνική παράδοση. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται το συμφωνικό ποίημα «Λέιλι και Μαϊτζνούν» (1948) του Κάρα Καράγεφ και τα τρία φωνητικά έργα - «ρομάντσες» - των Νιγιάζι Χαζτιμέιοφ (1912-1984) και Φαρχάντ Μπανταλμπεϊλί (1947-).
Ως προς τους ερμηνευτές, η υψίφωνος Γκουλνάζ Ισμαΐλοβα έκρινε απαραίτητο να ερμηνεύσει την απαιτητική άρια της Βιολέτας από την «Παραστρατημένη» («Τραβιάτα») του Βέρντι. Τα πήγε καλύτερα στα υπόλοιπα φωνητικά έργα συνοδευόμενη από τη συμπατριώτισσά της Σαμπίνα Ασάντοβα. Πριν κλείσει με θριαμβικό τρόπο την βραδιά, ο βαρύτονος Γιαβίντ Σαμάντοφ είχε επίσης ερμηνεύσει ένα απόσπασμα από την όπερα «Αλέκο» του Ραχμάνινοφ.
Την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, από την οποία ξεχώρισαν, κυρίως οι συνήθεις μεμονωμένες συνεισφορές μουσικών στα πνευστά, διηύθυνε ο Αζάντ Αλίγεφ. Ο ενθουσιασμός του ήταν πιθανώς η αιτία που οδηγούσε συχνά σε υπερβολικές εξάρσεις δυναμικής. Για το Αζερμπαϊτζάν η βραδιά αυτή ήταν δίχως άλλο μια σπάνια γιορτή. Για την ΚΟΑ και το κοινό της όμως;

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Η Λυρική ακούει πια τον λαό και τον Θεό "Ελευθεροτυπία 26/9/2010"

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ Η ΛΑΪΚΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΟΥΡΚΟΓΙΑΝΝΗ

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ
Την περασμένη Τρίτη, στο υπό ανακαίνιση φουαγέ του θεάτρου «Ολύμπια», παρουσιάστηκε ο προγραμματισμός της νέας καλλιτεχνικής περιόδου της ΕΛΣ. Η όλη εκδήλωση μαρτυρούσε τις νοσούσες ισορροπίες, που παγιώνονται στο θέατρο. Την παρουσίαση έκανε μόνος ο πρόεδρος του Δ.Σ. Νίκος Μουρκογιάννης.
Μίλησε σε πρώτο πρόσωπο και αναφέρθηκε αποκλειστικά στον εαυτό του και σε όσα έχουν συντελεσθεί υπό την εποπτεία του για την οικονομική, κυρίως, εξυγίανση του θεσμού. Παρών ήταν και ο σκιώδης καλλιτεχνικός διευθυντής Τζοβάνι Πάκορ, ο οποίος διευκρίνισε ότι η θητεία του λήγει τον Δεκέμβριο και γνωστοποίησε ότι δεν έχει υποβάλει υποψηφιότητα για τη θέση, που προκηρύχτηκε. Μοναδικός αρχιμουσικός παρέστη ο Ηλίας Βουδούρης που, όμως, δεν έλαβε καθόλου τον λόγο. Ο Λουκάς Καρυτινός απουσίασε.
Ο Θεός και ο λαός απολαμβάνουν όπερα στο Ηρώδειο!
Οσον αφορά το καθαρά καλλιτεχνικό μέρος, ο κύριος Μουρκογιάννης δεν εξέφερε ούτε λέξη. Παρέπεμψε τους παρευρισκόμενους να διαβάσουν επιτόπου το γεμάτο κενά και αοριστολογίες έντυπο με τον προγραμματισμό της περιόδου 2010-11. Ούτε άδικα, ούτε άστοχα: ο άνθρωπος δεν θα είχε να πει και πολλά. Οπως και πέρυσι, πλην των εναρκτήριων παραγωγών για τις οποίες δόθηκαν συνοπτικά/ενδεικτικά διανομές, από τις υπόλοιπες έλειπε κάθε στοιχείο. Επιπλέον, το ρεπερτόριο πρόβαλλε συρρικνωμένο σε οριακό βαθμό, περιορισμένο σε απολύτως δημοφιλή έργα με δηλωμένο στόχο την οικονομική επιτυχία. Ιδια έλλειψη έμπνευσης, οράματος και πληροφορίας διέπει και την παρουσία της ΕΛΣ στο Ηρώδειο: «Καβαλερία»-«Παλιάτσοι», «Ναμπούκο» άνευ διανομών και λοιπών συντελεστών. Θετική -και γεωπολιτικά ρεαλιστική- είναι η συνεργασία με την Οπερα της Σόφιας, παρ' ότι ούτε γι' αυτήν δόθηκαν σαφή στοιχεία.
Συνεχίζοντας απτόητος παρεμβάσεις σε καλλιτεχνικά θέματα (το πρόβλημα της καλλιτεχνικά επιτυχούς περιόδου Λαζαρίδη εκπεφρασμένο τώρα απ' την ανάποδη!), ο κ. Μουρκογιάννης κατηγόρησε τους κριτικούς ως «χειροκροτητές της οικονομικής κατάρρευσης της ΕΛΣ» καθώς «επικροτούν πειραματισμούς που γίνονται στην πλάτη του ελληνικού λαού»! Μάλιστα, σε μια οπερατική κορόνα, δήλωσε υπερήφανος που με την αθρόα προσέλευσή του ο ελληνικός λαός έδειξε ξεκάθαρα ότι προτιμάει παραγωγές όπως η «Νόρμα» και η «Αΐντα» του καλοκαιριού, και προχώρησε κατακεραυνώνοντας τους εγωπαθείς κριτικούς, που τόλμησαν να κατακρίνουν το ανέμπνευστο, εμπορικό στίγμα τους, με το απόφθεγμα «Φωνή λαού, φωνή Θεού»!
Και ενώ τη μια στιγμή είχε την αφέλεια να κατακρίνει ως πειραματισμούς εκπληκτικές παραγωγές όπως ο «Ταγχόιζερ» του Γκράχαμ Βικ (!), με τη δικαιολογία ότι για να υλοποιηθούν αφέθηκε απλήρωτο το ΙΚΑ, από την άλλη ανακοινώθηκε ότι κατά την περίοδο 2010-11 θα λειτουργήσουν Πειραματική Σκηνή, Πειραματικό Μπαλέτο, Στούντιο Οπερας, Παιδική Σκηνή, Οπερέτα, συναυλίες στο Φουαγέ και εκπαιδευτικά προγράμματα! Μα ποια είναι τέλος πάντων η ΕΛΣ; Η Βαστίλη ή η Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης; Μεσούσης της οικονομικής κρίσης, ποιον άλλο -εκτός από τους άμεσα εμπλεκόμενους- ενδιαφέρουν πραγματικά όλα αυτά τα πρωσοποπαγή παραμάγαζα;
Ποιους βολεύει η συρρίκνωση ρεπερτορίου;
Ο κύριος Μουρκογιάννης θα όφειλε να αντιλαμβάνεται -διαφορετικά είναι επικίνδυνος για την ΕΛΣ όσο και οι ασύδοτα σπάταλοι προκάτοχοί του- ότι αντικείμενο της κριτικής είναι πρωτίστως η ποιότητα των παραγωγών. Την αξιολόγηση αυτή κάνει ο κριτικός βασιζόμενος αφ' ενός στο μεγάλο εύρος γνώσης και εμπειρίας του, αφ' ετέρου με γνώμονα το ευρύτερο μορφωτικό και πολιτιστικό συμφέρον του «λαού». Αλίμονο αν καταντούσε να ασκεί κριτική σύμφωνα με αυτό που προτιμά προσωπικά. Ούτε μπορεί ο κύριος Μουρκογιάννης να γνωρίζει το απόθεμα εμπειρίας και τα ζητούμενα του υποθετικού μέσου οπερόφιλου· ειδικά σήμερα που με το DVD και τα ταξίδια μπορεί κανείς να ενημερώνεται εύκολα και καλά.
Συνιστά συνεπώς unfair συμπεριφορά και λαϊκισμό να επιχειρεί να επιβάλλει τις απόψεις του διαβάλλοντας τους κριτικούς ως «χειροκροτητές της οικονομικής καταρράκωσης της ΕΛΣ», ενώ, ταυτόχρονα, να προβάλλει ως αδιάσειστο, αυτονόητο αντεπιχείρημα το συμφέρον ενός «λαού», που προτιμά να ακούει «Τόσκα», «Τραβιάτα» και «Ναμπούκο». Αλλοι έχουν συμφέρον και βολεύονται από τη συρρίκνωση του ρεπερτορίου και όχι οι φιλόμουσοι!
Ατυχώς, στη λαϊκίστικη σπουδή του να νοικοκυρέψει τα ανοικοκύρευτα, ο κύριος Μουρκογιάννης μαζί με τα βρωμόνερα πετάει και το ...μωρό· πιθανόν γιατί αδυνατεί να κάνει την ουσιώδη διάκριση! Καταλάβαμε ότι θεωρεί αυτονόητο πως θα ηγείται του Δ.Σ. της ΕΛΣ ώσπου να μετακομίσει στη νέα της στέγη τον Φεβρουάριο του 2016. Ας προσέξει λοιπόν. Ετσι όπως το πάει, μπορεί μεν να τού πετύχει η εγχείρηση, αλλά ο ασθενής ίσως του μείνει στα χέρια...
Επειγόντως καλλιτεχνικός διευθυντής
Το τι συμβαίνει στο θολό πεδίο της οικονομικής διαχείρισης πίσω από κάθε παραγωγή ή με τι κριτήρια αποφασίζεται το ρεπερτόριο είναι μια ολότελα διαφορετική ιστορία. Γι' αυτά μπορεί επίσης να εκφέρει άποψη ο κριτικός. Το τι στραβό και μεμπτό συνέβη -ή συμβαίνει- στο οικονομικοδιαχειριστικό πεδίο είναι αποκλειστικά ευθύνη του κυρίου Μουρκογιάννη να εξιχνιάσει· γι' αυτό άλλωστε προσκλήθηκε. Στον αναλυτικό απολογισμό του έργου εξυγίανσης, που έκανε έως τώρα, είδαμε πολλά ικανοποιητικά. Απολύτως θετική ήταν επίσης η ενημέρωση ως προς τα πορίσματα της έρευνας για κακοδιαχείριση κατά τα -άραγε πόσα;- προηγούμενα έτη. Θα ήταν πολύ υγιεινό να δινόταν στη δημοσιότητα για να μάθουν επιτέλους οι οπερόφιλοι ποιοι καταρράκωσαν οικονομικά την ΕΛΣ, πότε και πώς, να ξεκαθαριστούν πράγματα αλλά και να αποκατασταθούν υπολήψεις...
Τα καλλιτεχνικά θέματα,όμως, διέπονται από άλλους «νόμους» και δεοντολογίες και είναι ολέθριο που, ελλείψει αντιλόγου, ο κύριος Μουρκογιάννης τα χώνει όλα αυθαιρέτως και αβασάνιστα στο ίδιο τσουβάλι. Ας περιορίσει, λοιπόν, τα οράματά του στο πεδίο της οικονομικής κάθαρσης, της διαχειριστικής εξυγίανσης και της αξιοκρατικής, δομικής αναμόρφωσης της αμαρτωλής και κακογερασμένης ΕΛΣ, αφήνοντας τα καθαρά καλλιτεχνικά θέματα στους καθ' ύλην αρμόδιους· και βεβαίως, ας αφήσει την κριτική να κάνει τη δουλειά της.
Για το καλλιτεχνικό μέρος επιβάλλεται να επιστρέψει το ταχύτερο η ευθύνη σε έναν νέο καλλιτεχνικό διευθυντή, που δεν θα είναι ούτε φάντασμα, ούτε αχυράνθρωπος, κινούμενος με αόρατα νήματα από αόρατα -ή όχι και τόσο αόρατα-παρασκήνια... Για το τελευταίο ας φροντίσει επειγόντως και σωστά -αρκετά λάθη έκανε ώς τώρα!- το άμουσο ΥΠΠΟΤ. *

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Το «πείραμα» της Λυρικής Σκηνής Πρώτος απολογισμός των δραστηριοτήτων ενός φιλόδοξου εκπαιδευτικού προγράμματος

Της Σαντρας Bουλγαρη "Καθημερινή 26/9/2010"
Πάντα αναρωτιέται κανείς, ειδικά εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης, ποιο και κατά πόσον είναι το νόημα ενός φιλόδοξου εκπαιδευτικού προγράμματος σαν κι αυτό που εδώ κι ένα χρόνο περίπου έχει εγκαινιάσει η Εθνική Λυρική Σκηνή. Παρ’ όλα αυτά, όταν τα αποτελέσματα κι ένας πρώτος απολογισμός των δραστηριοτήτων της είναι κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικά, δεν μπορείς παρά να δεις τα πράγματα ως ελπιδοφόρα. Ειδικά όταν ήδη, την ώρα που μιλάμε, έχει ξεκινήσει η νέα περίοδος διοργάνωσής τους. Διαλέξεις σε ενήλικες, παρουσιάσεις σε σχολεία, παραστάσεις μπαλέτου ειδικά φτιαγμένες για εκπαίδευση των παιδιών, όπερα ερμηνευμένη από μαθητές.
Ο Τομέας Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων της Λυρικής Σκηνής συστάθηκε μόλις τον Απρίλιο του 2009. Με υπεύθυνο τον δρα Μουσικολογίας (πρώην τρομπετίστα της Ορχήστρας της Λυρικής) Νίκο Ξανθούλη και συνεργάτες την Ιωάννα Καράνταγλη και τη Μαρία Μηλιοπούλου για θέματα χορού, ξεκίνησαν αρχικά οι παρουσιάσεις στα σχολεία. «Από τη λύρα στη Λυρική», «έτσι τις έχουμε ονομάσει ανεπίσημα...», λέει ο ίδιος ο Νίκος Ξανθούλης σε συνομιλία του με την «Κ», εξηγώντας με ενθουσιασμό το εγχείρημα.
Η μέρα ξεκινάει στα σχολεία και οι μαθητές περιμένουν την ομάδα της Λυρικής. Σε όποιο από τα παιδιά αρέσει πραγματικά η παράσταση που θα δουν (ένα μικρό οδοιπορικό από την αρχαία ελληνική μουσική έως την όπερα με μια λύρα, τραγούδι κι ένα προτζέκτορα για προβολές εικόνων) προσφέρεται η δυνατότητα να ξεναγηθούν σε ένα backstage tour στο θέατρο «Ολύμπια». Εάν αυτό τους ενθουσιάσει, τότε θα πάνε ένα βήμα παραπέρα και θα παρακολουθήσουν μια σειρά προβών. «Οταν ενθουσιαστούν τόσο που θα αποφασίσουν να αγοράσουν εισιτήριο για να δουν την παράσταση, τότε θεωρώ ότι είχαμε επιτυχία», λέει ο Νίκος Ξανθούλης για την εμπειρία των παρουσιάσεων που έγιναν σε είκοσι τέσσερα σχολεία της Αθήνας, στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Την ερχόμενη εβδομάδα ξεκινάει ο φετινός κύκλος, ενώ σύντομα θα επαναληφθεί η σειρά διαλέξεων, εκδηλώσεων, συναυλιών και παρουσιάσεων «Με ένα καφέ στο Φουαγέ» στο θέατρο «Ολύμπια».
Παιδιά - ενήλικες
«Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα κατορθώσαμε να δραστηριοποιήσουμε δύο εξαιρετικά δύσκολες ομάδες του κοινού: τα παιδιά, για τα οποία η όπερα είναι κάτι εξωπραγματικό και τις ομάδες των ενηλίκων, οι οποίοι αντιμετωπίζουν αυτό το είδος της τέχνης ως ελιτίστικο. Αυτό που έχω παρατηρήσει είναι ότι υπάρχει μεγάλο ποσοστό ανθρώπων οι οποίοι διψούν να μάθουν περισσότερα για την όπερα και την κλασική μουσική και ντρέπονται να το πουν, να δείξουν ότι δεν ξέρουν». Για κάθε έργο της νέας καλλιτεχνικής περιόδου που θα παρουσιάζεται, όσοι ενδιαφέρονται θα έχουν την ευκαιρία να μάθουν στοιχεία μουσικολογικά, ιστορικά, αρχιτεκτονικά, λογοτεχνικά ακόμη και ψυχιατρικά σε σχέση με την κάθε παράσταση. Στην ατμόσφαιρα ενός απογευματινού καφέ, με ελεύθερη είσοδο και συνολικό χρόνο μία ώρα, η οποία θα χωρίζεται σε τρία εικοσάλεπτα για να μην κουράζονται οι ακροατές.
«Αυτοί οι κύριοι φορούν τζιν, άκουσα μια ομάδα έφηβων να λέει κάποτε σε παρουσίασή μας. Μάλλον περίμεναν ότι όποιος ασχολείται με την όπερα ή την κλασική μουσική πρέπει να είναι κοστουμαρισμένος». Το σχόλιο αυτό του Νίκου Ξανθούλη επαναφέρει τη συζήτηση στη γνωριμία των νέων με τον κόσμο της όπερας. «Ψήνεσαι για όπερα;» είναι ένας οδηγός με τα πολύ βασικά που μοιράζεται σε εφήβους και ενήλικες κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων/παρουσιάσεων, με στόχο να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα στον δρόμο προς τη γνώση. Οσο για τη δεύτερη έκδοση (ως προέκταση και οι δύο του εκπαιδευτικού έργου πωλούνται στο «Ολύμπια» και στο «Ακροπόλ» στην τιμή των πέντε ευρώ), «Οι Σποκ - Η Νυχτερίδα» αποδίδει τη γνωστή όπερα «Νυχτερίδα» του Στράους σε κόμικς.
Ολα αυτά είναι, βέβαια, απλώς μια αρχή αν σκεφτεί κανείς ότι το μισό κομμάτι του καλλιτεχνικού προγραμματισμού σε θέατρα του εξωτερικού, όπως στη Μετροπόλιταν Οπερα ή στην Οπερα του Σίδνεϊ, οργανισμούς που επισκέφθηκε ο Νίκος Ξανθούλης πριν ξεκινήσει τη μελέτη των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων στη Λυρική, είναι τα επιμορφωτικά προγράμματα. Κορυφαίες στιγμές, που ελπίζει να επαναληφθούν σε εμάς είναι το Μαθητικό Φεστιβάλ Οπερας που εγκαινιάστηκε την περασμένη άνοιξη (όπου μαθητές κλήθηκαν να παρουσιάσουν ένα έργο δικής τους επιλογής και να βιώσουν την εμπειρία της προετοιμασίας μιας παράστασης στη Λυρική), η συνεργασία με το Ελληνογαλλικό Σχολείο «Eugene Delacroix» για το ανέβασμα της όπερας «L’ enfant de la mer» σε μουσική του Νίκου Ξανθούλη και οι πολύ πετυχημένες παραστάσεις μπαλέτου με τη συμμετοχή του κουαρτέτου εγχόρδων Opera Quattro, όπου τα παιδιά εισήχθησαν με προβολές και απλά σχόλια στον κόσμο του κλασικού χορού, σε μιαν ανεπανάληπτη έως σήμερα απόπειρα για τα ελληνικά δεδομένα. «Ξέρετε τι κόπος χρειάζεται για να κάνει αυτό το βήμα ο χορευτής; Γι’ αυτό πρέπει να σεβόμαστε και να κάνουμε ησυχία όταν παρακολουθούμε ένα μπαλέτο...».
Σίγουρα υπάρχουν πολλά που πρέπει ακόμη να γίνουν έως ότου τελειοποιηθούν τα προγράμματα, αλλά και πολλά να διασφαλιστούν για να κατορθώσουν να συνεχίσουν. Ομως, όπως λέει και ο Νίκος Ξανθούλης: «Νομίζω ότι είναι μύθος αυτό που λένε πως το μόνο που ξέρουμε οι περισσότεροι είναι να ακούμε τα τραγούδια της Δέσποινας Βανδή. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τα λόγια δασκάλων στο Γυμνάσιο της Ραφήνας που επισκεφθήκαμε. Πάθαμε πολιτισμικό σοκ, μας έλεγαν. Τελικά, μας αρέσει πολύ η κλασική μουσική...».

Εξαιρετικός Μπετόβεν από τον Β. Χριστόπουλο

Του Νικου A. Δοντα "Καθημερινή 26/9/2010"
Απολύτως επιτυχημένη υπήρξε η εναρκτήρια συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης (ΚΟΘ), που πραγματοποιήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής της συμπρωτεύουσας. Ο Βασίλης Χριστόπουλος διηύθυνε την εισαγωγή του Μπετόβεν στον «Εγκμοντ» του Γκαίτε, την Πέμπτη Συμφωνία του ίδιου συνθέτη και το Κοντσέρτο για πιάνο «Ανθρωπος θλίψεων» - «Man of Sorrows» του Γιώργου Τσοντάκη. Σολίστ ήταν η Μαρία Αστεριάδη.
Στο Κοντσέρτο του Ελληνοαμερικανού συνθέτη η προφανής αναφορά υπήρξε ο Ολιβιέ Μεσσιάν, τόσο λόγω της επιλογής του θρησκευτικού στοιχείου ως αφετηρία έμπνευσης όσο και λόγω της ενορχήστρωσης, με συγκεκριμένες, χαρακτηριστικές συνεισφορές του φλάουτου και της άρπας. Το πιάνο αξιοποιήθηκε λιγότερο για την έκφραση μελωδικού στοιχείου. Εδρασε πρωτίστως ως κρουστό όργανο κατά το πρότυπο του Μπάρτοκ, εκφράζοντας νευρικά και με αγωνιώδη τρόπο την ένταση των συναισθημάτων. Μεμονωμένες μελωδικές, «νεορομαντικές» φράσεις, που αποδίδονταν είτε από το πιάνο είτε από κάποιο άλλο όργανο, επέτειναν την εντύπωση της αγωνίας. Η Μαρία Αστεριάδη ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις με δυνατό, μυώδες παίξιμο, ενώ διέθετε επίσης τον λυρισμό για τον συναισθηματισμό της μουσικής.
Η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης είναι σύνολο που μοιάζει διαρκώς να βελτιώνεται. Το γεγονός προφανώς πιστώνεται στον καλλιτεχνικό της διευθυντή Μύρωνα Μιχαηλίδη. Γνωστά είναι τα έγχορδά της, με τον γεμάτο ήχο που η αντήχηση της συγκεκριμένης αίθουσας εμπλουτίζει περαιτέρω. Αυτή τη φορά η έκπληξη ήρθε από τα πνευστά, ξύλινα και χάλκινα, ιδιαίτερα δε τα κόρνα, που στάθηκαν σε ανάλογα υψηλό επίπεδο. Εχοντας, λοιπόν, ένα ικανό σύνολο στα χέρια του και προφανέστατα αντιλαμβανόμενος ότι στη συγκεκριμένη αίθουσα δεν μπορεί να ζητήσει γοργές ταχύτητες πέρα από ένα όριο, καθώς η υπερβολική αντήχηση «μουντζουρώνει» το αποτέλεσμα, ο Βασίλης Χριστόπουλος διηύθυνε εξαιρετικά τα έργα του Μπετόβεν.
Σύγχρονη αισθητική
Σαφής δομή, επιτυχημένες κλιμακώσεις, ένταση χωρίς όμως να βροντά ούτε καν στις τελικές συγχορδίες της Πέμπτης όπως συμβαίνει συχνά, μεγαλοπρέπεια χωρίς στόμφο ειδικά στα δύο πρώτα μέρη του ίδιου έργου: Αυτά ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά μιας ερμηνείας που σεβάστηκε την παράδοση αλλά και τη σύγχρονη, ιστορικά ενημερωμένη αισθητική. Εδειξε επίσης ότι ο 35χρονος αρχιμουσικός, από το 2005 διευθυντής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νοτιοδυτικής Γερμανίας, εξελίσσεται ευχάριστα.
Ας παραμείνουν λοιπόν στην αλλοδαπή και αυτός, και ο Κων. Καρύδης, και ο Θεόδωρος Κουρεντζής και τόσοι άλλοι. Εκεί, όπου δίνονται ευκαιρίες σε νέους μουσικούς να εξελιχθούν. Ας μείνουν εκεί όπου σε θεσμούς που έχουν σχέση με τη μουσική, την απόλυτη προτεραιότητα έχει η μουσική.

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Ενας παραμυθένιος «Μαγικός Αυλός» "Καθημερινή 12/9/2010"

Του Νικου Α. Δοντα
Οι ερμηνείες του Ρενέ Γιάκομπς στις όπερες του Μότσαρτ έχουν ταράξει τα νερά. Εδώ και περίπου μία δεκαετία υποστηρίζει στα θέατρα και καταγράφει για δίσκους ερμηνείες με βασικό χαρακτηριστικό τη στενότατη συνομιλία ανάμεσα στο ποιητικό και στο μουσικό κείμενο. Μέγιστη πρόκληση αποτελεί ο «Μαγικός Αυλός», καθώς εδώ τα μουσικά μέρη συνδέονται με πεζούς διαλόγους. Η πρόταση του Φλαμανδού αρχιμουσικού παρουσιάστηκε πέρυσι στο Αιξ της Προβηγκίας και διατίθεται εδώ και λίγες μέρες χάρη σε εξαιρετική ηχογράφηση της harmonia mundi.
Ο Γιάκομπς όχι μόνον δεν υποτιμά και δεν περικόπτει την πρόζα του Σικανέντερ, όπως συμβαίνει συχνά, αλλ’ αντίθετα την αναδεικνύει: Στηρίζει με εμβόλιμη μουσική και ατμοσφαιρικούς ήχους τους διαλόγους, ενώ στα μουσικά μέρη σχηματίζει τις φράσεις έτσι ώστε να προβάλλεται με σαφήνεια ο λόγος. Το ακρόαμα αποκτά πυκνότητα και ένταση θεατρικής παράστασης, πολύ περισσότερο που οι βασικοί τραγουδιστές προέρχονται από τον γερμανόφωνο χώρο και αποδεικνύονται θαυμάσιοι ηθοποιοί. Ακόμα και στον ακροατή, στερημένο από το θέαμα, γίνεται κατανοητό ότι η όπερα του Μότσαρτ ανήκει στην παράδοση των «μαγικών έργων» και των «κωμωδιών με σκηνικές μηχανές» που ήταν της μόδας στη Βιέννη στα τέλη του 18ου αιώνα.
Γνώση και φαντασία
Αφετηρία για τον Γιάκομπς αποτελεί το πρωτότυπο μουσικό κείμενο του Μότσαρτ, που αποκαθίσταται στην αρχική του μορφή. Ετσι, σε ορισμένους ίσως λείψει η τρίτη στροφή από το γνωστό αρχικό τραγούδι του Παπαγκένο: Καθώς προστέθηκε το 1795, δηλαδή τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του συνθέτη, ο Γιάκομπς την αφαιρεί. Με ανάλογη προσοχή αντιμετωπίζονται οι χρονικές διάρκειες κάθε νότας, αλλά και οι ταχύτητες. Ως αποτέλεσμα επιτυγχάνονται μεγάλη πλαστικότητα και εύστοχες αντιπαραθέσεις, που δίνουν νέο νόημα σε αυτά που θεωρούσαμε δεδομένα.
Καθώς προέρχεται από τον κόσμο της παλαιάς μουσικής, όπως και ο πρόσφατα εκλιπών Τσαρλς Μακέρας, ο Γιάκομπς πιστεύει ότι ο Μότσαρτ διάνθιζε πολύ περισσότερο τη μουσική του απ’ ό,τι συνθέτες του μπαρόκ και σίγουρα περισσότερο απ’ όσο ανεχόμαστε εμείς σήμερα. Ετσι, προσφέρει στους τραγουδιστές του ποικίλματα που αρχικά μοιάζουν στα όρια της εκζήτησης, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι υποστηρίζουν την έκφραση.
Αναμφίβολα το επιτυχημένο αποτέλεσμα στηρίζεται στην κατάλληλη επιλογή φωνών, τον λυρικό Ταμίνο του Ντάνιελ Μπέλε, τη δροσερή Παμίνα της γνωστής μας Μαρλίς Πέτερσεν, την αλαζονική βασίλισσα της Αννα-Κριστίνα Κάπολα, τον κεφάτο Παπαγκένο του Ντάνιελ Σμούτσχαρτ, τον πειστικό Σαράστρο του Μάρκος Φινκ, καθώς φυσικά και στο ακριβές, γεμάτο χρώματα παίξιμο του συνόλου «Ακαδημία παλαιάς μουσικής του Βερολίνου». Για τους νεότερους μια γοητευτική γνωριμία με το έργο, για τους παλαιότερους μια ευχάριστη ανανέωση.

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Καινούργιοι σολίστες με την ΚΟΑ -Eλευθεροτυπία 8/9/2010

Ο βιολιστής Ντόριαν Ιντρίζι, η πιανίστρια Ελένη Νταφέκα, ο κορνίστας Ιωάννης Γούναρης και ο βιολιστής Ευγένιος Ζημπάι ήταν ανώτεροι από τη μέτρια ορχήστρα (photo: Ακριβιάδης)
Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ
Στριμωγμένη στο τέλος της καλλιτεχνικής περιόδου 2009-2010 ήταν η συναυλία στην οποία η ΚΟΑ συνόδεψε τέσσερις καινούργιους σολίστες σε κοντσέρτα (Μέγαρο Μουσικής 18/6/2010).
Το επίπεδό τους ήταν γενικά υψηλό και το παίξιμό τους συγκράτησε αδιάλειπτα το ενδιαφέρον, ωστόσο ο αρχιμουσικός Αλέξης Αγραφιώτης άντλησε από την ορχήστρα μέτρια αποτελέσματα υπονομεύοντας γενικά την αρτιότητα των ερμηνειών.
Πρώτος ο 27χρονος Ευγένιος Ζημπάι, μέλος της ορχήστρας της ΕΛΣ, έπαιξε την «Τσιγγάνα» του Ραβέλ. Από τις πρώτες ασυνόδευτες νότες φάνηκε ότι ο Αλβανός βιολιστής διέθετε πλούσιο, στιβαρό, ορθοτονικά ασφαλέστατο ήχο με ελεγχόμενη κύμανση ηχοχρώματος. Σε αυτά προστέθηκαν στη συνέχεια άνεση στη δεξιοτεχνία, άριστη αντίληψη της ρυθμικής δομής και του χαρίεντος ύφους της μουσικής.
Ακολούθησε ο κορνίστας και μέλος της ΚΟΑ Ιωάννης Γούναρης στο «Κοντσέρτο για κόρνο» του Φραντς Στράους. Οσο επέτρεψε να διακρίνουμε η θολή χαοτική συνοδεία της ΚΟΑ, ο 29χρονος Κερκυραίος σολίστας δάμασε με άνεση και αυτοπεποίθηση τη συμβατικά δεξιοτεχνική γραφή του κοντσέρτου, προσφέροντας μια ανάγνωση με αναμενόμενα βελούδινες μελωδικές παραγράφους και στριγκές, λαμπερές κορυφώσεις.
Η πιανίστρια Ελένη Νταφέκα έπαιξε τις «Συμφωνικές παραλλαγές» του Σεζάρ Φρανκ. Παρά την εκφραστικά στεγνή, άνευρη συνοδεία, η ανάγνωσή της χαρακτηρίστηκε από ακρίβεια, τεχνική επάρκεια και σωστή αντίληψη του στίγματος της μουσικής, ειδικά του εσωστρεφούς λυρισμού και του ιδιάζοντος μελωδισμού με το διστακτικά βηματιστό ξετύλιγμα της φραστικής.
Τελευταίος έπαιξε ο Ντόριαν Ιντρίζι, έκτακτο μέλος των πρώτων βιολιών της ΕΛΣ. Ο 26χρονος Αλβανός μουσικός πρόσφερε μια ωραία, στρωτή ερμηνεία του «Κοντσέρτου για βιολί» του Σιμπέλιους. Την εκτέλεση χαρακτήρισαν ήχος γεμάτος και ασφαλής, γεμάτος αυτοπεποίθηση, καλοζυγιασμένες και καλοφινιρισμένες δοξαριές, σωστή αίσθηση των διαθέσεων της μουσικής. Ειδικά στο καταληκτικό Allegro με τις ακραίες απαιτήσεις ρυθμικής και τονικής σαφήνειας εντυπωσίασαν η ακρίβεια της φραστικής, η αθλητική εγρήγορση και η καθαρή, δυναμικά τονισμένη άρθρωση. Παρ' ότι η ένταση της ανάγνωσης φανέρωνε ότι ο βιολιστής συχνά έπαιζε στο όριο των δυνατοτήτων του, το εντυπωσιακά άρτιο αποτέλεσμα με την ωραία, εύστοχα συνεκτική αντίληψη της μουσικής δραματουργίας έδειξε ότι είχαμε εμπρός μας έναν καλό, εξελίξιμο σολίστα.
Τι Σούμπερτ, τι Χατζιδάκις;
Τη 16η επέτειο του ιδρυτή της, Μάνου Χατζιδάκι (1925-1994), τίμησε η εμφανώς συρρικνωμένη Ορχήστρα των Χρωμάτων υπό τον Μίλτο Λογιάδη στο Μέγαρο Μουσικής (20/6/2010). Στο πρώτο μισό της βραδιάς ακούστηκαν η «Ημιτελής» του Σούμπερτ και η «Μπαλάντα για πιάνο και ορχήστρα» του Φρανκ Μαρτέν, στο δεύτερο «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» (1965) του Χατζιδάκι. Η επιλογή υπήρξε τουλάχιστον αψυχολόγητη. Οι υπεύθυνοι έκριναν σωστό να (αντι)παραθέσουν δύο έργα αμιγώς σοβαρής μουσικής προοριζόμενα για αίθουσα συναυλιών με μια δημοφιλή σουίτα ελαφράς μουσικής αποτελούμενη από «δέκα τραγούδια δίχως λόγια», μεταγραμμένα για ορχήστρα και ενορχηστρωμένα με ηχητικές ισορροπίες δισκογραφικού ακροάματος (χρήση κιθάρας και τσέμπαλου με ηχητική ενίσχυση σε συνδυασμό με συμφωνικό σύνολο).
Αρχικά η σπαρακτική παραίτηση της «Ημιτελούς» και η αριστοκρατική εκζήτηση της μπαλάντας του Μαρτέν, που απέδωσε με ακρίβεια και ωραίο ρυθμικό παλμό η Ελενα Χριστοδούλου· ύστερα η δημοφιλής, χαμένη -και-αναδημιουργημένη παρτιτούρα του «Χαμόγελου», στιλιστικά υβριδική, με βάρος και αφηγηματική λογική κινηματογραφικής μουσικής. Ομως τα δύο είδη αντιπροσωπεύουν κλειστά σύνολα αισθητικών και πνευματικών αξιών με ριζικά διαφορετικό βάρος, βάθος και αντοχές στον χρόνο. Να απορήσουμε που η αντιπαράθεση έκανε το χιλιοακουσμένο «Χαμόγελο» να ηχήσει γλυκερό, υπερβολικά εύκολο, αφελώς ατμοσφαιρικό; Μάλλον όχι! Ο ισοπεδωτικός ιδεολογικός παρονομαστής τέτοιων προτάσεων, που αντιμετωπίζει τα δύο διαφορετικά ως ομοτάξια, έχει ήδη διαστρεβλώσει σοβαρά τα μουσικά πράγματα του τόπου. Επιπλέον, ουδείς γνωρίζει αν ο Χατζιδάκις θα επιθυμούσε ή θα ενέκρινε τέτοια βεβιασμένη συστέγαση ακροαμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, ειδικά αυτού του τύπου οι αστοχίες κάθε άλλο παρά συνιστούν συνέχιση των προτάσεών του για δημιουργία διευρυμένης μουσικής δεκτικότητας/πρόσληψης που εισηγείτο προ δεκαετιών, όταν συνέθετε τα προγράμματα των πρώτων εμφανίσεων της ορχήστρας. Αλλωστε, ο χρόνος περνά και τα πράγματα εξελίσσονται. Με ακέραιο, λοιπόν, τον αυτονόητο σεβασμό στον μακαρίτη δημιουργό του «Χαμόγελου», νομίζουμε ότι η γειτνίαση -όσο καλά κι αν αποδόθηκαν τα μέρη της- «κλότσησε» και μάλιστα βίαια. Επιπλέον, τον αδίκησε κατάφωρα! *

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Νιάτα, αδρεναλίνη και επαγγελματισμός

Του Νικου Α. Δοντα "Καθημερινή 18-07-2010"
Μία ημέρα μετά τη Φιλαρμονική της Βιέννης υπό τον Ρικάρντο Μούτι εμφανίστηκε στο Ηρώδειο ένα ραγδαία ανερχόμενο αστέρι της μπαγκέτας, ο Βενεζουελάνος Γκουστάβο Ντουνταμέλ με την ορχήστρα «Σιμόν Μπολίβαρ». Είναι προφανές ότι το λατινοαμερικάνικο σύνολο δεν διαθέτει ούτε τον ήχο ούτε τις εκλεπτύνσεις της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης. Εχει όμως εκρηκτικά νιάτα και εμφανή ενθουσιασμό για τη μουσική που παίζει. Επιπλέον, διαθέτει έναν προικισμένο αρχιμουσικό, ικανό να εμπνεύσει τους μουσικούς του και να συνεπάρει το κοινό.
Στις 23 Ιουνίου, στο κατάμεστο ρωμαϊκό ωδείο στους πρόποδες του Ιερού Βράχου τα παιδιά του «Ελ Συστέμα» ξεκίνησαν το πρόγραμμά τους με μια «Πέμπτη» του Μπετόβεν, που ξέφευγε από τα συνηθισμένα. Παρά τον μεγάλο όγκο της ορχήστρας ο Ντουνταμέλ πέτυχε σύντομες κοφτές φράσεις και σβέλτες ταχύτητες, χάρη στον άψογο συντονισμό και την ακρίβεια των μουσικών του.
Στοιχείο που χαρακτήρισε την ερμηνεία του ήταν οι έντονες διαφοροποιήσεις, αλλά και η σχεδόν ισότιμη προβολή όλων των επιπέδων της γραφής του Μπετόβεν. Ακουγε κανείς εξίσου το βασικό, πρώτο επίπεδο αφήγησης, αλλά και όλα τα στοιχεία της αντιστικτικής γραφής. Ετσι, ο διάλογος ανάμεσα στις διάφορες ομάδες οργάνων ήταν απρόσμενα ζωηρός και έντονος. Το τελευταίο μέρος της Συμφωνίας ήχησε απολύτως μεθυστικό, γεμάτο σφρίγος.
Στη συνέχεια οι νεαροί μουσικοί απέδωσαν με συναρπαστικό τρόπο την «Ιεροτελεστία της Ανοιξης» του Στραβίνσκι. Ακολούθησαν την ίδια λογική της ισότιμης προβολής όλων των φωνών, η οποία στο συγκεκριμένο έργο ταιριάζει άριστα. Αδροί, σχεδόν βίαιοι ήχοι και φράσεις αγριότητας όπως αναζητά το συγκεκριμένο θέμα, ανέδειξαν τη μουσική και δικαίωσαν όσους έναν αιώνα νωρίτερα την είχαν κρίνει προκλητικά πρωτοποριακή.
Υγιής προσέγγιση
Παρά το επιβλητικό μέγεθός της, η ακρίβεια της ορχήστρας στη σύνθετη αυτή παρτιτούρα ήταν απίστευτη, και ακόμα πιο εντυπωσιακή αν αναλογιστεί κανείς τη στεγνή, ελάχιστα κολακευτική ακουστική του Ηρωδείου. Ομοίως αξιοσημείωτες ήταν οι μεμονωμένες συνεισφορές κυρίως των πνευστών, ξύλινων και χάλκινων. Μία από τις καλύτερες ερμηνείες της «Ιεροτελεστίας» που έχει ακούσει η Αθήνα τα τελευταία χρόνια.
Κι όταν η ένταση πέρασε, όταν οι μουσικοί είχαν πείσει για τις ικανότητές τους, χαλάρωσαν και εκτονώθηκαν προσφέροντας στο ενθουσιώδες κοινό έναν από τους «Ουγγρικούς Χορούς» του Μπραμς, τον τελικό χορό από το χορόδραμα «Estancia» -«Το ράντσο»- του Αλμπέρτο Χιναστέρα και το «Μάμπο» από του «Γουέστ Σάιντ Στόρι» σε… ειδική χορογραφία για ορχήστρα, που όμως δεν έπληξε ούτε κατ’ ελάχιστον τη μουσική επίδοση.
Φαντασία, κέφι, νιάτα, ένα κράτος που παρέχει στους αδύναμους πολίτες του δυνατότητα επιλογής, και μια εμφανώς υγιής προσέγγιση της κλασικής μουσικής.

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Ο πιο ειλικρινής φόρος τιμής είναι το καλό γράψιμο

Τέσσερις κριτικοί μιλούν για την κριτική "Καθημερινή 18-07-2010"

Με αφορμή τον «Διαγωνισμό νέων κριτικών» που διοργανώνει, η εφημερίδα Γκάρντιαν ζήτησε από καθιερωμένους Βρετανούς κριτικούς να μιλήσουν για το επάγγελμά τους, ανατρέχοντας στο ξεκίνημά τους και στα συμπεράσματα που έχουν αποκομίσει από την εμπειρία τους.
Adrian Searle, κριτικός εικαστικών τεχνών
Ο πρώτος κριτικός τέχνης που διάβασα ήταν ο Τζον Μπέργκερ. Αν και συχνά διαφωνούσα με τις κριτικές του, το γράψιμό του ήταν πάντα ζωντανό, εγκάρδιο και προσιτό. Οι συλλογές κριτικών του είναι ακόμα απολαυστικές να τις διαβάζεις, χωρίς να έχει τόση σημασία αν συμφωνείς μαζί του ή όχι.
Αρχισα να διαβάζω καλλιτεχνικά περιοδικά στα εφηβικά μου χρόνια, όπως το Studio International και το Art and Artists. Οταν σπούδαζα στη σχολή Καλών Τεχνών, αρχές της δεκαετίας του ’70, μας τάιζαν μεγάλες δόσεις από τους γίγαντες της μεταπολεμικής αμερικανικής κριτικής -Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ και Χάρολντ Ρόζενμπεργκ- παρόλο που ήταν ήδη ξεπερασμένοι. Κατάφερα όμως να ανακαλύψω τον Ρολάν Μπαρτ. Πολλοί ξεχνάνε πόσο αστείος μπορούσε να είναι ο Μπαρτ. Το βιβλίο του «Μυθολογίες» βασιζόταν σε μια σειρά άρθρων εφημερίδων όπου ανέλυε τα πάντα, από το σχέδιο των αμαξιών Σιτροέν μέχρι τους φοβερούς πίνακες του Μπερνάρ Μπυφέ.
Τελικά δεν έχει σημασία περί τίνος γράφουν οι άνθρωποι. Εκείνο που μετράει είναι ο τρόπος που διατυπώνουν τα επιχειρήματά τους, που αιχμαλωτίζουν και ξαφνιάζουν τον αναγνώστη. Αν θέλεις να γράψεις, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να διαβάζεις ό,τι πέσει στα χέρια σου - μυθιστορήματα, ποίηση, θεωρία, ερωτικές επιστολές, πράγματα που έχουν γράψει τρελοί για δέσιμο ή μεγάλοι στυλίστες. Ολα είναι γράψιμο, τα περισσότερα θα σου διδάξουν κάτι.
Αρχισα να γράφω σχεδόν αμέσως μόλις τέλειωσα τη σχολή Καλών Τεχνών, σ’ ένα μικρό περιοδικό που λεγόταν Artscribe. Ο πιο ταλαντούχος συντάκτης εκεί ήταν ο Στούαρτ Μόργκαν. Ηταν ένας ευφυέστατος, χωρατατζής Ουαλλός που πάντα έπιανε τα θέματά του από ασυνήθιστη γωνία· ποτέ δεν ήξερες πού θα καταλήξει. Είχε ανεξάντλητη περιέργεια και πέθανε νέος, στα 54 χρόνια του. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι δεν βρίσκεις τους συγγραφείς που έχεις ανάγκη - εκείνοι έρχονται και σε βρίσκουν.
Peter Bradshaw, κριτικός κινηματογράφου
Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να διαβάσω κριτικές -ή και εφημερίδες γενικά- όταν ήμουν έφηβος. Στη δεκαετία του ’70 οι γονείς μου έπαιρναν την πληκτική Daily Telegraph και δεν είχα καμιά όρεξη να διαβάσω τις κριτικές περισσότερο απ’ όσο τις τιμές των μετοχών στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς. Στα 15 μου όμως ανακάλυψα το New Musical Express, και σ’ αυτό βρήκα το συναρπαστικό γράψιμο που τα άλλα έντυπα δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να έχουν. Θυμάμαι ότι το πρώτο πράγμα που διάβασα ήταν ένα άρθρο της Τζούλι Μπέρτσιλ για τους Sex Pistols.
Τις Κυριακές, όμως, οι γονείς μου έπαιρναν τον Oμπζέρβερ. Οπως πολλοί συνομήλικοί μου, ο πρώτος κριτικός που άρχισα να διαβάζω τακτικά ήταν ο Κλάιβ Τζέιμς στην πρωτοπόρα τηλεοπτική στήλη του. Ο Τζέιμς ήταν οξύς, ευφυής και πάντα αληθινά αστείος. Αποδείκνυε ότι η τηλεόραση επιδέχεται σοβαρή ανάλυση, αλλά τη χειριζόταν ανάλαφρα, κάνοντας τις εύστοχες παρατηρήσεις και τα καλαμπούρια του να λειτουργούν μαζί. Κατάφερνε να εφαρμόσει κριτική ευαισθησία στην ποπ κουλτούρα, αλλά και να τη χειρίζεται με χιούμορ και χωρίς συγκαταβατικότητα.
Θυμάμαι ένα υπέροχο σχόλιό του για τον αρχιτέκτονα Αλμπερτ Σπέερ και το ρόλο του στην κυβέρνηση της ναζιστικής Γερμανίας, αν και έχω ξεχάσει την εκπομπή που το προκάλεσε. Αργότερα, στο πανεπιστήμιο, ανακάλυψα το βιβλίο του «Unreliable Memories» - ένα κωμικό αριστούργημα. Ηταν πηγή έμπνευσης τότε και είναι και σήμερα, γιατί έδειξε πως το καλό γράψιμο είναι το πρώτο καθήκον του κριτικού, ο πιο ειλικρινής φόρος τιμής στο θέμα του.
Michael Billington, κριτικός θεάτρου
Αρχισα να διαβάζω κριτικές στα εφηβικά μου χρόνια. Ακόμα με στοιχειώνει μια φράση του Χάρολντ Χόμπσον, σε ένα κείμενό του για το «Περιμένοντας τον Γκοντό» στους «Τάιμς». «Αν έχεις όλα κι όλα 15 σελίνια, πήγαινε να δεις το “Περιμένοντας τον Γκοντό”. Αν έχει 30, δες το δύο φορές».
Ο κριτικός όμως που έγινε η εμμονή μου ήταν ο μεγάλος αντίπαλος του Χόμπσον, ο Κένεθ Τάιναν του «Ομπζέρβερ». Αυτό που απέδειξε ήταν ότι η κριτική έχει πάνω απ’ όλα να κάνει με το να γράφεις καλά. Ο Τάιναν ήταν πρότυπο και από πολλές άλλες απόψεις. Υποστήριξε το πολιτικό θέατρο, που τότε, τη δεκαετία του ’50, αναδυόταν στις βρετανικές σκηνές. Μας δίδαξε ότι ο κριτικός είναι κάτι παραπάνω από ένας προνομιούχος παρατηρητής: μπορεί επίσης να αγωνιστεί για ένα θέατρο που ξεπερνά την ευχάριστη φυγή και αγκαλιάζει τον πλατύτερο κόσμο. Συνδυάστε ένα όραμα με ένα απολαυστικό στυλ και θα έχετε έναν τέλειο κριτικό.
Alexis Petridis, κριτικός ποπ μουσικής
Υπάρχουν κείμενα που θα χαρακτηρίζονταν «κείμενα βάσης» για τους μουσικούς δημοσιογράφους, βιβλία που θα έπειθαν τον καθένα ότι το να γράφεις για τη ροκ μουσική αξίζει τον κόπο. Ανάμεσά τους το «England’s Dreaming» του Τζον Σάβατζ και το «Revolution in the Head» του Ιαν Μακ Ντόναλντ, ο οποίος αναλύει κάθε νότα που έγραψαν οι Μπιτλς με σχολαστικότητα που ενίοτε φαίνεται αλλόκοτη, αλλά στέλνει κατευθείαν τον αναγνώστη να πάρει ένα αντίτυπο του «A Hard Days Night».
Τα διάβαζα όλα, αλλά εκείνο που με έκανε να θέλω να γίνω μουσικός δημοσιογράφος ήταν το Smash Hits, ένα εφηβικό ποπ περιοδικό που έκλεισε το 2006 και που το θυμόμαστε να ασχολείται με το χρώμα που είχαν οι κάλτσες των Duran Duran και των Wham! Το καταβρόχθιζα κάθε δεκαπέντε μέρες επί δέκα χρόνια και εκείνο που με συνάρπαζε ήταν η ασέβειά του. Δεν ήταν σνομπ, δεν ήταν βαριεστημένο ή αλαζονικό. Είχε όμως πλήρη επίγνωση της γελοιότητας της ποπ μηχανής, της έπαρσης και της επιτήδευσης των ποπ σταρ. Ποτέ δεν ήταν πιο ξεκάθαρο αυτό απ’ όσο τη δεκαετία του ’80 – εκείνη την παράξενη μετα-πανκ εποχή, όταν το είδος των μουσικών που αγαπούσαν τα κορίτσια δεν ήταν νεαροί σταρ τύπου «Pop Idol» αλλά απόφοιτοι σχολής Καλών Τεχνών. Το Melody Maker ανταποκρινόταν στην επιτήδευση αυτών των μουσικών σχημάτων με δικούς του υψιπετείς σχολιασμούς: έπαιρνες πολλά τσιτάτα του Γκράμσι και του Φουκό μαζί με το 45άρι σου. Το Smash Hits, όμως, τα έβρισκε όλα αυτά ξεκαρδιστικά.
Με δίδαξε ότι δεν είναι ποτέ καλή ιδέα να βάζεις τους ροκ σταρ πάνω σε βάθρο. Γνώρισα πολλούς απ’ αυτούς τα επόμενα χρόνια και επιβεβαίωσα αυτή την αλήθεια. Το Smash Hits μ’ έκανε να καταλάβω ότι μπορείς να θεωρείς τη ροκ και ποπ μουσική συνταρακτική μορφή τέχνης αλλά γελοίους τους ανθρώπους που την κάνουν. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα, έκανε το γράψιμο για τη μουσική να φαίνεται το πιο διασκεδαστικό πράγμα στον κόσμο.

Τροπική θύελλα στο Ηρώδειο!

Με παρουσιαστικό ποδοσφαιριστή, εξωστρεφώς θεατρικό ταμπεραμέντο και απόλυτο έλεγχο των μουσικών, ο Ντουνταμέλ διευθύνει την ορχήστρα «Σιμόν Μπολίβαρ» (photo: Μπίλιος)

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ "Ελευθεροτυπία 14-7-2010"
Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες από τη στιγμή που οι προβολείς της διεθνούς δημοσιότητας ερωτεύτηκαν την Ορχήστρα Νέων «Σιμόν Μπολίβαρ» της Βενεζουέλας, ώσπου να μας δοθεί η δυνατότητα να την απολαύσουμε ζωντανά.
Εφέτος, λειτουργώντας με υγιή ανακλαστικά, το Φεστιβάλ Αθηνών την προσκάλεσε να παίξει στο Ηρώδειο (23/6/2010).
Αποτέλεσμα έντονης διαφήμισης, που είχε απήχηση σε ένα κοινό φανερά ευρύτερο του παραδοσιακού της κλασικής μουσικής, η κοσμοσυρροή προκάλεσε από νωρίς αδιαχώρητο στο κοίλο του ρωμαϊκού ωδείου. Παρών ήταν στον θώκο και ο εβδομηντάχρονος Χοσέ Αντόνιο Αμπρέου, που πριν από 35 χρόνια εμπνεύστηκε και δημιούργησε το ζηλευτής επιτυχίας «Εθνικό Δίκτυο Νεανικών και Παιδικών Ορχηστρών της Βενεζουέλας», το γνωστό «El sistema». Μέσω αυτού, μία χώρα 27.000.000 κατοίκων συντηρεί σήμερα 125 νεανικές και 30 πλήρεις συμφωνικές ορχήστρες, απασχολώντας σε αυτές 250.000 νέους, 90% των οποίων προέρχονται από πολύ φτωχές τάξεις.
Η συναυλία των χαρισματικών Βενεζουελάνων συνεπήρε το ακροατήριο που τους επιφύλαξε μία δίκαια και απερίφραστα ενθουσιώδη υποδοχή. Το πρόγραμμα περιλάμβανε τη «Συμφωνία αρ. 5» του Μπετόβεν και την «Ιεροτελεστία της άνοιξης» του Στραβίνσκι. Το κολοσσιαίων διαστάσεων ορχηστρικό σύνολο διηύθυνε ο Γκουστάβο Ντουνταμέλ. Διαθέτοντας παρουσιαστικό ποδοσφαιριστή, εξωστρεφώς θεατρικό ταμπεραμέντο αλλά και απόλυτο έλεγχο επί των υπερπρόθυμων μουσικών, ο 29χρονος αρχιμουσικός διέπλασε ερμηνείες συναρπαστικής έντασης και ακατανίκητης επικοινωνιακής πειθούς. Πέρα από αψεγάδιαστη ορθοτονία και (πρωτ)αθλητικής ετοιμότητας τεχνική επάρκεια, δεσπόζοντα χαρακτηριστικά του ακροάματος ήσαν η νεανική εκφραστική αμεσότητα και μία μεθυστική αίσθηση πρωτογενούς μουσικότητας, πηγαίας και αδιαμεσολάβητης από επιταγές υψηλής καλλιέργειας ή περιορισμούς στιλιστικής ορθότητας. Υψηλές ταχύτητες, φραστική δυναμικά αρθρωμένη και με σαφή περιγράμματα, ακατάβλητη ορμή και ακρίβεια, ακτινογραφικής ευκρίνειας λεπτομέρειες συνδυάστηκαν στην παραγωγή ενός συμφωνικού ήχου, όπου όλα -μελωδία, αντίστιξη, εσωτερικές «φωνές»- ανασύρονταν τονισμένα στην επιφάνεια δημιουργώντας ένα ακρόαμα ασύλληπτης ζωντάνιας και λάμψης.
Ηταν, όμως, αυτό που ακούσαμε μια συνηθισμένη, «κανονική» συναυλία; Ασφαλώς όλοι καταλάβαμε ότι ανάμεσα στον Μπετόβεν και τον Στραβίνσκι δεν υπήρξε ουσιώδης ερμηνευτική διαφοροποίηση άλλη από αυτήν που όριζαν στενά οι διαφορετικές γραφές. Το πιο εύστοχο σχόλιο έκανε ένας Αμερικανός κριτικός: «Είναι σαφές ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή περίπτωση μουσικοποιίας. Πρόκειται για αισθησιακούς, ολοζώντανους, γεροδεμένους έφηβους, με ασύλληπτες τεχνικές επιδόσεις, περίσσεια τεστοστερόνης αλλά και μια δόση τρυφερότητας που ζεσταίνει καρδιές!». Οντως: σε πρώτο επίπεδο, η ακρόαση σε ωθεί να παραδοθείς στη μέθη του νεανικού οίστρου ξεπερνώντας κάθε επιφύλαξη. Οι ταλαντούχοι νεαροί Βενεζουελάνοι -αγόρια και κορίτσια- σε παρασύρουν στην ακατανίκητη δίνη της μεταδοτικής μουσικής οχείας τους και η ένταση της εμπειρίας που μοιράζεσαι μαζί τους είναι τέτοια που θες να τους ξανακούσεις· μόνο κάποιοι δυσκοίλιοι καθαρολόγοι θα ισχυρίζονταν το αντίθετο.
Αργότερα, όταν η λυτρωτική έξαψη κοπάσει, αναδύονται ενδιαφέρουσες δεύτερες σκέψεις -όχι επιφυλάξεις!- που αφορούν διαπολιτισμικές ωσμώσεις και οικειοποιήσεις στην εποχή της παγκοσμιοποίησης... Στο επιτυχημένο, πραγματιστικά στοχευμένο κοινωνικό πείραμα του «El sistema» εμείς από τη Γηραιά Ευρώπη είδαμε την ετεροχρονισμένη υλοποίηση μιας ιδεαλιστικής, σοσιαλιστικής ουτοπίας, ακόμη και τη βίαιη απαγωγή ενός ευγενούς πολιτιστικού αποθέματος της Ευρώπης στους «απολίτιστους» νοτιοαμερικανικούς τροπικούς...
Ομως, μπροστά στην πολύτιμη ειλικρίνεια της συγκίνησης ουδεμία σημασία έχει που ο Μπετόβεν του Ντουνταμέλ δεν διέθετε ίχνος βιεννέζικης ευγένειας, παρά μόνον παλλόταν από μία δύναμη διόλου ξένη προς την πυρετώδη ένταση και την επαναστατική τραχύτητα του προδρομικού κινήματος «Θύελλα κι ορμή». Ούτε βέβαια που, αγνοώντας κάθε διανοητική εκζήτηση, εκλέπτυνση ή κατασκευασμένη πρωτομοντερνιστική φαντασίωση περί σλαβικής προϊστορίας, η πρωτογονικά βαρβαρική «Ιεροτελεστία» του αντιμετώπισε τον εστέτ Στραβίνσκι ως αδελφό του ονειροπόλου, ρέμπελου Ρεβουέλτας, σβήνοντας κάθε χρονική και άλλη διαφορά.
Ιδωμένη υπό αυτό το πρίσμα, η συναυλία των «Σιμόν Μπολίβαρ» ήταν μία ζεστή, ελπιδοφόρα πρόγευση από ένα πολύ πιθανό, εφικτό και απόλυτα νόμιμο μέλλον για την επιβίωση της κλασικής μουσικής... Ανυπομονούμε, λοιπόν, ανενδοίαστα να τους ξανακούσουμε και μακάρι το άμουσο ΥΠΠΟΤ να μπορούσε να αφουγκραστεί το μήνυμά τους και να αξιοποιούσε το παράδειγμά τους όπως έσπευσαν να κάνουν Αγγλοι, Σκωτσέζοι και Καναδοί... *

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Μια «Νόρμα» από τα παλιά...

Από τη «Νόρμα» της ΕΛΣ στο Ηρώδειο: Πολιόνε (Βαγγέλης Χατζησίμος) και Νόρμα (Δήμητρα Θεοδοσίου) οδεύουν προς την καθαρτική πυρά (Photo: Stefanos)

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ "Ελευθεροτυπία 16-6-2010"
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών η ΕΛΣ πρόσφερε τη «Νόρμα» του Μπελίνι σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού, με συμμετοχή της υψιφώνου Δήμητρας Θεοδοσίου στον επώνυμο ρόλο της πρώτης διανομής (12/6/2010).
Το θέαμα υπέγραψαν δύο βετεράνοι θεατράνθρωποι, ο σκηνοθέτης/ακαδημαϊκός Σπύρος Ευαγγελάτος και ο σκηνογράφος/ενδυματολόγος Γιάννης Πάτσας, αντικαθιστώντας τον αρχικά αναγγελθέντα διεθνή σκηνοθέτη/σκηνογράφο Γιάννη Κόκκο, του οποίου η αμοιβή και οι προτάσεις κρίθηκαν απαγορευτικά δαπανηρές. Η προκύψασα παραγωγή αποδείχτηκε προβληματικά άνιση, με σκηνικό μέρος θλιβερά προσχηματικό και μουσικό που έπασχε φανερά από έλλειψη ισορροπιών στις φωνές.
Παραφράζοντας την «εξήγηση» του στίγματος της παράστασης από τον ίδιο τον Ευαγγελάτο, που μίλησε πρόσφατα στις εφημερίδες, θα λέγαμε πως επρόκειτο για μια «Νόρμα απ' τα παλιά...» στην πιο απογοητευτική εκδοχή: προβλέψιμη και στατική, με μετωπικές χωροθετήσεις τραγουδιστών/χορωδών, στερούμενη σκηνικής δραματουργίας, ατελώς φωτισμένη, παραδομένη στην ευκολία μιας δήθεν αφαιρετικής προσέγγισης που εξοβέλισε τη δράση από το συγκεκριμένο (ψευδο)ϊστορικό πλαίσιο στο ποτέ-και-πουθενά... Ομως, όταν σκηνοθέτης και σκηνογράφος επιλέγουν να αγνοήσουν την αυθεντική ψευδοϊστορική διάσταση μιας όπερας, τότε αυτό που κανονικά αναμένει κανείς δεν είναι ασφαλώς μια άσκηση τυχαίου εικαστικού φορμαλισμού. Περιμένει ένα ανανοηματοδοτούν σχόλιο, μια οπτική/εικαστική μεταφορά υποστηρικτική της δράσης, ικανή να εισηγηθεί τα εξωμουσικά συμφραζόμενα του έργου στον σύγχρονο θεατή/ακροατή.
Ατολμία ή άγνοια;
Τι είδαμε; Ενα πυκνό δάσος από πανύψηλους, γυμνούς, μεταλλικούς πασσάλους, που απλώς δυσκόλευε το αδιάφορο έμπα-στάσου-έβγα της χορωδίας, και ετερόκλιτα βαριά, σκούρα ψευδομεσαιωνικά κοστούμια χορωδών/πρωταγωνιστών: πανοπλίες, μαύρα σκουφιά, ξίφη σταυροφόρων, πολυφορεμένες α λαMatrix καμπαρντίνες, βελούδινα φορέματα με μακριές εσάρπες. Τελικά, χάνοντας το αυθεντικό ιστορικό πλαίσιο/αφετηρία της ρωμαιογαλατικής αναμέτρησης καταλήξαμε να παρακολουθούμε κάτι που ελάχιστα διέφερε από έναν «Τριστάνο» ή έναν «Τροβατόρε». Τέτοιες προτάσεις υποτιμούν τη νοημοσύνη του κοινού και, εντέλει, υπονομεύουν την υπόληψη της όπερας.
Η ΕΛΣ θα μπορούσε να αντιδράσει στην κρίση με ευρηματικότητα και γενναιότητα πατώντας γκάζι για να φύγει μπροστά, συνεργαζόμενη με νέους ανθρώπους που διαθέτουν φρέσκιες ιδέες και κέφι για δουλειά. Ατυχώς η νέα διοίκηση -από ανασφάλεια, ατολμία ή άγνοια;- μας γυρίζει δεκαετίες πίσω: επιλέγει να κινηθεί λαϊκιστικά και εκ του ασφαλούς, θεωρώντας πως το ξαναζεσταμένο φαΐ θα γεμίσει τα ταμεία, επιστρέφει στη λογική ότι η όπερα είναι φωνητικές επιδείξεις από τραγουδιστές που εμφανίζονται στη σκηνή μασκαρεμένοι με κοστούμια εποχής. Ομως το ποτάμι πίσω δεν γυρνά. Και το κοινό -ακόμη και το πιο συντηρητικό κοινό της όπερας- δεν τρώει κουτόχορτο· η χλιαρή υποδοχή το επιβεβαίωσε.
Μουσικά το όλο επίσης έπασχε, με κύριο πρόβλημα τις άνισες, μεταξύ τους ασυνδύαστες επιδόσεις των τριών πρωταγωνιστών. Γενικώς τα λυρικά μέρη -σόλι ή σύνολα- υπήρξαν πιο επιτυχή από τα δραματικά. Θεοδοσίου (Νόρμα) και Χατζησίμος (Πολιόνε) είχαν ξανατραγουδήσει μαζί «Νόρμα» (ΕΛΣ, άνοιξη 1999). Δέκα χρόνια αργότερα, σ' ένα ανοιχτό αμφιθέατρο, η αναμέτρηση αποδείχτηκε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, λιγότερο ευνοϊκή για αμφοτέρους.
Χαμένη η Casta Diva
Αναμφίβολα έμπειρη λυρική τραγουδίστρια, με ωραία φωνή, άριστη τεχνική, καλαισθησία και γνώση του ύφους της μουσικής, η Θεοδοσίου δεν διαθέτει το μέγεθος φωνής που θα της επέτρεπε να αποδώσει αβίαστα στο Ηρώδειο αυτόν τον δύσκολο, δραματικό ρόλο. Στις λυρικές ενότητες ακουγόταν πολύ χαμηλόφωνα, ενώ στις δραματικές κορυφώσεις οι ψηλές νότες ηχούσαν έντονα πιεσμένες. Χαμένη στο βάθος της σκηνής, η προσευχή «Casta Diva» αναδύθηκε χλομή και δυσδιάκριτη... Παρά την ασφαλώς επαρκέστατη σε μέγεθος φωνή, ο αισθητά διευρυμένος/επιβραδυμένος παλμός της φωνής και οι πιεσμένες, ενίοτε προσεγγιστικές ψηλές νότες επίσης εμπόδισαν τον τενόρο Βαγγέλη Χατζησίμο να διαπλάσει τραγούδι όσο λυρικό και εύκαμπτο θα ήθελε. Στις απαιτητικές παραγράφους δεξιοτεχνίας αμφότεροι τραγουδούσαν με προσπάθεια και φανερά αυξημένη προσοχή, αναγκάζοντας τον αρχιμουσικό να επιβραδύνει, ανακόπτοντας την ορμή του δραματικού ειρμού.
Μόνη που διέθετε ξεκάθαρα μέγεθος φωνής, τέχνη και ακμή να αναμετρηθεί αβίαστα με τον ρόλο της στο Ηρώδειο αποδείχτηκε η Ρουμάνα υψίφωνος Τσέλια Κοστέα. Η ωραία, απολαυστικά καλοτραγουδισμένη συμμετοχή της ως Ανταλτζίζα πρόσφερε τις μοναδικές ξένοιαστα απολαυστικές στιγμές της παράστασης. Στα σύνολα, ωστόσο, προφανείς συγκρίσεις/ αντιπαραθέσεις εξέθεταν τις αδυναμίες των συμπρωταγωνιστών της. Αξιοπρεπώς, με τον συνήθη κεκτημένο στόμφο, τραγούδησε ο βαθύφωνος Δημήτρης Καβράκος (Οροβέζο), χλομή υπήρξε η παρουσία της Βικτώριας Μαϊφάτοβα (Κλοτίλντε). Καλή ήταν η απόδοση της χορωδίας. Ο αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός διηύθυνε με το γνωστό σφρίγος, φροντίζοντας κατά το δυνατό να εξασφαλίζει τη σωστή δραματική θερμοκρασία. *

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

Διαπλέοντας το ενιαίο πεδίο θεάτρου-όπερας

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ -Ελευθεροτυπία 9-6-2010
Με μια κάπως άνιση, αλλά ενδιαφέρουσα παραγωγή ολοκληρώθηκε ο φετινός κύκλος παραστάσεων «Θέατρο πέρα απ' τα όρια», που διοργανώνει κάθε χρόνο η Αττική Πολιτιστική Εταιρεία.
Ηταν η «Κολασμένη κωμωδία» του Αυστριακού Μίχαελ Στούρμινγκερ, που δόθηκε με πρωταγωνιστή τον Αμερικανό ηθοποιό Τζον Μάλκοβιτς στο θέατρο του «Ελληνικού Κόσμου» (26/5/2010).
Αναπτύσσοντας μια αρχική ιδέα των συνεργατών του, ο 47χρονος συγγραφέας/σκηνοθέτης συνδύασε θέατρο και μουσική σε μια υβριδικού στίγματος παράσταση, με αφορμή τα πάθη τού κατά συρροήν δολοφόνου γυναικών Τζακ Ούντερβέγκερ (1951-1994). Ως «Σκηνικό έργο για ορχήστρα μπαρόκ, δύο υψιφώνους κι έναν ηθοποιό», η πρότασή του κινήθηκε αριστοτεχνικά στα συνεχόμενα πεδία θεάτρου και όπερας -στη Δύση αυτό είναι δεδομένο- συναρμολογώντας έναν εντυπωσιακής συνοχής αρθρωτό ειρμό μεταξύ θεατρικού λόγου και μουσικής. Κάθε ακροατής εξοικειωμένος με αμφότερες τις τέχνες προσέλαβε το αποτέλεσμα αβίαστα.
Αφού πρώτα η ορχηστρική εισαγωγή στον «Ντον Χουάν» του Γκλουκ κατέστησε σαφές ότι βρισκόμαστε ήδη στην Κόλαση, ο δολοφόνος διαφημίζει στο ακροατήριο τη ...μεταθανάτια αυτοβιογραφία του στο συμβατικό πλαίσιο μιας επίτηδες προβοκατόρικης βιβλιοπαρουσίασης. Μέσα από διαδοχικούς μονολόγους ο Ούντερβεγκερ ανακαλεί και σχολιάζει κομβικά γεγονότα του βίου του. Ενδιάμεσα οπερατικές ηρωίδες των Βιβάλντι, Μότσαρτ, Χάιδν, Μπετόβεν, Βέμπερ και Γκλουκ τραγουδούν άριες εκθέτοντας με συσχετισμό/συγχρονισμό χειρουργικής ακρίβειας τα βιώματα των γυναικών/θυμάτων της ζωής του.
Ταυτόχρονα οι δύο υψίφωνοι λειτουργούν ως ηθοποιοί και ο φονιάς ξαναζεί μαζί τους τις θανάσιμες βιαιοπραγίες. Η ακραία αντιπαράθεση και οι εναλλαγές ανάμεσα στην εσκεμμένη ευτέλεια του αγοραίου λόγου και στη στιλιζαρισμένη ευγένεια της περιπαθούς μουσικής παρήγαγαν μια ασυνεχή, τεθλασμένη καμπύλη πρόσληψης με στοιχεία ατελούς κάθαρσης: άλλοτε παρηγορητική, διεγείροντας αισθήματα συμ-πάθειας, άλλοτε διδακτικά τραυματική και απο-γοητευτική. Στην αρνητική αυτή εκδοχή του έρωτα-θανάτου τον νοσηρό ρόλο τού Δον Ζουάν εραστή-φονιά ενσάρκωσε με επιτυχία ο Μάλκοβιτς, επανεπενδύοντας την εμπειρία αντίστοιχων ρόλων της κινηματογραφικής σταδιοδρομίας του.
Υψηλής ποιότητας, απόλυτα προσανατολισμένο στην ιστορική ερμηνευτική, ήταν το μουσικό μέρος. Οι Αλεξάνδρα Ζαμόισκα και Λουίζ Φρίμπο αξιοποίησαν με περισσή τέχνη τις όχι ξεχωριστές, αλλά λεπτές και ευκίνητες φωνές του στις τεχνικά δυσκολότατες άριες. Τις συνόδευσε η θαυμάσια Ορχήστρα της Ακαδημίας της Βιέννης σε όργανα εποχής υπό τον Μάρτιν Χάζελμπεκ. *

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Βραδιές τραγουδιού στον «Παρνασσό»

Του Νικου Α. Δοντά "Καθημερινή 6-6-2010"
Σταδιακά βρήκε τη θέση του πάλι ο Παρνασσός στη μουσική ζωή της πρωτεύουσας. Οι αξιόλογες εκδηλώσεις είναι πλέον καθημερινή υπόθεση και η δυνατότητα που προσφέρει ο χώρος σε νέους μουσικούς να δοκιμάσουν και να δοκιμαστούν σπάει το μονοπώλιο. Πλάι πλάι πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα δύο ενδιαφέρουσες βραδιές τραγουδιού με ενδιαφέρον ρεπερτόριο. Στις 17 Μαΐου η υψίφωνος Λένια Ζαφειροπούλου με τον πιανίστα Αξελ Μπάουνι παρουσίασαν πρόγραμμα με έργα Σούμαν, Προκόφιεφ, Χίντεμιτ και Γκριγκ, ενώ την επομένη η μεσόφωνος Ελενα Μαραγκού συνεργάστηκε με το κουαρτέτο εγχόρδων της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ) σε πρόγραμμα που περιλάμβανε τον κύκλο «Το αγαθό τραγούδι» του Γκαμπριέλ Φορέ. Στο δεύτερο μέρος της βραδιάς οι μουσικοί της ΚΟΑ, ο Απόλλωνας Γραμματικόπουλος, ο Παναγιώτης Τζιώτης, ο Πάρις Αναστασιάδης και ο Γιάννης Τσιτσελίκης μαζί με την πιανίστρια Αλεξάνδρα Νομίδου απέδωσαν το Κουιντέτο εγχόρδων με πιάνο του Σεζάρ Φρανκ.
Η ερμηνεία του τελευταίου αυτού έργου υπήρξε έντονα συγκινησιακή εμπειρία. Οι πέντε μουσικοί απέδωσαν το Κουιντέτο με πάθος στα δύο ζωηρά μέρη και με λυρισμό στο αργό μεσαίο. Η πλαστικότητα στη διαμόρφωση των διαρκώς αναπροσαρμοζόμενων ταχυτήτων είχε ως συνέπεια πυκνώσεις και αραιώσεις, κλιμακώσεις με τρυφερές ενότητες ανάμεσά τους, εν τέλει μία διαρκώς παλλόμενη μελωδική γραμμή που έκρινε το υψηλής ποιότητας αποτέλεσμα. Ο επιτυχημένος συντονισμός των πέντε και η καθαρή άρθρωση της μουσικής συνεισέφεραν στην άρτια αισθητική του αποτελέσματος. Στο πρώτο μέρος της βραδιάς η Ελενα Μαραγκού απέδωσε τον κύκλο τραγουδιών του Φορέ βασισμένο σε ποίηση του Πολ Βερλέν. Το θερμό και μαλακό ηχόχρωμα της φωνής ταίριαζε στην αισθητική της μουσικής. Η διαμόρφωση των φράσεων χωρίς αιχμές και η μουσικότητα της τραγουδίστριας βοήθησαν να ξεπεραστούν μικροπροβλήματα συντονισμού με το κουαρτέτο.
Εκλεκτικές συγγένειες
Την προηγούμενη βραδιά, η πάντα ανήσυχη και περιπετειώδης Λένια Ζαφειροπούλου πρότεινε ενδιαφέρον πρόγραμμα με εκλεκτικές συγγένειες και ευχάριστες αντιθέσεις. Στο πρώτο μέρος πέντε τραγούδια του Προκόφιεφ πλαισιώθηκαν από τέσσερα συν τέσσερα τραγούδια του Ρόμπερτ Σούμαν. Στο δεύτερο μέρος ακούστηκαν τα Τραγούδια του έτους 1942 του Πάουλ Χίντεμιτ και τα έξι τραγούδια του έργου 48 του Εντβαρντ Γκριγκ. Διαθέτοντας τονική ακρίβεια και σιγουριά σε όλη την έκταση της φωνής της, η Ζαφειροπούλου είχε την ευχέρεια να εστιάσει στην έκφραση. Κινήθηκε με την ίδια άνεση στις ανάλαφρες και θεατρικές σελίδες, στις λυρικές αλλά και στις έντονα δραματικές, ενώ δεν έλειψε το χιούμορ. Πλάι της στάθηκε ισότιμα ο Αξελ Μπάουνι, καλός και ευρηματικός πιανίστας που συνέβαλε στην απόδοση του κατάλληλου ύφους κάθε μικρογραφίας

Νόρμα, μια «ελληνική υπόθεση»

Από το θέατρο του Αγίου Ιακώβου στην Κέρκυρα το 1834 έως τη Μαρία Κάλλας, την Ελενα Σουλιώτη και τη Δήμητρα Θεοδοσίου
Του Νίκου Α. Δοντά "Καθημερινή 6-6-2010"
Υστερα από σαράντα δύο χρόνια επιστρέφει η «Νόρμα» στο Ηρώδειο. Τότε, τον Αύγουστο του 1968 το αθηναϊκό κοινό είχε την τύχη να απολαύσει το εκρηκτικό ταλέντο της Ελενας Σουλιώτη στο απόγειο μιας συντομότατης, αλλά και λαμπρής σταδιοδρομίας. Οκτώ χρόνια νωρίτερα η Εθνική Λυρική Σκηνή είχε παρουσιάσει την όπερα του Μπελλίνι στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου με την Μαρία Κάλλας στον πρωταγωνιστικό ρόλο, την Ελληνίδα που σφράγισε την Νόρμα με την ερμηνεία της στον 20ό αιώνα. Σήμερα, η όπερα επιστρέφει στην Αθήνα με μία ακόμα σπουδαία Eλληνίδα υψίφωνο, την Δήμητρα Θεοδοσίου, που έχει ερμηνεύσει τον απαιτητικό ρόλο σε πολλές σκηνές και έχει καταγράψει την ερμηνεία της ήδη δύο φορές σε dvd.
Η «Νόρμα» είχε από νωρίς απρόσμενη επιτυχία την Ελλάδα. Τρία χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση της στη Σκάλα του Μιλάνου το 1831, δόθηκε στο θέατρο του Αγίου Ιακώβου -το Σαντζάκομο- της Κέρκυρας. Το 1837 αναφέρεται παράσταση στην Αθήνα, ενώ το 1840 ο στρατηγός Μακρυγιάννης βλέπει την Ρίτα Μπάσσο, πρωταγωνίστρια μιας ακόμα αθηναϊκής παράστασης, να εξευτελίζει τα ιδανικά για τα οποία είχε πολεμήσει: «Το έθνος αφανίστη όλως διόλου… Και τα παιδιά οπού τα στέλνουν να φωτιστούν γράμματα κι’ αρετή… φωτίζονται την τραγουδική και ηθική του θεάτρου, και πουλούνε τα βιβλία τους οι μαθηταί να πάνε ν’ ακούσουνε την Ρίττα Βάσσω την τραγουδίστρα του θεάτρου… Παλαβώσανε οι γέροντες... Το γέρο Λόντο, οπού δεν έχει ούτε ένα δόντι, τον παλάβωσε η Ρίτα Μπάσσο του θεάτρου και τον αφάνισε τόσα τάλαρα δίνοντας κι άλλα πισκέσια». Στην Αθήνα η όπερα έγινε τόσο δημοφιλής ώστε, όπως διαβάζουμε σε εφημερίδα του 1852, η μουσική της να χρησιμοποιείται ακόμα και σε παραστάσεις του θεάτρου Σκιών!
Εθνεγερτική μουσική
Σήμερα η «Νόρμα» θεωρείται όπερα που περιστρέφεται κυρίως -ή και μόνον- γύρω από την πρωταγωνίστρια. Ωστόσο, το κοινό της πρεμιέρας είχε πολύ διαφορετική άποψη. Οι Λομβαρδοί που βρέθηκαν στο υπό αυστριακή κατοχή Μιλάνο άκουγαν τον αρχηγό των Δρυιδών να τραγουδά σε ρυθμό εμβατηρίου ότι «τρομακτικός θεός θα ελευθερώσει τη Γαλατία από τους εχθρικούς αετούς» και εισέπρατταν ένα πολιτικό μήνυμα που σήμερα περνά απαρατήρητο. Στη διασπασμένη Ιταλία των δεκάδων κρατιδίων υπό διάφορους ζυγούς, το κίνημα της απελευθέρωσης και της επανένωσης της χώρας -«Ριζορτζιμέντο»- αναζητούσε παντού αφορμές, προκειμένου να εκφραστεί. Οχι τυχαία, ύστερα από μια αποτυχημένη πρεμιέρα, η «Νόρμα» έγινε άμεσα ιδιαίτερα δημοφιλής σε όλη την ιταλική χερσόνησο, ενώ πολύ σύντομα πέρασε τα σύνορα. Το 1845 ο Ρώσος σύνθετης Μιχαήλ Γκλίνκα αναφέρει πως στην Ισπανία η όπερα ήταν τόσο αγαπητή ώστε να παίζεται στον δρόμο από παιδιά: ο ίδιος είχε παρευρεθεί σε τέτοια αυτοσχέδια παράσταση όπου τη Νόρμα υποδυόταν μία εντεκάχρονη. Περίπου την ίδια εποχή ο Κάρολος Ντίκενς, που επισκεπτόταν την Καρράρα, αναφέρει ανέβασμα της όπερας σε τοπικό θέατρο, όπου τη χορωδία αποτελούσαν εργάτες από τα λατομεία μαρμάρου της περιοχής. Το 1848, χρονιά εξεγέρσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη, τα επαναστατικά χορωδιακά της «Νόρμας» υιοθετούνταν συχνότατα κατά τη διάρκεια πατριωτικών διαδηλώσεων στην Ιταλία. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα η όπερα είχε δοθεί σε 35 χώρες μεταφρασμένη σε 16 διαφορετικές γλώσσες.
Η δύναμη του συναισθήματος
Στις μέρες μας η πολιτική διάσταση της «Νόρμας» σπάνια αναδεικνύεται. Το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στην ερμηνεία του πρωταγωνιστικού ρόλου και στις μεγάλες δυσκολίες του. Ποια είναι λοιπόν τα ζητούμενα στα οποία τόσο λίγες τραγουδίστριες έχουν κατορθώσει να ανταποκριθούν στους δυόμισι αιώνες ιστορίας της όπερας; Αναμφίβολα η διάρκεια του ρόλου είναι από τα βασικά προβλήματα. Ομως και άλλες όπερες απαιτούν από την πρωταγωνίστρια να είναι διαρκώς επί σκηνής. Πιο δύσκολο είναι να αποδοθούν με ευγένεια και δωρική αυστηρότητα οι ατέρμονες μελωδικές φράσεις του Μπελλίνι, όπως τις βρίσκει κανείς χαρακτηριστικά στη διάσημη προσευχή της Νόρμας «Αγνή θεά» - «Casta diva»- ή στα ντουέτα με τη νεότερη ιέρεια Ανταλντζίζα. Είναι ακόμα λιγότερες οι τραγουδίστριες που κατανοούν ότι τα ποικίλματα της φωνητικής γραφής του Μπελλίνι δεν είναι διακοσμητικά, αλλά εκφράζουν συναισθήματα και μάλιστα με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Τρίλιες, κλίμακες και κάθε είδους διανθίσματα επιστρατεύονται, προκειμένου να εκφράσουν θυμό, οργή ή νοσταλγικές αναμνήσεις και τρυφερότητα. Αν όσα προβλέπει η παρτιτούρα αποδοθούν άνευρα ή με διακοσμητικό τρόπο, το συναίσθημα δεν περνά στο κοινό. Η δυσκολία στη «Νόρμα» δεν είναι τόσο να αποδώσει η τραγουδίστρια σωστά όλες τις νότες -κάτι από μόνο του διόλου αμελητέο- όσο το να συλλάβει και να αναδείξει τον χαρακτήρα του ρόλου.
Τα ψέματα και τα πάθη της ιέρειας
Είναι αλήθεια ότι η ίδια η Νόρμα είναι αρκετά σύνθετη προσωπικότητα. Ιέρεια που ηγείται του λαού της, έχει ερωτευτεί τον Ρωμαίο κατακτητή και έχει αποκτήσει δύο παιδιά μαζί του. Στον 20ό αιώνα θα ήσαν τα ξανθά νόθα παιδιά των στρατιωτών της Βέρμαχτ στις κατεχόμενες χώρες. Προκειμένου να μην χάσει τον έρωτά της η Νόρμα προδίδει τον λαό της. Επιστρατεύει ψευδή επιχειρήματα με μόνο στόχο να αποτρέψει την επανάσταση των ταπεινωμένων Γαλατών, αλλά μεταβάλλει αιφνίδια γνώμη και αποφάσεις όταν ανακαλύπτει πως ο αγαπημένος της είναι άπιστος. Οι ανατροπές είναι διαρκείς, οι εναλλαγές συναισθημάτων έντονες και ακραίες. Η Νόρμα καθοδηγείται από τα πάθη της ακόμα και όταν ο άπιστος Ρωμαίος ανθύπατος Πολιόνε πέσει τελικά στα χέρια της. Μόνη της έγνοια είναι να τον κάνει να αρνηθεί την άλλη γυναίκα. Βλέποντας ότι χάνει το παιχνίδι επιχειρεί την τελευταία ανατροπή, που οδηγεί στην τελική κάθαρση: αναλαμβάνει η ίδια την ευθύνη της προδοσίας απέναντι στον λαό της και αναβαίνει στην πυρά, όπου την ακολουθεί ο Πολιόνε.
Ολα αυτά τα απέδωσε με μοναδικό τρόπο η Μαρία Κάλλας στη διάρκεια των δεκαεπτά ετών που ερμήνευε τον ρόλο: από το ασύλληπτης έντασης πορτρέτο που έχει διασωθεί από παραστάσεις στο Μπουένος Αϊρες το 1949 λίγο μετά την πρώτη εμφάνισή της ως Νόρμα στη Φλωρεντία το 1948, ως την εκλέπτυνση και την υπερβατική ποίηση των τελευταίων εμφανίσεών της στο Παρίσι το 1965. Λίγα χρόνια αργότερα με τον ίδιο ρόλο διακρίθηκε για μια σύντομη στιγμή η Ελενα Σουλιώτη, αφήνοντας όμως ένα αποτύπωμα παρουσίας που διαρκεί μέχρι της μέρες μας. Σήμερα, είναι η σειρά της Δήμητρας Θεοδοσίου αφήσει το δικό της στίγμα.

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Εξοχος Βιβάλντι από Πέτρου και Καμεράτα

Του Νικου Α. Δοντα "Καθημερινή 30/5/2010"

Κάλλιο αργά παρά ποτέ: επιτέλους βρέθηκε ένας φορέας να εμπιστευθεί στον Γιώργο Πέτρου μία ορχήστρα με την οποία θα μπορεί να εργαστεί συστηματικά σε σταθερή βάση. Σε μια χώρα που επιμένει πεισματικά να πουλά συρτάκι και Ζορμπά, κανείς δεν κατάλαβε ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος θα μπορούσε να αποτελέσει ένα από τα πιο αξιόλογα «εξαγώγιμα προϊόντα» του σύγχρονου πολιτισμού μας. Το αντιλήφθηκαν οι Γερμανοί, που εδώ και χρόνια του δίνουν την ευκαιρία να ηχογραφεί τη δουλειά του, δρέποντας δάφνες για τον εαυτό του και αποφέροντας έσοδα στη γερμανική εταιρεία.
Στις 16 Μαΐου ο Πέτρου διηύθυνε την Καμεράτα – Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής σε έργα Βιβάλντι. Η αίθουσα «Μητρόπουλος» ήταν κατάμεστη. Η πληρότητα αυτή, σε αντιδιαστολή με τη χαμηλή προσέλευση σε συναυλίες διεθνώς πολύ διασημότερων συνόλων, ίσως πείσει τους θεσμούς μας ότι η επένδυση αξίζει τον κόπο. Πολύ περισσότερο αφού ανάλογη ήταν η πληρότητα και στην πρόσφατη παρουσίαση της «Θεοδώρας» του Χαίντελ που διηύθυνε ο Πέτρου στην αίθουσα «Τριάντη».
Κρίνοντας από το αποτέλεσμα, λοιπόν, είναι προφανές ότι ο Πέτρου ξέρει τι κάνει και επίσης δεν το κάνει περιστασιακά. Υπάρχει συνέχεια και πρόοδος στη δουλειά του. Η βραδιά με κοντσέρτα και καντάτες του Βιβάλντι ήταν απολαυστική. Κατ’ αρχήν οφείλει να επαινέσει κανείς την Καμεράτα, που μοιάζει να βρήκε νέο νόημα ύπαρξης. Καιρό είχαμε να ακούσουμε τους μουσικούς της με τόσο φανερό κέφι και ενδιαφέρον για το πρόγραμμα που πρότειναν στο κοινό. Οι έντονες εναλλαγές σε ταχύτητες και διάθεση μπορεί να ξενίζουν όσους έχουν μεγαλώσει με ηχογραφήσεις των «Μουσικών» και του Φέλιξ Αγιο ή των «Σολίστ της Βενετίας». Είχαν ως αποτέλεσμα σφιχτές, νευρώδεις διατυπώσεις στα ζωηρά μέρη που έκαναν τα αργά μέρη να προβάλουν ακόμα πιο λυρικά. Ανάμεσα στο πλήθος πολύ καλών σολίστ μνημονεύει κανείς ιδιαίτερα τον Θοδωρή Κίτσο και την Ανα Μπελέν Τεχεδόρ ντε λα Ιγκλέσια για το γεμάτο ποίηση και φαντασία αργό μέρος του γνωστού Κοντσέρτου για δύο μαντολίνα (RV 532). Εξοχοι ήσαν επίσης οι βιολιστές Σέρτζιου Ναστάζα και Γιάννης Μαυρίδης που συνέβαλαν με την ακρίβεια και τη μουσικότητά τους σε διάφορα κοντσέρτα.
Την καντάτα «Σταματήστε πια, σταματήστε» (RV 684) ερμήνευσε η μεσόφωνος Μαίρη-Ελεν Νέζη, με άνετη, μεστή φωνή και έντονα θεατρικό ένστικτο. Τη δεξιοτεχνική μουσική της καντάτας «Γυρίζω σε σας, μάτια λατρεμένα» (RV 682) απέδωσε με σπινθηροβόλα ακρίβεια και μουσικότητα η υψίφωνος Μάτα Κατσούλη.
Εξοχες τραγουδίστριες με αίσθηση του ύφους της μουσικής και καλό γούστο, συνέβαλαν αποφασιστικά στην επιτυχία της βραδιάς.