Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Μια «Νόρμα» από τα παλιά...

Από τη «Νόρμα» της ΕΛΣ στο Ηρώδειο: Πολιόνε (Βαγγέλης Χατζησίμος) και Νόρμα (Δήμητρα Θεοδοσίου) οδεύουν προς την καθαρτική πυρά (Photo: Stefanos)

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ "Ελευθεροτυπία 16-6-2010"
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών η ΕΛΣ πρόσφερε τη «Νόρμα» του Μπελίνι σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού, με συμμετοχή της υψιφώνου Δήμητρας Θεοδοσίου στον επώνυμο ρόλο της πρώτης διανομής (12/6/2010).
Το θέαμα υπέγραψαν δύο βετεράνοι θεατράνθρωποι, ο σκηνοθέτης/ακαδημαϊκός Σπύρος Ευαγγελάτος και ο σκηνογράφος/ενδυματολόγος Γιάννης Πάτσας, αντικαθιστώντας τον αρχικά αναγγελθέντα διεθνή σκηνοθέτη/σκηνογράφο Γιάννη Κόκκο, του οποίου η αμοιβή και οι προτάσεις κρίθηκαν απαγορευτικά δαπανηρές. Η προκύψασα παραγωγή αποδείχτηκε προβληματικά άνιση, με σκηνικό μέρος θλιβερά προσχηματικό και μουσικό που έπασχε φανερά από έλλειψη ισορροπιών στις φωνές.
Παραφράζοντας την «εξήγηση» του στίγματος της παράστασης από τον ίδιο τον Ευαγγελάτο, που μίλησε πρόσφατα στις εφημερίδες, θα λέγαμε πως επρόκειτο για μια «Νόρμα απ' τα παλιά...» στην πιο απογοητευτική εκδοχή: προβλέψιμη και στατική, με μετωπικές χωροθετήσεις τραγουδιστών/χορωδών, στερούμενη σκηνικής δραματουργίας, ατελώς φωτισμένη, παραδομένη στην ευκολία μιας δήθεν αφαιρετικής προσέγγισης που εξοβέλισε τη δράση από το συγκεκριμένο (ψευδο)ϊστορικό πλαίσιο στο ποτέ-και-πουθενά... Ομως, όταν σκηνοθέτης και σκηνογράφος επιλέγουν να αγνοήσουν την αυθεντική ψευδοϊστορική διάσταση μιας όπερας, τότε αυτό που κανονικά αναμένει κανείς δεν είναι ασφαλώς μια άσκηση τυχαίου εικαστικού φορμαλισμού. Περιμένει ένα ανανοηματοδοτούν σχόλιο, μια οπτική/εικαστική μεταφορά υποστηρικτική της δράσης, ικανή να εισηγηθεί τα εξωμουσικά συμφραζόμενα του έργου στον σύγχρονο θεατή/ακροατή.
Ατολμία ή άγνοια;
Τι είδαμε; Ενα πυκνό δάσος από πανύψηλους, γυμνούς, μεταλλικούς πασσάλους, που απλώς δυσκόλευε το αδιάφορο έμπα-στάσου-έβγα της χορωδίας, και ετερόκλιτα βαριά, σκούρα ψευδομεσαιωνικά κοστούμια χορωδών/πρωταγωνιστών: πανοπλίες, μαύρα σκουφιά, ξίφη σταυροφόρων, πολυφορεμένες α λαMatrix καμπαρντίνες, βελούδινα φορέματα με μακριές εσάρπες. Τελικά, χάνοντας το αυθεντικό ιστορικό πλαίσιο/αφετηρία της ρωμαιογαλατικής αναμέτρησης καταλήξαμε να παρακολουθούμε κάτι που ελάχιστα διέφερε από έναν «Τριστάνο» ή έναν «Τροβατόρε». Τέτοιες προτάσεις υποτιμούν τη νοημοσύνη του κοινού και, εντέλει, υπονομεύουν την υπόληψη της όπερας.
Η ΕΛΣ θα μπορούσε να αντιδράσει στην κρίση με ευρηματικότητα και γενναιότητα πατώντας γκάζι για να φύγει μπροστά, συνεργαζόμενη με νέους ανθρώπους που διαθέτουν φρέσκιες ιδέες και κέφι για δουλειά. Ατυχώς η νέα διοίκηση -από ανασφάλεια, ατολμία ή άγνοια;- μας γυρίζει δεκαετίες πίσω: επιλέγει να κινηθεί λαϊκιστικά και εκ του ασφαλούς, θεωρώντας πως το ξαναζεσταμένο φαΐ θα γεμίσει τα ταμεία, επιστρέφει στη λογική ότι η όπερα είναι φωνητικές επιδείξεις από τραγουδιστές που εμφανίζονται στη σκηνή μασκαρεμένοι με κοστούμια εποχής. Ομως το ποτάμι πίσω δεν γυρνά. Και το κοινό -ακόμη και το πιο συντηρητικό κοινό της όπερας- δεν τρώει κουτόχορτο· η χλιαρή υποδοχή το επιβεβαίωσε.
Μουσικά το όλο επίσης έπασχε, με κύριο πρόβλημα τις άνισες, μεταξύ τους ασυνδύαστες επιδόσεις των τριών πρωταγωνιστών. Γενικώς τα λυρικά μέρη -σόλι ή σύνολα- υπήρξαν πιο επιτυχή από τα δραματικά. Θεοδοσίου (Νόρμα) και Χατζησίμος (Πολιόνε) είχαν ξανατραγουδήσει μαζί «Νόρμα» (ΕΛΣ, άνοιξη 1999). Δέκα χρόνια αργότερα, σ' ένα ανοιχτό αμφιθέατρο, η αναμέτρηση αποδείχτηκε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, λιγότερο ευνοϊκή για αμφοτέρους.
Χαμένη η Casta Diva
Αναμφίβολα έμπειρη λυρική τραγουδίστρια, με ωραία φωνή, άριστη τεχνική, καλαισθησία και γνώση του ύφους της μουσικής, η Θεοδοσίου δεν διαθέτει το μέγεθος φωνής που θα της επέτρεπε να αποδώσει αβίαστα στο Ηρώδειο αυτόν τον δύσκολο, δραματικό ρόλο. Στις λυρικές ενότητες ακουγόταν πολύ χαμηλόφωνα, ενώ στις δραματικές κορυφώσεις οι ψηλές νότες ηχούσαν έντονα πιεσμένες. Χαμένη στο βάθος της σκηνής, η προσευχή «Casta Diva» αναδύθηκε χλομή και δυσδιάκριτη... Παρά την ασφαλώς επαρκέστατη σε μέγεθος φωνή, ο αισθητά διευρυμένος/επιβραδυμένος παλμός της φωνής και οι πιεσμένες, ενίοτε προσεγγιστικές ψηλές νότες επίσης εμπόδισαν τον τενόρο Βαγγέλη Χατζησίμο να διαπλάσει τραγούδι όσο λυρικό και εύκαμπτο θα ήθελε. Στις απαιτητικές παραγράφους δεξιοτεχνίας αμφότεροι τραγουδούσαν με προσπάθεια και φανερά αυξημένη προσοχή, αναγκάζοντας τον αρχιμουσικό να επιβραδύνει, ανακόπτοντας την ορμή του δραματικού ειρμού.
Μόνη που διέθετε ξεκάθαρα μέγεθος φωνής, τέχνη και ακμή να αναμετρηθεί αβίαστα με τον ρόλο της στο Ηρώδειο αποδείχτηκε η Ρουμάνα υψίφωνος Τσέλια Κοστέα. Η ωραία, απολαυστικά καλοτραγουδισμένη συμμετοχή της ως Ανταλτζίζα πρόσφερε τις μοναδικές ξένοιαστα απολαυστικές στιγμές της παράστασης. Στα σύνολα, ωστόσο, προφανείς συγκρίσεις/ αντιπαραθέσεις εξέθεταν τις αδυναμίες των συμπρωταγωνιστών της. Αξιοπρεπώς, με τον συνήθη κεκτημένο στόμφο, τραγούδησε ο βαθύφωνος Δημήτρης Καβράκος (Οροβέζο), χλομή υπήρξε η παρουσία της Βικτώριας Μαϊφάτοβα (Κλοτίλντε). Καλή ήταν η απόδοση της χορωδίας. Ο αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός διηύθυνε με το γνωστό σφρίγος, φροντίζοντας κατά το δυνατό να εξασφαλίζει τη σωστή δραματική θερμοκρασία. *

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου