Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Μπραμς, Μπάρτοκ και λίγος Μητρόπουλος

Του Νικου A. Δοντα "Καθημερινή" 28/3/2010
Στις 20 Μαρτίου, στο επίκεντρο της συναυλίας της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης (ΚΟΘ) υπό τον Μύρωνα Μιχαηλίδη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, βρέθηκε το τιτάνιο πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο του Μπραμς με σολίστα τον Μπορίς Μπέρμαν. Η ερμηνεία του διέθετε μεγαλοπρέπεια και ρωμαλέο ήχο, ενώ η δεξιοτεχνία του συνολικά έπεισε, παρά τα όχι λίγα λάθη. Το αργό μεσαίο μέρος απέπνεε εσωτερικότητα και η ρευστότητα της μελωδικής γραμμής ήταν ευπρόσδεκτη, καθώς ανέδιδε τρυφερότητα. Ευχάριστη ήταν η σύμπνοια του πιανίστα με την ορχήστρα σε ό,τι αφορούσε τις γενικές επιλογές δυναμικής, ταχυτήτων και φραστικής, με αποτέλεσμα να δίνεται αίσθηση συμπόρευσης μάλλον παρά ανταγωνισμού.
Αρχιμουσικός και ορχήστρα φάνηκαν καλύτερα στο «Κοντσέρτο για ορχήστρα» του Μπάρτοκ, που ακολούθησε. Πλάι στα γνωστά καλά έγχορδα της ΚΟΘ τοποθετούνται σταδιακά πλέον και τα πνευστά της, ξύλινα και χάλκινα. Ο Μιχαηλίδης ανέδειξε τις αντιθέσεις ανάμεσα στα πέντε μέρη αλλά και στο πλαίσιο κάθε μέρους, αρθρώνοντας παράλληλα με σαφήνεια κάθε μουσική παράγραφο. Μεγαλύτερη πειθαρχία, ακρίβεια και διαφάνεια στον ήχο θα προσέθεταν την επιθυμητή ευελιξία στο αποτέλεσμα.
Η βραδιά ξεκίνησε με τη μεταγραφή μιας τετράλεπτης φούγκας του Σαιν-Σανς (από τις «Eξι σπουδές» έργο 52) από τον Δημήτρη Μητρόπουλο: Παγκόσμια πρώτη εκτέλεση, πράγματι, σε μουσικολογική επιμέλεια του Γιάννη Τσελίκα. Ωστόσο, γιατί δεν επελέγη κάτι πρωτότυπο και σημαντικότερο προκειμένου να τιμηθεί ο Eλληνας αρχιμουσικός και συνθέτης;
Φάννυ, Κλάρα, Aλμα
Αφιερωμένη σε γυναίκες συνθέτριες ήταν η συναυλία της 8ης Μαρτίου, «Ημέρα της γυναίκας», στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Η Χριστίνα Γιαννακοπούλου, η Μίνα Πολυχρόνου και η Τζούλια Σουγλάκου συνοδευόμενες από τον Δημήτρη Γιάκα στο πιάνο ερμήνευσαν τραγούδια της Φάννυς Μέντελσον, της Κλάρας Σούμαν και της Aλμας Μάλερ.
Λυρική, φευγαλέα, κομψή όσο και του Φέλιξ, η μουσική της Φάννυς Μέντελσον ταίριαξε στην αισθαντική λυρική φωνή της Χριστίνας Γιαννακοπούλου. Με έντονη προσωπικότητα, γεμάτη πάθος και ζωηρές μεταπτώσεις η μουσική της Κλάρας Σούμαν αποδόθηκε από τη δροσερή λυρική φωνή της Μίνας Πολυχρόνου. Με πλούσια δραματική φωνή και καλή άρθρωση η Τζούλια Σουγλάκου έκανε όσα περνούσαν από το χέρι της προκειμένου να υπερασπιστεί τις μοδάτες εκλεκτικιστικές σελίδες της Aλμας Μάλερ.
Εξαιρετικός συνοδοιπόρος ήταν ο Δημήτρης Γιάκας, που απέδωσε με την ίδια επιτυχία τη λεπτότητα και τη διαφάνεια της μουσικής της Μέντελσον όσο και το πάθος της Σούμαν. Ασχολίαστες ας μείνουν οι εκλαϊκευτικές θεατροποιημένες γέφυρες της Μάγδας Μαυρογιάννη ανάμεσα στα τραγούδια. Τέλος, σχετικά με το θέμα, υπενθυμίζεται το τεύχος «Γυναίκες και μουσική» των «Επτά Ημερών» της «Κ» (8/12/2002), που διατίθεται και στο Διαδίκτυο.

Μια φλογερή «Ωδή στη χαρά»!

Γιόρμα Σιλβάστι (τενόρος), Μυρτώ Παπαθανασίου (υψίφωνος), Ιβαν Φίσερ (μαέστρος), Κέλι Ο'Κόνορ (μεσόφωνος) και Κρίστιν Ζίγκμουντσον (βαθύφωνος) επευφημούνται από το κοινό (Photo: Ακριβιάδης)
Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ "Ελευθεροτυπία" 31/3/2010
Δύο συναυλίες αφιερωμένες στον Μπετόβεν έδωσε η Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης υπό τον Ιβάν Φίσερ στην κατάμεστη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του ΟΜΜΑ, αφήνοντας άριστες εντυπώσεις.
Στη δεύτερη εκτελέστηκαν η «Ποιμενική» και η «Συμφωνία αρ. 9» (23/3/2010). Συμμετείχαν οι Χορωδίες «Μακεδονία» και ΕΡΤ, και κουαρτέτο μονωδών αποτελούμενο από την Ελληνίδα υψίφωνο Μυρτώ Παπαθανασίου, την Αμερικανίδα μεσόφωνο Κέλι Ο'Κόνορ, τον Φινλανδό τενόρο Γιόρμα Σιλβάστι και τον Ισλανδό βαθύφωνο Κρίστιν Ζίγκμουντσον.
Ηδη από το ξεκίνημα της συναυλίας διακρίναμε ολοφάνερα ότι την προσέγγιση του κορυφαίου των κλασικών από τους Ούγγρους μουσικούς καθόριζε ουσιαστική, εις βάθος αφομοίωση των κατακτήσεων της ιστορικής ερμηνευτικής: υψηλές ταχύτητες, σβέλτη, σαφής και αιχμηρή φραστική, έμφαση στην καθαρότητα άρθρωσης, κυριαρχία των εγχόρδων στη συνολική ισορροπία του συμφωνικού ήχου, πολύ ευρύ φάσμα δυναμικής με βίαιες, στριγκές κορυφώσεις. Επιπλέον, η όχι παραδοσιακή διάταξη της ορχήστρας είχε ως στόχο -και πέτυχε απόλυτα- τον μέγιστο τονισμό αντιπαραθέσεων ανάμεσα στα επίτηδες λίγο στεγνά ηχοχρώματα των επιμέρους ομάδων.
Οι ερμηνείες των μπετοβενικών Συμφωνιών πρόβαλαν ξεκάθαρα και συνειδητά πλασμένες με βάση τη μουσική αισθητική του Κλασικισμού και όχι αυτήν του Ρομαντισμού. Τόσον οι αναψυκτικές εντυπώσεις από τη συνάντηση ανθρώπου-Φύσης στην «Ποιμενική» όσον και η αγωνιώδης πορεία του αφυπνιζόμενου νεωτερικού υποκειμένου στην «Ενάτη» δεν αποδόθηκαν πρωτίστως ατμοσφαιρικά ή με ασυγκράτητο πάθος και μεγαλοστομία αλλά με τον βέλτιστο δυνατό φωτισμό των καθαρά μουσικών ποιοτήτων και την ερμηνευτική αξιοποίηση και του ελαχίστου στοιχείου της γραφής στην παρτιτούρα. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μια συμφωνική αφήγηση ασύλληπτης εσωτερικής ζωντάνιας και ευκρίνειας -ο Φίσερ μας ξάφνιαζε συνεχώς μετατοπίζοντας την εστία έμφασης σε νέες λεπτομέρειες δίχως να αφήνει νότα αναξιοποίητη!- συναρπαστικά κινητική, δοσμένη με στιλιζαρισμένη θεατρικότητα.
Η καταληκτική «Ωδή στη χαρά» αποδόθηκε καθώς ταιριάζει: εκστατικά, με ορμή, σφρίγος και συγκινησιακή αμεσότητα. Σε πλήρη εγρήγορση οι Ελληνες χορωδοί έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους ενώ από το κουαρτέτο των μονωδών, τους οποίους ο Φίσερ διέσπειρε μέσα στην ορχήστρα, ξεχώρισαν άνετα ο Ζίγκμουντσον για τη βαρύνουσα παρουσία του και, βεβαίως, η Παπαθανασίου για το εκστατικό, αβίαστο, λαμπερό τραγούδι της. Αραγε, για πόσο ακόμη θα καθυστερεί η ΕΛΣ να τής προσφέρει τον αυτονόητα οφειλόμενο πρωταγωνιστικό ρόλο; *

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Το Κουαρτέτο «Μπαρμπιρόλι»

Το εξαιρετικό, σχετικά νεοπαγές αγγλικό κουαρτέτο εγχόρδων «Μπαρμπιρόλι»

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ "Ελευθεροτυπία" 24/3/2010
Ούτε λίγες ούτε αμελητέες είναι οι απρόσμενες στιγμές μουσικής απόλαυσης που επί σειρά ετών έχει προσφέρει -και ευχόμαστε να συνεχίσει να προσφέρει!- το Μέγαρο Μουσικής στο πλαίσιο του κύκλου «Rising Stars». Σ' αυτές ήρθε προσφάτως να προστεθεί η συναυλία ενός εξαιρετικού, σχετικά νεοπαγούς, κουαρτέτου εγχόρδων. Το αγγλικό «Μπαρμπιρόλι» έπαιξε στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» (17/3/2010). Η Ράκι Σινγκ (α' βιολί), η Κέιτι Στίλμαν (β' βιολί), η Ελα Μπριντς (βιόλα) και ο Ασκόκ Κλούντα (τσέλο) παρουσίασαν ένα ευρύ ρεπερτόριο, εκθέτοντας το αντίστοιχα ευρύ, πλούσιο ερμηνευτικό τους φάσμα.
Πρώτο δόθηκε το «Κουαρτέτο, έργο 77, αρ.1» του Χάιδν. Εξ αρχής φάνηκε ξεκάθαρα ότι η ανάγνωση θα ήταν στιλιστικά ενημερωμένη. Διάφανος ήχος, σβέλτο και νευρώδες αλλά ταυτόχρονα αβίαστο παίξιμο, καθαρή άρθρωση, έμφαση στην ανάδειξη της μουσικής δομής και προσεγμένο, κομψό πλάσιμο φραστικής έδειξαν ότι οι εποχές που ο ...υποχρεωτικός Χάιδν σήμαινε στιγμές αφόρητης πλήξης, σε κάθε συναυλία κουαρτέτου, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί! Κάνοντας ένα πελώριο χρονικό άλμα, οι «Μπαρμπιρόλι» αντιπαρέθεσαν άμεσα το τυπικά μοντερνιστικό «Κουαρτέτο αρ.3, Notturno» (1993) του πατριάρχη της μουσικής πρωτοπορίας Λουτσιάνο Μπέριο. Σκόπιμα αποσπασματικός ειρμός, παράγραφοι βίαιης, γωνιώδους φραστικής και απότομες εναλλαγές δυναμικής που θύμιζαν συχνά το ιλιγγιώδες «νυχτερινό» Prestissimo, con sordino, από το «Κουαρτέτο αρ. 4» του Μπάρτοκ αντιμετωπίστηκαν εδώ με βιρτουοζίστικη, αθλητική ετοιμότητα. Ως σύντομο, μουσικό επισκεπτήριο της αγγλικής μουσικής ακολούθησε το τρίτο μέρος, υπό τον τίτλο «Αργοπορημένα χελιδόνια», από το «Κουαρτέτο εγχόρδων» του Φρέντερικ Ντίλιους, που δόθηκε με τη δέουσα ρευστότητα και γλυκύτητα. Η συναυλία ολοκληρώθηκε με μία εξαίρετη ερμηνεία του «Κουαρτέτου σε σολ μείζονα» του Ντεμπισί, για το οποίο οι τέσσερις μουσικοί υιοθέτησαν ριζικά διαφορετικό προφίλ ανάγνωσης. Ο ήχος τους έγινε πιο αιθέριος και πτητικός, η φραστική πιο ρευστή δίχως όμως να εκφυλίζεται σε πλαδαρή, το συνολικό πλάσιμο πιο αισθαντικό αλλά πάντα με δυνατό, υποδόριο μυϊκό τόνο. Στο «ζωντανό και ρυθμικό» β' μέρος μας ξάφνιασε ευχάριστα το αέρινα λικνιστικό ξετύλιγμα της μελωδίας, ενώ στο «συγκρατημένα εκφραστικό andantino» θαυμάσαμε τον ηδονικό, διακριτικά ωστικό κυματισμό της φραστικής.

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Μελωδικά χρώματα από τον Χάιντν ώς τον Αντες

Του Νικου Α. Δοντα- ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 21-3-2010
Επιτυχημένη ήταν η συναυλία της Ορχήστρας των Χρωμάτων υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη στις 4 Μαρτίου στην Αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος». Το σύνολο αυτό, που τα τελευταία είκοσι χρόνια εμπλούτισε την αθηναϊκή μουσική ζωή εισάγοντας βραδιές με έντονους διαλόγους ανάμεσα σε μουσικά έργα διαφορετικών εποχών και αισθητικής, ανάμεσα σε μουσική και ποίηση, ανάμεσα στη μουσική και τον κινηματογράφο, παρουσίασε ένα πρόγραμμα με συνθέσεις από τον 18ο αιώνα μέχρι την απολύτως σύγχρονή μας εποχή.
Αρχή έγινε με το Κοντσέρτο σε σολ μείζονα (Η. XVIII/4) για πιάνο του Χάιντν. Ηταν η λιγότερο ευτυχής στιγμή της βραδιάς, κυρίως επειδή το μέγεθος της ορχήστρας προς το μέγεθος της αίθουσας έκανε το σύνολο να ηχεί βαρύ και δύσκαμπτο. Αντίστοιχα, υπερβολικά μεγάλος και στρογγυλεμένος φάνηκε ο ήχος του σύγχρονου πιάνου που επελέγη για το σολιστικό μέρος. Η Εφη Αγραφιώτη πάντως έκανε ό, τι περνούσε από το χέρι της ώστε να αποδοθεί με καθαρότητα και αίσθηση ύφους η μουσική.
Στο Κοντσέρτο για φλάουτο και άρπα του Μότσαρτ που ακολούθησε, το πρόβλημα έγινε εντονότερο, καθώς ο ήχος της άρπας βυθίστηκε σε αυτόν των εγχόρδων. Παρά τις προσπάθειες της καλής αρπίστριας Μαρίας Μπιλντέα η μάχη ήταν άνιση και ο διάλογος της άρπας με το φλάουτο αναπόφευκτα αδύναμος. Αντίθετα, ο ήχος του φλάουτου, από τη φύση του οξύς, επέτρεψε στη Μαριλένα Δωρή να αποδώσει χωρίς άγχος τη μουσική του Μότσαρτ με ευγένεια και εύπλαστη μελωδική γραμμή.
Θαυμάσιος Μπρίττεν
Το δεύτερο μέρος της βραδιάς ξεκίνησε με ένα τεράστιο χρονικό άλμα προς τα εμπρός. Ο πιανίστας Στέφανος Θωμόπουλος απέδωσε το «Σύντομο Κοντσέρτο» του Τόμας Αντες, έργο που γράφηκε το 1997, περισσότερο από δύο αιώνες μετά από εκείνο του Μότσαρτ που προηγήθηκε. Ενας πρωτότυπος συνδυασμός από δέκα όργανα συνόδευσε το πιάνο, που αξιοποιήθηκε περισσότερο ως κρουστό, ενίοτε και ως νυκτό όργανο στο γεμάτο εφέ πειραματικό αυτό έργο, από τη μουσική γλώσσα του οποίου ο Αντες απομακρύνθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν.
Η Ορχήστρα των Χρωμάτων επιφύλαξε το καλύτερο για το τέλος: ο Μίλτος Λογιάδης διηύθυνε με πραγματική φροντίδα την «Απλή Συμφωνία» για έγχορδα του Μπρίττεν. Εδωσε στη μουσική κίνηση και ένταση μέσα από τις σβέλτες, κοφτές διατυπώσεις, ενώ τα ίδια αυτά στοιχεία ανέδειξαν μέσα από την αντίθεσή τους τις λυρικές ενότητες της μουσικής. Με δυο λόγια, ο Λογιάδης έδωσε ήχο στους επιθετικούς προσδιορισμούς με τους οποίους περιγράφει ο Μπρίττεν τα μέρη του έργου: τη «θορυβώδη» μπουρέ, το «παιχνιδιάρικο» πιτσικάτο, τη «συναισθηματική» σαρμπάντα, το «εύθυμο» φινάλε.

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Η μαγεία της Ανατολής "ΑΡΧΕΙΟ"

Οι "Περιστρεφόμενοι Δερβίσηδες" στο Μέγαρο Μουσικής.
του ΑΝΤΩΝΗ Ι. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ
Μάγεψε το φιλόμουσο κοινό που βρέθηκε στο Μέγαρο Μουσικής το Σάββατο 12 Μαΐου, η "Ομάδα Μουσικής και Σέμα" της Κωνσταντινούπολης. Η διαφορετική από τις συνηθισμένες μουσική παράσταση που παρακολουθήσαμε, είχε χαρακτήρα τελετουργικού δρώμενου βασισμένου στις μυστικιστικές παραδοσιακές τελετές του τάγματος των Μεβλεβήδων. Ο χορός και η μουσική αποτελούν γι’ αυτούς μία αδιαίρετη λειτουργική ενότητα με έντονους συμβολισμούς. Η μουσική επενεργεί ψυχοακουστικά στους Δερβίσηδες δημιουργώντας την κατάλληλη εσωτερική διάθεση, για την πνευματική τους ανύψωση, ενώ η περιστροφική κίνηση τους ελευθερώνει από τα δεσμά του επίγειου κόσμου πραγματοποιώντας την εξαϋλωμένη ένωση τους με τη θεϊκή οντότητα. Το σύνολο που επένδυσε μουσικά τη τελετή απαρτιζόταν από όργανα που συναντώνται στην παραδοσιακή και λόγια τουρκική μουσική καθώς και σε πολλές μουσικές παραδόσεις όμορων λαών συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού. Γι’ αυτό τον κύριο λόγο τα ηχοχρώματα και οι δρόμοι από το νέι, το κανονάκι, τον ταμπουρά και την αχλαδόσχημη λύρα, πάνω στους ρυθμικούς χτύπους του ντεφιού και των κρουστών ακούγονται πολύ οικεία. Εξάλλου, είναι κοινά παραδεκτό το γεγονός ότι επιρροές μεταξύ των συνοικούντων πολιτισμών, υπήρξαν εκατέρωθεν και είναι πολλές, τόσες ώστε είναι ουτοπικά αδύνατο να εντοπιστεί σήμερα (κάτι που επαφίεται στην εθνομουσικολογική έρευνα) η πατρότητα του ενός ή του άλλου στοιχείου της καταγωγής της μίας ή της άλλης μουσικής τέχνης, αφού αυτά τα κοινά και εύκολα αναγνωρίσιμα στοιχεία θα πρέπει να ανιχνευθούν σ’όλο το πλάτος της ανατολικής Μεσογείου. Οι δύο τραγουδιστές που πλαισίωναν φωνητικά το μουσικό σύνολο, απέδωσαν με καθαρότητα φωνής και διαστηματική ακρίβεια ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα από το ρεπερτόριο της "κλασσικής" μουσικής των Σούφι. Την παράσταση όμως με βεβαιότητα έκλεψε ο Κάνι Καράκα ο οποίος παρά το προχωρημένο της ηλικίας του και τα εμφανή προβλήματα της όρασής του, τραγούδησε και απήγγειλε αποσπάσματα από το Κοράνι ερμηνεύοντας με δεινότητα και ποιοτική έκφραση, δεξιοτεχνικής δυσκολίας μέρη, πάνω σε μακάμια που επιδείκνυαν χωρίς αμφισβήτηση μία βαθιά και μετουσιωμένη γνώση των τεχνικών παραμέτρων της μουσικής του παράδοσης. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να παρατηρηθεί, ο ιδιαίτερος σεβασμός με τον οποίο αντιμετώπισε το φολκλορικό, κατά τ’άλλα, συγκρότημα, τόσο το τυπικό της τελετουργικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί με πειστικότητα ο εκστασιασμός τους στο κοινό, όσο και εν γένει τη μουσική τους παράδοση με ερμηνευτική σοβαρότητα, ευπρέπεια και σεμνότητα, φτάνοντας να αρνούνται ακόμη και αυτή τη φυσιολογική τους επιβράβευση.Μέσα στα πλαίσια ενός ευρύτερου πολιτιστικού ιμπεριαλισμού που στοχεύει στον αφανισμό κάθε εθνικής ιδιαιτερότητας, τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία των λαών και η μουσική τους παράδοση, που αποτελεί στο σύνολό της τη συλλογική και γνήσια έκφραση της λαϊκής ιδιοσυγκρασίας, πρέπει να αποτελούν εφαλτήριο φιλίας, συνύπαρξης και αντίστασης στην διεθνιστική αφομοιωτική ισοπέδωση. Αρκεί, να ενυπάρχουν τα στοιχεία που με ικανοποίηση βρήκαμε στους "Δερβίσηδες". Σεβασμός στην παράδοση και ανεπιτήδευτη ερμηνεία.Διαφορετικά, όπως τα τελευταία χρόνια συμβαίνει με διαρκώς αυξανόμενους ρυθμούς στον τόπο μας, θα εμφανίζονται συνεχώς νεόκοποι ερμηνευτές που με ναρκισσισμό, περίσσια ωραιοπάθεια και θρασύτητα απλά θα καπηλεύονται βιάζοντας σαν μουσικές παλλακίδες, τον ερωτισμό της δημοτικής μουσικής μας κληρονομιάς και την απέριττη νοηματική και εκφραστική απλότητα της εκκλησιαστικής μας μουσικής.

"ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ" 20 Μαΐου 2001

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Οταν η ΚΟΘ επισκέπτεται την Αθήνα


Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ -ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 17/3/2010
Τις προάλλες η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης υπό τον Μύρωνα Μιχαηλίδη παρουσίασε στο αθηναϊκό Μέγαρο Μουσικής ένα ενδιαφέρον πρόγραμμα, αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις (10/3/2010).
Τιμώντας τα πενηντάχρονα από τον θάνατο του Δημήτρη Μητρόπουλου -ιδανική ευκαιρία να παρουσίαζε η ΕΛΣ τη «Βεατρίκη»!- η ορχήστρα πρόσφερε την πρώτη παγκόσμια παρουσίαση μιας άγνωστης ορχηστρικής διασκευής του. Ηταν η νεανική «Φούγκα» (1920;) από το «Πρελούδιο και Φούγκα αρ.5», μέρος των «Εξι σπουδών, έργο 52» του Σεν-Σανς. Παιγμένη άτονα, δίχως να αναδεικνύει ούτε τη δομή, συνεπώς ούτε την προφανή αναφορά πρωτοτύπου και μεταγραφής στον Μπαχ, το σύντομο κομμάτι ήχησε αμήχανα. Αναμφίβολα χρησιμότερο θα ήταν αν η ΚΟΘ φρόντιζε να ξανακούγαμε κάποιο από τα λιγοστά μείζονα ορχηστρικά του Μητρόπουλου, όπως το περίφημο «Κοντσέρτο γκρόσο».
Ακολούθησε το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1» του Μπραμς. Ο Ρώσος πιανίστας Μπόρις Μπέρμαν -απλή συνωνυμία με τον κορυφαίο Λάζαρ Μπέρμαν- πρόσφερε μια ωραία ερμηνεία, έντονα και ευπρόσδεκτα διαφοροποιημένη από τις συνήθεις αναγνώσεις-τιτανομαχίες σολίστ-ορχήστρας. Το σοπενικής ρευστότητας παίξιμό του πρόβαλε αβίαστα δεμένο με την ορχήστρα, πλούσιο σε φωτοσκιάσεις δυναμικής και με ικανό μέγεθος ήχου. Αδιάλειπτα προσανατολισμένο στη μελωδική αποκωδικοποίηση της πιανιστικής φραστικής, γλύκανε ευπρόσδεκτα την αρρενωπή, στιβαρή γραφή του Μπραμς, εμφυσώντας της φωνητικές ποιότητες. Την καθαρή απόλαυσή μας ελάχιστα επηρέασαν σποραδικά ολισθήματα του πιανίστα στην υψηλή περιοχή του οργάνου κατά τις δραματικές εξάρσεις.
Επίκεντρο ενδιαφέροντος της βραδιάς αποτέλεσε το «Κοντσέρτο για ορχήστρα» του Μπάρτοκ· δυστυχώς, η μουσική του έχει καταντήσει πάλι «είδος σε ανεπάρκεια» στην Αθήνα... Αψογα προετοιμασμένη, με τα συνήθως μέτρια, αδύναμα πνευστά της να υπερβαίνουν εαυτά -ειδικά στο επικίνδυνο «Παιχνίδι των ζευγαριών»!- και τα εξαίρετα έγχορδά της σε πλήρη ετοιμότητα, η ΚΟΘ έδωσε πραγματικά τον καλύτερο εαυτό της. Ο Μύρων Μιχαηλίδης διέπλασε μια λαμπερή, τεχνικά άρτια εκτέλεση. Πλούσια σε καλοδουλεμένες λεπτομέρειες, γενναιόδωρα εκφραστική η ανάγνωσή του ανέδειξε πειστικά τόσο τη βαθιά νοσταλγία που διαποτίζει το έργο όσο και τους αναρίθμητους, ρυθμικά ή/και αρμονικά ιδιάζοντες γλυκασμούς του. Η ήδη εξαετής θητεία του υπερδραστήριου αρχιμουσικού στην ΚΟΘ (2004-2010) αποδείχτηκε καλλιτεχνικά και επιχειρησιακά 100% επιτυχής· ένθεν και η -ευκταία- παράτασή της μόνον κέρδη θα μπορούσε να εξασφαλίσει. *

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Εξωστρεφής «Τιτάνας», άτυχη «Κλεοπάτρα»

Του Νικου Α. Δοντα
Η πρώτη από τις δύο συναυλίες της Ορχήστρας του Παρισιού συνέπεσε με την επιτυχημένη πρεμιέρα της όπερας «Μαντάμα Μπατερφλάι» που παρουσίασε στις 26 Φεβρουαρίου η Εθνική Λυρική Σκηνή παρόντος του φιλόμουσου Προέδρου της Δημοκρατίας: ούτε οι καθ' ύλην αρμόδιοι πολιτικοί μας, υπουργοί και υφυπουργοί, δεν τιμούν με παρόμοια συχνότητα εκδηλώσεις κρατικών -ας υπογραμμιστεί- θεσμών μας.
Η δεύτερη συναυλία της γαλλικής ορχήστρας πραγματοποιήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου. Εντάχθηκε στη σειρά «Μεγάλες Λυρικές Φωνές της εποχής μας» και δόθηκε στη μνήμη του Χρήστου Λαμπράκη στην αίθουσα που σήμερα φέρει το όνομά του. Σολίστ ήταν η Γερμανίδα μεσόφωνος Βάλτραουντ Μάγερ, από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριες βαγκνερικών ηρωίδων τα τελευταία 25 χρόνια, συγκλονιστική ως Κούντρι, Ιζόλδη, Ζίγκλιντε και Αφροδίτη. Στην Αθήνα ερμήνευσε την ήσσονος σημασίας λυρική σκηνή «Ο θάνατος της Κλεοπάτρας» του Μπερλιόζ.
Το νεανικό έργο του Γάλλου συνθέτη ταίριαζε μόνον οριακά στα χαρακτηριστικά της Μάγερ: η αδύναμη, χαμηλή και σχετικά ένρινη μεσαία περιοχή της φωνής της δεν βοήθησαν τη δραματική απόδοση μιας γραφής που προαναγγέλλει τις έντονα δραματικές διατυπώσεις της Κασσάνδρας στους «Τρώες», έργο που ακολούθησε σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα. Τη Μάγερ δεν διευκόλυνε ο γνώριμος στο αθηναϊκό κοινό Γερμανός αρχιμουσικός Κρίστοφ φον Εσενμπαχ, καθώς επέμενε σε εντάσεις που δεν βοηθούσαν τη φωνή να προβληθεί. Ετσι, από την παρουσία της τραγουδίστριας κρατάει κανείς την ακόμα ρωμαλέα υψηλή περιοχή της φωνής και τη μεγάλη εμπειρία, που επιτρέπει στην Μάγερ να καθηλώνει το κοινό.
Σφρίγος και δύναμη
Μόνο άλλο έργο της ισχνής βραδιάς, της οποίας η μουσική διάρκεια μόλις ξεπερνούσε την μία ώρα, ήταν η 1η Συμφωνία «Τιτάνας» του Μάλερ. Ο Εσενμπαχ αξιοποίησε στο έπακρο το «εργαλείο» που είχε στη διάθεσή του, μια ορχήστρα με καλούς σολίστες - μουσικούς, καλά χάλκινα και ξύλινα πνευστά, αλλά και με έγχορδα που μπορεί να μη διέθεταν τον εστιασμένο ήχο άλλων συνόλων, διακρίθηκαν όμως για την ποιότητα του ηχοχρώματός τους και την πλαστικότητα του ήχου.
Ο Γερμανός αρχιμουσικός ενδιαφέρθηκε περισσότερο για μία αφηγηματική ερμηνεία γεμάτη σφρίγος: στα περιβάλλοντα μέρη υπογράμμισε εμφαντικά τα εφέ, ενώ στα αργά περιορίστηκε στην ωραία απόδοση της μελωδίας, αποφεύγοντας να ανοίξει διαύλους για βαθύτερο συναίσθημα ή περισυλλογή, στοιχεία αποφασιστικής σημασίας στον Μάλερ.
Η εξωστρεφής και λαμπερή προσέγγιση του Εσενμπαχ δεν θα ξεχώριζε αλλού. Στην Αθήνα εξιτάρισε ήδη από το πρώτο μέρος το ασυγκράτητο κοινό της αίθουσας, που στο τέλος αποθέωσε τους μουσικούς και, κατά το έθιμο, απαίτησε και απέσπασε τα απαραίτητα «εκτός προγράμματος» έργα.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 13-3-2010

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

Γαλλική μουσική - Γερμανοί μουσικοί και το... αντίστροφο

Η διάσημη Γερμανίδα υψίφωνος Βάλτραουντ Μάγιερ τραγουδά
τον «Θάνατο της Κλεοπάτρας» του Μπερλιόζ

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ

Δύο συναυλίες έδωσε η Ορχήστρα του Παρισιού υπό τον Κρίστοφ Εσενμπαχ στην κατάμεστη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής (26-27/2/2010). Η δεύτερη ήταν εντεταγμένη στον κύκλο «Μεγάλες λυρικές φωνές» και αφιερωμένη στη μνήμη του Χρήστου Λαμπράκη. Οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε ήσαν από μέτριες έως καλές.
Η διάσημη Γερμανίδα υψίφωνος Βάλτραουντ Μάγιερ τραγουδά τον «Θάνατο της Κλεοπάτρας» του Μπερλιόζ Η βραδιά ξεκίνησε με τη λυρική σκηνή για υψίφωνο και ορχήστρα «Ο θάνατος της Κλεοπάτρας» του Μπερλιόζ, που τραγούδησε η Βάλτραουντ Μάγιερ. Τη Γερμανίδα μεσόφωνο έχουμε ακούσει επανειλημμένα στο Μπάιροϊτ και στο Βερολίνο στους βαγκνερικούς ρόλους που επί δεκαετίες έχει διαπρέψει: Ιζόλδη, Κούντρι, Ζίγκλιντε, Αφροδίτη. Το ρεπερτόριο αυτό έχει αποδειχτεί για τη Μάγιερ πεδίο αδιαφιλονίκητης υπεροχής αλλά και... φυλακή, αφού σε ελάχιστους άλλους γερμανικούς ρόλους -Μαρί στον «Βότσεκ», Λεωνόρα στον «Φιντέλιο»- έχει πείσει ανάλογα, ενώ η περιορισμένη επιτυχία της στο γαλλικό ρεπερτόριο είναι γνωστή.
Αξιοποιώντας με τέχνη την ένρινη, αιχμηρή φωνή της, προσέγγισε τη σύνθεση του Μπερλιόζ με σωστά δραματικά μεγέθη και ταιριαστή θεατρικότητα -οι εναλλαγές/μεταπτώσεις ανάμεσα σε αφηγηματικά και αδόμενα μέρη πραγματοποιήθηκαν άψογα-, ωστόσο ήταν συχνά φανερό ότι δεν διέθετε τις γεμάτες, χαμηλές νότες, που απαιτεί σε όχι λίγα κρίσιμα σημεία η παρτιτούρα. Η συναυλία ολοκληρώθηκε με τη «Συμφωνία αρ. 1, Τιτάν» του Μάλερ σε μια αισθητά άνιση εκτέλεση. Ο Εσενμπαχ διηύθυνε με προσοχή και ακρίβεια και οι μουσικοί τον ακολούθησαν με πειθαρχία και εγρήγορση, εξασφαλίζοντας ήχο δίχως λάθη, με σαφή, σωστή στρωμάτωση της συμφωνικής γραφής προσανατολισμένη να υπηρετεί το σύνθετο αφηγηματικό συντακτικό. Ατυχώς, ο γενικά μαλακός, ομιχλώδης -να πω «εμπρεσιονιστικός»;- ήχος των εγχόρδων του γαλλικού συνόλου αποδείχτηκε ακατάλληλος γι' αυτό και ισορροπούσε ατελώς, ειδικά με τα κυρίαρχα χάλκινα πνευστά. Επίσης, η κρίσιμη στον Μάλερ ιεράρχηση της ανάδειξης των λεπτομερειών υπήρξε μάλλον μέτρια. Τέλος, χονδροειδείς εκφραστικές εμφάσεις στο «χωριάτικο» β' μέρος και ασάφειες στις εσωτερικές ισορροπίες του συνολικού ορχηστρικού ήχου στο θυελλώδες καταληκτικό μέρος παραμόρφωσαν τοπικά βασικές συνιστώσες της μουσικής.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 10/3/2010

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Από τον Μπρίτεν έως τον Αντές

Του Νικου A. Δοντα

Αν και δημιουργήθηκε το 2004 ως άτυπο σύνολο του Φεστιβάλ Παξών, το Ergon Ensemble έγινε ευρύτερα γνωστό μόλις τα δύο τελευταία χρόνια, χάρη στην διαρκώς τακτικότερη συναυλιακή δραστηριότητά του. Αφιερωμένο στην υπεράσπιση της σύγχρονης δημιουργίας συνεργάζεται σταθερά με έμπειρους, εξειδικευμένους δασκάλους. Τα διαρκώς βελτιούμενα αποτελέσματα φάνηκαν στη συναυλία της 22ας Φεβρουαρίου στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος».
Η βραδιά ήταν αφιερωμένη σε μουσική Βρετανών συνθετών, που μαζί με τους Αμερικανούς προσδιορίζουν το τοπίο των τελευταίων πενήντα χρόνων. Το φάσμα κινήθηκε από τον κλασικό πλέον Μπρίτεν έως τον γεννημένο το 1971 Τόμας Αντές, σήμερα έναν από τους πιο προβεβλημένους Βρετανούς συνθέτες. Το πρόγραμμα ξεκίνησε με τη δική του «Κυνηγετική σονάτα» γραμμένη το 1993, αφιερωμένη στον Ντεμπυσσύ και σε δεύτερο επίπεδο στον Κουπρέν. Το έργο αποδομούσε τα βασικά στοιχεία μιας «τυπικής» Sonata da caccia του μπαρόκ και ταυτόχρονα τα αξιοποιούσε ως ευανάγνωστα σπαράγματα. Ο πολυεπίπεδος διάλογος ανάμεσα στις δομικές ενότητες αποτέλεσε σπαζοκεφαλιά η οποία προβλημάτιζε εμφανώς τους τρεις μουσικούς, όμποε, κόρνο και τσέμπαλο, που επιχείρησαν να την επιλύσουν.
Σε τελείως διαφορετικό μήκος κύματος κινήθηκαν οι μινιμαλιστικές «Σκοτεινές επινοήσεις» του Φίλιπ Κάσιαν. Γραμμένες το 1992, διέθεταν εμφανείς επιρροές που παρέπεμπαν σε μουσικές της Απω Ανατολής αλλά και σε πειραματισμούς που φανταζόταν κανείς ότι είχαν εξαντληθεί την δεκαετία του 1970.
Το πρώτο μέρος της συναυλίας ολοκληρώθηκε με τη σύνθεση «Από χαλκό, ούτε πέτρα» του Αλεξάντερ Γκερ. Το έργο είναι εμπνευσμένο από το Σονέτο 65 του Σαίξπηρ είναι δε αφιερωμένο στη μνήμη του Τσέχου συνθέτη Πάβελ Χάας και στους συναδέλφους του στα ναζιστικά στρατόπεδα. Η γραφή, που προβλέπει τον διάλογο ανάμεσα σε κουαρτέτο εγχόρδων και ποικιλία κρουστών, μαρτυρεί την ηλικία του συνθέτη, που γεννήθηκε το 1932 και μεγάλωσε με τα ακούσματα των πρώτων του μοντερνισμού.
Λίγο νεώτερος του Γκερ είναι ο Τζόναθαν Χάρβι, του οποίου η σύνθεση «Tendril», τρυφερά ανελισσόμενο ακροβλάσταρο, εξερευνά τις καθαρά ηχητικές δυνατότητες των οργάνων και πειραματίζεται με τη δυναμική. Την συναυλία ολοκλήρωσε η «Συμφωνιέτα» έργο 1, νεανική σύνθεση του Μπρίτεν που ολοκληρώθηκε το 1932.
Τα έργα απέδωσαν οι Χρυσή Δημητρίου (φλάουτο), Χριστίνα Παντελίδου (όμποε), Κώστας Τζέκος (κλαρινέτο), Μαρία Κολέτου (φαγκότο), Εμμανουήλ Βεντούρας (κόρνο), Θοδωρής Βαζάκας και Μάριος Νικολάου (κρουστά), Αϊ Μοτοχάσι - Σιδέρη (πιάνο, τσέμπαλο), Απόστολος Παληός (πιάνο), Παναγιώτης Τζιώτης και Κώστας Παναγιωτίδης (βιολί), Αλί Μπάζεγκμεζλερ (βιόλα), Αντώνης Πρατισνάκης και Δημήτρης Τραυλός (τσέλο), Νίκος Τσουκαλάς (κοντραμπάσο). Ολοι τους ταλαντούχοι μουσικοί από αθηναϊκές ορχήστρες, φανερώνουν μία διαφορετική πλευρά τους μέσα από αυτή τη συνεργασία.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ "7/3/2010"

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Τουρκικές πιανιστικές ταξιαρχίες

Οι δίδυμες αδελφές Φερχάν και Φερζάν Εντέρ από την Τουρκία παίζουν ρεπερτόριο για δύο πιάνα στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος (Photo: Ακριβιάδης)

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ
Ενα εκπληκτικό πιανιστικό ντούο, τις δίδυμες αδελφές Φερχάν και Φερζάν Εντέρ από την Τουρκία, απολαύσαμε τις προάλλες στην κατάμεστη αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος του Μεγάρου Μουσικής (16/2/2010).
Οι δίδυμες αδελφές Φερχάν και Φερζάν Εντέρ από την Τουρκία παίζουν ρεπερτόριο για δύο πιάνα στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος (Photo: Ακριβιάδης) Οι Εντέρ, που την τελευταία δεκαετία μεσουρανούν στο διεθνές στερέωμα, παρουσίασαν ρεπερτόριο ακραίων απαιτήσεων δεξιοτεχνίας. Οι ερμηνείες τους υπήρξαν απολύτως αντιπροσωπευτικές της νεότερης, πολυεθνικής γενιάς μουσικών: η δεινή τεχνική τούς επιτρέπει να υλοποιούν αναγνώσεις καθηλωτικής πιανιστικής αρτιότητας, ενώ το αισθητικό/ερμηνευτικό τους στίγμα αποκαλύπτει μια σύγχρονη, ψυχολογικά πιο αποστασιοποιημένη -όχι όμως συναισθηματικά κενή- κοσμοαντίληψη.
Επίκεντρο του προγράμματος αποτέλεσε η «Ιεροτελεστία της άνοιξης» του Στραβίνσκι στην αυθεντική εκδοχή για δύο πιάνα. Οι Εντέρ αντιμετώπισαν το έργο ως αρθρωτό συμφωνικό ποίημα, αποδίδοντας αναλυτικά και με έμφαση τον ξεχωριστό χαρακτήρα κάθε υποενότητας. Από τις αργές, χαμηλόφωνες, γεμάτες υπόκωφη ένταση εισαγωγές των δύο μερών έως τις οργιαστικής έντασης και βίας καταληκτικές κορυφώσεις τους η ερμηνεία αναπτύχθηκε με ασύλληπτο πλούτο λεπτομέρειας και αφηγηματική ευφράδεια. Μετατρέποντας σε ήχο την γεμάτη αντιθέσεις γραφή, το αθλητικό παίξιμό τους περνούσε αβίαστα και πειστικά από τις πιο απαλές, ρευστές ατμοσφαιρικές διατυπώσεις σε γοργές παραγράφους, όπου τα δύο πιάνα κροτάλιζαν δαιμονιωδώς ως κρουστά συνδυαζόμενα σε απογυμνωμένους, σύνθετους ρυθμούς. Η ανάγνωσή τους καθήλωσε το κοινό και αναμφίβολα θα έκανε τον συνθέτη ευτυχισμένο!
Η βραδιά ξεκίνησε με τη νεανική «Σουίτα αρ. 1, Fantaisie-Tableaux», του Ραχμάνινοφ, έργο ρομαντικής αισθητικής που αποδόθηκε με ωραίο, διάφανο ήχο, σφιχτοδεμένη υψηλής ακρίβειας φραστική, βροντερές αλλ' όχι «μπουκωμένες» κορυφώσεις και υπέροχα πτητικές διατυπώσεις στις χαμηλόφωνες, λυρικές παραγράφους. Ακολούθησε η «Ουγγρική Ραψωδία αρ. 2» του Λιστ στην ακραία βιρτουοζίστικη αυθεντική εκδοχή του συνθέτη για πιάνο-4 χέρια. Ηταν μια ευκαιρία για αριστοτεχνική επίδειξη δυνάμεων με ριψοκίνδυνα παιχνίδια αθλητικής ακρίβειας, περίτεχνους μανιερισμούς -αλλεπάλληλες συστολοδιαστολές χρόνων, πολλαπλές μικροπαραγραφοποιήσεις-, ακραίες εξάρσεις δεξιοτεχνίας.
Το ρεσιτάλ ολοκληρώθηκε με τις «Παραλλαγές Παγκανίνι» του Λουτοσλάφσκι, σε μια ακόμη συναρπαστικότερη επίδειξη δεξιοτεχνίας. Αθλητικός δυναμισμός, ιλιγγιώδεις ταχύτητες, βίαιες εκκινήσεις, ακαριαίες στάσεις, κοφτοί πιανισμοί, πολυβολισμοί από νότες σε υπεράνθρωπο συγχρονισμό, όλα δόθηκαν με την απόλυτη ακρίβεια και την αγριότητα αναμέτρησης... καράτε! *
Ελευθεροτυπία 3/3/2010