Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Πανόραμα έργων του Δ. Μητρόπουλου

Του Νικου Α. Δοντα "Καθημερινή 28/11/2010"

Ενα συνέδριο και δύο συναυλίες αφιερώθηκαν πρόσφατα στον Δημήτρη Μητρόπουλο με αφορμή τα 50 χρόνια από τον θάνατό του. Την οργάνωση των μουσικών εκδηλώσεων είχε το Εργαστήρι Ελληνικής Μουσικής του Τμήματος Μουσικών Σπουδών (ΤΜΣ) του Ιονίου Πανεπιστημίου, ενώ την επιστημονική επιμέλεια είχαν ο Χάρης Ξανθουδάκης και ο Γιάννης Σαμπροβαλάκης.
Η συναυλία της 14ης Νοεμβρίου στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» περιελάμβανε 11 (!) σύντομα έργα ή αποσπάσματα συνθέσεων που κάλυπταν σχεδόν το σύνολο της δημιουργικής δουλειάς του Μητρόπουλου. Με άλλα λόγια, ακούστηκαν έργα που γράφτηκαν το 1912, όταν ο συνθέτης ήταν μόλις 16 ετών, όπως επίσης συνθέσεις της ώριμης ηλικίας των 40 ετών, πριν ο Μητρόπουλος αφοσιωθεί πλήρως στη διεύθυνση ορχήστρας. Αναπόφευκτα, υπήρχε τεράστια ποικιλία ύφους, που κυμάνθηκε από συνθέσεις μεταρομαντικού ιδιώματος ως έργα επηρεασμένα από την ατονικότητα που ο Μητρόπουλος διδάχτηκε στο Βερολίνο. Κόσμοι ολόκληροι χωρίζουν τις ενθουσιώδεις εφηβικές πιανιστικές «Ονειροπολήσεις στην ακτή» ή το αντίστοιχο επίσης πιανιστικό «Σκέρτσο», από την επική μουσική για την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή (1936), που μαζί με την μουσική για τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη (1937) είναι οι τελευταίες συνθετικές εργασίες του Μητρόπουλου.
Το πρώτο ατονικό έργο
Τα δύο πιανιστικά έργα που προαναφέρθηκαν, όπως επίσης το «Κομμάτι για πιάνο» του 1925, ερμήνευσε ο Θοδωρής Τζοβανάκης, χαρισματικός πιανίστας με μεγάλες ευκολίες, που επιπλέον μελετά το πιανιστικό έργο του Μητρόπουλου. Οι ανέσεις του, η δεξιοτεχνία, ο έλεγχος της δυναμικής αλλά κυρίως η αίσθηση της δομής, συνεπώς και των εκφραστικών ενοτήτων κάθε έργου, επιτρέπουν να μιλά κανείς για ερμηνείες και όχι απλές αναγνώσεις των κομματιών. Η ανάδειξη των αντιθέσεων στο «Σκέρτσο», αλλά και το χιούμορ, το «κλείσιμο του ματιού» στο τέλος, επιβεβαιώνουν τη μουσικότητα και την ευφυΐα του καλλιτέχνη.
Ο Τζοβανάκης συνόδεψε επίσης τη μεσόφωνο Αγγελική Καθαρίου σε τρία φωνητικά έργα: την «Κασσιανή» (1919) σε ποίηση Παλαμά, που γράφτηκε για την Κατίνα Παξινού, η οποία ξεκινούσε τη σταδιοδρομία της ως δραματική υψίφωνος, την «Αφροδίτη Ουρανία» (1924) σε ποίηση Σικελιανού και το τραγούδι «Παν» (1924;) επίσης σε ποίηση Σικελιανού.
Ο Σπύρος Γκιγκόντης, βιολί, και ο Χρήστος Σακελλαρίδης, πιάνο, απέδωσαν το νεανικό «Συναυλιακό κομμάτι» (1913) και την ενδιαφέρουσα «Οστινάτα σε τρία μέρη» (1926;), το πρώτο έργο Ελληνα συνθέτη που γράφτηκε σε δωδεκαφθογγικό σύστημα. Το Κουαρτέτο του ΤΜΣ του Ιονίου πανεπιστημίου απέδωσε τον «Χορό των φαύνων» (1915) ενώ ο Μίλτος Λογιάδης διηύθυνε τα Χορωδιακά και Ενόργανα σύνολα του ίδιου θεσμού σε αποσπάσματα από τη μουσική για την «Ηλέκτρα», όπως επίσης στην τελική σκηνή από την όπερα «Αδελφή Βεατρίκη» (1920).

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Ντόιτσε Γκράμοφον: ολική επαναφορά

Ενας ιστορικός δισκογραφικός θησαυρός κλεισμένος σε τέσσερα πακέτα εκδόσεων με dvd και cd
Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ -"Ελευθεροτυπία 23/11/2010"
Πέρυσι, η γερμανική δισκογραφική εταιρεία Deutsche Grammophon συμπλήρωσε 111 χρόνια ζωής. Επενδύοντας εύστοχα στη συμβολική δυναμική του αριθμού αυτού, που ταυτίζεται με τον αριθμό έργου (opus) της τελευταίας πιανιστικής σονάτας του Μπετόβεν, οι υπεύθυνοι της «κίτρινης κυρίας» γιόρτασαν την επέτειο προγραμματίζοντας τέσσερα πακέτα εκδόσεων:
6 cd με 111 σύντομα αποσπάσματα διάσημων ηχογραφήσεων, 13 dvd με όπερες και συμφωνικές συναυλίες, ένα τόμο με την αναλυτική ιστορία της εταιρείας και μια «Εκδοση για συλλέκτες» των 55 cd με ισάριθμες αναπαραγωγές αυτοτελών δισκογραφικών καταγραφών.
Η ανταπόκριση του αγοραστικού κοινού αποδείχτηκε πέραν πάσης προσδοκίας. Ετσι αποφασίστηκε όχι μόνον επανέκδοση του πρώτου τόμου -που είχε εξαντληθεί αστραπιαία!- αλλά και έκδοση ενός δεύτερου, ένα χρόνο αργότερα. Ηδη διαθέσιμη, η δεύτερη «Εκδοση για συλλέκτες» περιλαμβάνει 56 cd, που αθροιζόμενα προς αυτά της προηγούμενης καταλήγουν και πάλι -πού αλλού;- στον μαγικό αριθμό 111.
Οι ηχογραφήσεις που περιλαμβάνονται στο όμοια δελεαστικό sequel ξεκινούν ακόμη παλιότερα, από την εποχή των μονοφωνικών 78άρηδων, με μια εκπληκτική, άριστα ψηφιοποιημένη «Συμφωνία αρ. 4» του Μπραμς υπό τον Ντε Σάμπατα, καταγραμμένη το 1939! Βεβαίως, διασχίζοντας όλες τις μεταπολεμικές δεκαετίες, καταλήγουν στον «καλύτερο κι απ' την πραγματικότητα» ψηφιακό, στερεοφωνικό ήχο του σήμερα. Οι ερμηνείες καλύπτουν και πάλι εξαιρετικά ευρύ φάσμα, από τον επίλογο της δράσης των μεγάλων ερμηνευτών του μεσοπολέμου έως τις νεόκοπες, απαστράπτουσες αναγνώσεις των κλασικών από την τρέχουσα, διεθνή εμπροσθοφυλακή των νεότατων καλλιτεχνών που κρατούν κυριολεκτικά στα χέρια τους την επιβίωση της σοβαρής μουσικής στο αφιλόξενο μέλλον του -και πολιτιστικά πλέον- παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος.
Ιερά τέρατα και 30άρηδες
Αυτή τη φορά δίπλα στα ιερά τέρατα του παρελθόντος και τις αυτονόητες κορυφαίες επιτυχίες εμφανίζονται αισθητά ενισχυμένα αφ' ενός η παρουσία των εν λόγω τριαντάρηδων μουσικών (Ντουνταμέλ, Λανγκ-Λανγκ, Γκριμό, Χίλαρι Χαν, Γκαράντσα, Ουάνγκ κ.ά.), αφ' ετέρου τα οπερατικά ρεσιτάλ (Ντομίνγκο, Τέρφελ, Μπατλ, Βιγιασόν/Νετρέμπκο, Φον Οτερ, Κοζενά) και οι δημοφιλείς ανθολογίες ελασσόνων κομματιών.
Χρονολογικά, οι ηχογραφήσεις ξεκινούν από τον «αρχαίο» Μπραμς του Ντε Σάμπατα (1939) και τον Σούμπερτ του Φουρτβένγκλερ (1957), περνούν στον Τσαϊκόφσκι του Μραβίνσκι (1961), τον Ροντρίγκο του Γιέπες (1978) και τον Ντεμπισί του Μπουλέζ (1995), και φτάνουν ώς τη λατινοαμερικάνικη «Φιέστα» του Ντουνταμέλ (2008) και το «Σονάτες και Σπουδές» της Κινέζας Γιούτζα Ουάνγκ (2009). Ασυζητητί δεσπόζουν οι ουκ ολίγες ηχογραφήσεις-μνημεία που λειτούργησαν για δεκαετίες ως ανυπέρβλητοι κανόνες: Μπρούκνερ με Γιόχουμ (1967), η «Τραβιάτα» του Κλάιμπερ με Κοτρουμπάς και Ντομίνγκο (1977), «Γερμανικό Ρέκβιεμ» με Κάραγιαν (1964), Σούμαν με Ρίχτερ (1957), κοντσέρτα Προκόφιεφ και Ραβέλ με Αργκεριχ (1967), «Τιτάν» με Μπέρνσταϊν (1989).
Βεβαίως, η παλαιότερη μουσική δεν θα μπορούσε να λείπει ούτε από τη δεύτερη «Εκδοση για συλλέκτες»: Μπαχ των Ντίσκαου-Ρίστενπαρτ (1953) αλλά του Πίνοκ (1982), Κ.Φ.Ε.Μπαχ με Ρίχτερ (1970), μουσική γοτθικής περιόδου με Μάνρο (1976). Βαρύνουσα παρουσία έχει ο Μότσαρτ: άριες με Κοζενά/Ρατλ (2006), «Μεγάλη Λειτουργία» με ΜαΚρις (2005), κοντσέρτα πνευστών με Μπεμ (1974), κοντσέρτα για πιάνο με Πίρες/Αμπάντο (1993). Ακόμη και ο μοντερνισμός τιμάται, βεβαίως ...συγκρατημένα, μέσω του μινιμαλισμού: «Drumming» του Στιβ Ράιχ (1974) -δείγμα της κάποτε ηρωικής επένδυσης της DG στη μεταπολεμική αβάντ-γκαρντ!-, κοντσέρτα για βιολί των Γκλας και Σνίτκε με Κρέμερ (1993), «Αϊρε» του Γκολιχόφ με Ντον Απσο (2005).
Μουσική ζωντανή
Πριν, όμως, παραδοθούμε στην απολαυστική εξερεύνηση αυτού του ιστορικού θησαυρού επιβάλλεται μια στιγμιαία στάση κριτικού αναστοχασμού. Ας θυμηθούμε, λοιπόν, ότι στην Ελλάδα της περασμένης εξηκονταετίας, ολόκληρες γενιές φιλόμουσων, πολλοί εκ των οποίων δεν μεγάλωσαν καν στο υποτίθεται μουσικά προνομιούχο περιβάλλον της πρωτεύουσας, αναγκαστικά γνώρισαν την κλασική μουσική μόνο μέσα από δισκογραφίες όπως αυτή της DG. Στη φανατική, ειδωλολατρική τους προσήλωση -ας μην πω «κόλλημα»- στο ακριβό αντικείμενο της απόλαυσής τους σπανίως είχαν συναίσθηση πως ό,τι έχει αποτυπωθεί σ' αυτούς τους δίσκους αντιστοιχούσε σε μέγιστο βαθμό στην ενεργό μουσική ζωή της Δυτικής Ευρώπης· με άλλα λόγια, πριν «ακινητοποιηθεί» στις συσκευές καταγραφής των στούντιο, η μουσική ήταν πάντα ζωντανή. Καλές ακροάσεις! *

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Εύκολες επιλογές από τον Μίσα Μάισκι

Tου Νικου Α. Δοντα "Καθημερινή 31-10-2010"
Με τον διάσημο τσελίστα Μίσα Μάισκι εγκαινίασε τη φετινή του καλλιτεχνική περίοδο το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Παλιός γνώριμος, με εμφανίσεις στο Μέγαρο αλλά και στο Φεστιβάλ Αθηνών, ο Μάισκι επανήλθε στις 14 Οκτωβρίου στην Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», όπου έδωσε ρεσιτάλ συνοδευόμενος από την 23χρονη κόρη του Λίλι.
Αναμφίβολα ένας τσελίστας της νεότερης γενιάς όπως ο Νορβηγός Τρουλς Μερκ, ο Γάλλος Γκοτιέ Καπισόν, η Σολ Γκαμπέτα από την Αργεντινή, ακόμα και η Κορεάτισσα Χαν-Να Τσανγκ, δεν θα γέμιζε την αίθουσα. Ωστόσο, ενδεχομένως να είχε να προτείνει πρόγραμμα πιο ενδιαφέρον από αυτό του Μάισκι. Ο εβραϊκής καταγωγής αστέρας γέμισε μεγάλο μέρος της διάρκειας της βραδιάς με κομμάτια που άλλοι προτιμούν ως «ανκόρ». Εύκολες, εύπεπτες επιλογές, που φυσικά δεν απογοήτευσαν κανέναν.
Η βραδιά ξεκίνησε χλιαρά με τις «Επτά παραλλαγές» για τσέλο και πιάνο του Μπετόβεν, βασισμένες σε θέμα από την όπερα «Ο μαγικός αυλός» του Μότσαρτ. Περιττό να σημειώσει κανείς για πολλοστή φορά ότι παρά τη θαυμάσια ακουστική, λόγω του μεγέθους της, η συγκεκριμένη αίθουσα του Μεγάρου δεν είναι η καταλληλότερη για έργα μουσικής δωματίου. Χρειάζεται χρόνος μέχρι να εξοικειωθεί το αυτί με την ένταση των οργάνων, αλλά ακόμα και τότε χάνονται αρκετά από τα στοιχεία της γραφής των έργων όπως επίσης των εκλεπτύνσεων μιας ερμηνείας. Χάθηκαν στην αρχή και μερικές από τις νότες κάτω από τα δάκτυλα της Λίλι, η οποία όμως γρήγορα βρήκε την αυτοπεποίθησή της και στάθηκε άξια πλάι στον πατέρα της στα «Φανταστικά κομμάτια» έργο 73 του Ρόμπερτ Σούμαν, που δόθηκαν σε μεταγραφή για τσέλο και πιάνο. Ηταν ίσως η ευτυχέστερη στιγμή της βραδιάς.
Ακολούθησε η πολύ προσωπική, συναισθηματικά ιδιαίτερα φορτισμένη ανάγνωση της Σονάτας για τσέλο και πιάνο του Ντεμπισί. Με οδηγό το πάθος, ο Μάισκι οδηγήθηκε σε ακραίες ταχύτητες, είτε υπερβολικά γρήγορες είτε, πάλι, ακραία αργές.
Ισπανικό άρωμα
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας ακούστηκαν έργα Ισπανών συνθετών, του Ενρίκε Γρανάδος, του Ισαάκ Αλμπένιθ, του Γασπάρ Κασαδό και του Μανουέλ ντε Φάγια. Τόσο η «Λαϊκή ισπανική σουίτα» του τελευταίου, μεταγραφή των «Επτά λαϊκών ισπανικών τραγουδιών», όσο και όλες οι υπόλοιπες σύντομες μουσικές σελίδες στηρίζονται κατά μείζονα λόγο στην απόδοση του τοπικού χρώματος, συνεπώς στη γοητεία της ερμηνείας.
Δεν δυσκολεύεται να φανταστεί κανείς ότι ο Μάισκι κέρδισε το όχι και τόσο απαιτητικό στοίχημα. Εμπειρος και χαρισματικός, διαμόρφωνε τις φράσεις τονίζοντας με έμφαση στοιχεία ρυθμού και αναδεικνύοντας διατυπώσεις πρόδηλου πάθους. Εκτός προγράμματος έκλεισε τον κύκλο, επιλέγοντας σελίδες των Σκριάμπιν, Σοστακόβιτς και Ρίχαρντ Στράους.