Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Μια «Νόρμα» από τα παλιά...

Από τη «Νόρμα» της ΕΛΣ στο Ηρώδειο: Πολιόνε (Βαγγέλης Χατζησίμος) και Νόρμα (Δήμητρα Θεοδοσίου) οδεύουν προς την καθαρτική πυρά (Photo: Stefanos)

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ "Ελευθεροτυπία 16-6-2010"
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών η ΕΛΣ πρόσφερε τη «Νόρμα» του Μπελίνι σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού, με συμμετοχή της υψιφώνου Δήμητρας Θεοδοσίου στον επώνυμο ρόλο της πρώτης διανομής (12/6/2010).
Το θέαμα υπέγραψαν δύο βετεράνοι θεατράνθρωποι, ο σκηνοθέτης/ακαδημαϊκός Σπύρος Ευαγγελάτος και ο σκηνογράφος/ενδυματολόγος Γιάννης Πάτσας, αντικαθιστώντας τον αρχικά αναγγελθέντα διεθνή σκηνοθέτη/σκηνογράφο Γιάννη Κόκκο, του οποίου η αμοιβή και οι προτάσεις κρίθηκαν απαγορευτικά δαπανηρές. Η προκύψασα παραγωγή αποδείχτηκε προβληματικά άνιση, με σκηνικό μέρος θλιβερά προσχηματικό και μουσικό που έπασχε φανερά από έλλειψη ισορροπιών στις φωνές.
Παραφράζοντας την «εξήγηση» του στίγματος της παράστασης από τον ίδιο τον Ευαγγελάτο, που μίλησε πρόσφατα στις εφημερίδες, θα λέγαμε πως επρόκειτο για μια «Νόρμα απ' τα παλιά...» στην πιο απογοητευτική εκδοχή: προβλέψιμη και στατική, με μετωπικές χωροθετήσεις τραγουδιστών/χορωδών, στερούμενη σκηνικής δραματουργίας, ατελώς φωτισμένη, παραδομένη στην ευκολία μιας δήθεν αφαιρετικής προσέγγισης που εξοβέλισε τη δράση από το συγκεκριμένο (ψευδο)ϊστορικό πλαίσιο στο ποτέ-και-πουθενά... Ομως, όταν σκηνοθέτης και σκηνογράφος επιλέγουν να αγνοήσουν την αυθεντική ψευδοϊστορική διάσταση μιας όπερας, τότε αυτό που κανονικά αναμένει κανείς δεν είναι ασφαλώς μια άσκηση τυχαίου εικαστικού φορμαλισμού. Περιμένει ένα ανανοηματοδοτούν σχόλιο, μια οπτική/εικαστική μεταφορά υποστηρικτική της δράσης, ικανή να εισηγηθεί τα εξωμουσικά συμφραζόμενα του έργου στον σύγχρονο θεατή/ακροατή.
Ατολμία ή άγνοια;
Τι είδαμε; Ενα πυκνό δάσος από πανύψηλους, γυμνούς, μεταλλικούς πασσάλους, που απλώς δυσκόλευε το αδιάφορο έμπα-στάσου-έβγα της χορωδίας, και ετερόκλιτα βαριά, σκούρα ψευδομεσαιωνικά κοστούμια χορωδών/πρωταγωνιστών: πανοπλίες, μαύρα σκουφιά, ξίφη σταυροφόρων, πολυφορεμένες α λαMatrix καμπαρντίνες, βελούδινα φορέματα με μακριές εσάρπες. Τελικά, χάνοντας το αυθεντικό ιστορικό πλαίσιο/αφετηρία της ρωμαιογαλατικής αναμέτρησης καταλήξαμε να παρακολουθούμε κάτι που ελάχιστα διέφερε από έναν «Τριστάνο» ή έναν «Τροβατόρε». Τέτοιες προτάσεις υποτιμούν τη νοημοσύνη του κοινού και, εντέλει, υπονομεύουν την υπόληψη της όπερας.
Η ΕΛΣ θα μπορούσε να αντιδράσει στην κρίση με ευρηματικότητα και γενναιότητα πατώντας γκάζι για να φύγει μπροστά, συνεργαζόμενη με νέους ανθρώπους που διαθέτουν φρέσκιες ιδέες και κέφι για δουλειά. Ατυχώς η νέα διοίκηση -από ανασφάλεια, ατολμία ή άγνοια;- μας γυρίζει δεκαετίες πίσω: επιλέγει να κινηθεί λαϊκιστικά και εκ του ασφαλούς, θεωρώντας πως το ξαναζεσταμένο φαΐ θα γεμίσει τα ταμεία, επιστρέφει στη λογική ότι η όπερα είναι φωνητικές επιδείξεις από τραγουδιστές που εμφανίζονται στη σκηνή μασκαρεμένοι με κοστούμια εποχής. Ομως το ποτάμι πίσω δεν γυρνά. Και το κοινό -ακόμη και το πιο συντηρητικό κοινό της όπερας- δεν τρώει κουτόχορτο· η χλιαρή υποδοχή το επιβεβαίωσε.
Μουσικά το όλο επίσης έπασχε, με κύριο πρόβλημα τις άνισες, μεταξύ τους ασυνδύαστες επιδόσεις των τριών πρωταγωνιστών. Γενικώς τα λυρικά μέρη -σόλι ή σύνολα- υπήρξαν πιο επιτυχή από τα δραματικά. Θεοδοσίου (Νόρμα) και Χατζησίμος (Πολιόνε) είχαν ξανατραγουδήσει μαζί «Νόρμα» (ΕΛΣ, άνοιξη 1999). Δέκα χρόνια αργότερα, σ' ένα ανοιχτό αμφιθέατρο, η αναμέτρηση αποδείχτηκε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, λιγότερο ευνοϊκή για αμφοτέρους.
Χαμένη η Casta Diva
Αναμφίβολα έμπειρη λυρική τραγουδίστρια, με ωραία φωνή, άριστη τεχνική, καλαισθησία και γνώση του ύφους της μουσικής, η Θεοδοσίου δεν διαθέτει το μέγεθος φωνής που θα της επέτρεπε να αποδώσει αβίαστα στο Ηρώδειο αυτόν τον δύσκολο, δραματικό ρόλο. Στις λυρικές ενότητες ακουγόταν πολύ χαμηλόφωνα, ενώ στις δραματικές κορυφώσεις οι ψηλές νότες ηχούσαν έντονα πιεσμένες. Χαμένη στο βάθος της σκηνής, η προσευχή «Casta Diva» αναδύθηκε χλομή και δυσδιάκριτη... Παρά την ασφαλώς επαρκέστατη σε μέγεθος φωνή, ο αισθητά διευρυμένος/επιβραδυμένος παλμός της φωνής και οι πιεσμένες, ενίοτε προσεγγιστικές ψηλές νότες επίσης εμπόδισαν τον τενόρο Βαγγέλη Χατζησίμο να διαπλάσει τραγούδι όσο λυρικό και εύκαμπτο θα ήθελε. Στις απαιτητικές παραγράφους δεξιοτεχνίας αμφότεροι τραγουδούσαν με προσπάθεια και φανερά αυξημένη προσοχή, αναγκάζοντας τον αρχιμουσικό να επιβραδύνει, ανακόπτοντας την ορμή του δραματικού ειρμού.
Μόνη που διέθετε ξεκάθαρα μέγεθος φωνής, τέχνη και ακμή να αναμετρηθεί αβίαστα με τον ρόλο της στο Ηρώδειο αποδείχτηκε η Ρουμάνα υψίφωνος Τσέλια Κοστέα. Η ωραία, απολαυστικά καλοτραγουδισμένη συμμετοχή της ως Ανταλτζίζα πρόσφερε τις μοναδικές ξένοιαστα απολαυστικές στιγμές της παράστασης. Στα σύνολα, ωστόσο, προφανείς συγκρίσεις/ αντιπαραθέσεις εξέθεταν τις αδυναμίες των συμπρωταγωνιστών της. Αξιοπρεπώς, με τον συνήθη κεκτημένο στόμφο, τραγούδησε ο βαθύφωνος Δημήτρης Καβράκος (Οροβέζο), χλομή υπήρξε η παρουσία της Βικτώριας Μαϊφάτοβα (Κλοτίλντε). Καλή ήταν η απόδοση της χορωδίας. Ο αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός διηύθυνε με το γνωστό σφρίγος, φροντίζοντας κατά το δυνατό να εξασφαλίζει τη σωστή δραματική θερμοκρασία. *

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

Διαπλέοντας το ενιαίο πεδίο θεάτρου-όπερας

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ -Ελευθεροτυπία 9-6-2010
Με μια κάπως άνιση, αλλά ενδιαφέρουσα παραγωγή ολοκληρώθηκε ο φετινός κύκλος παραστάσεων «Θέατρο πέρα απ' τα όρια», που διοργανώνει κάθε χρόνο η Αττική Πολιτιστική Εταιρεία.
Ηταν η «Κολασμένη κωμωδία» του Αυστριακού Μίχαελ Στούρμινγκερ, που δόθηκε με πρωταγωνιστή τον Αμερικανό ηθοποιό Τζον Μάλκοβιτς στο θέατρο του «Ελληνικού Κόσμου» (26/5/2010).
Αναπτύσσοντας μια αρχική ιδέα των συνεργατών του, ο 47χρονος συγγραφέας/σκηνοθέτης συνδύασε θέατρο και μουσική σε μια υβριδικού στίγματος παράσταση, με αφορμή τα πάθη τού κατά συρροήν δολοφόνου γυναικών Τζακ Ούντερβέγκερ (1951-1994). Ως «Σκηνικό έργο για ορχήστρα μπαρόκ, δύο υψιφώνους κι έναν ηθοποιό», η πρότασή του κινήθηκε αριστοτεχνικά στα συνεχόμενα πεδία θεάτρου και όπερας -στη Δύση αυτό είναι δεδομένο- συναρμολογώντας έναν εντυπωσιακής συνοχής αρθρωτό ειρμό μεταξύ θεατρικού λόγου και μουσικής. Κάθε ακροατής εξοικειωμένος με αμφότερες τις τέχνες προσέλαβε το αποτέλεσμα αβίαστα.
Αφού πρώτα η ορχηστρική εισαγωγή στον «Ντον Χουάν» του Γκλουκ κατέστησε σαφές ότι βρισκόμαστε ήδη στην Κόλαση, ο δολοφόνος διαφημίζει στο ακροατήριο τη ...μεταθανάτια αυτοβιογραφία του στο συμβατικό πλαίσιο μιας επίτηδες προβοκατόρικης βιβλιοπαρουσίασης. Μέσα από διαδοχικούς μονολόγους ο Ούντερβεγκερ ανακαλεί και σχολιάζει κομβικά γεγονότα του βίου του. Ενδιάμεσα οπερατικές ηρωίδες των Βιβάλντι, Μότσαρτ, Χάιδν, Μπετόβεν, Βέμπερ και Γκλουκ τραγουδούν άριες εκθέτοντας με συσχετισμό/συγχρονισμό χειρουργικής ακρίβειας τα βιώματα των γυναικών/θυμάτων της ζωής του.
Ταυτόχρονα οι δύο υψίφωνοι λειτουργούν ως ηθοποιοί και ο φονιάς ξαναζεί μαζί τους τις θανάσιμες βιαιοπραγίες. Η ακραία αντιπαράθεση και οι εναλλαγές ανάμεσα στην εσκεμμένη ευτέλεια του αγοραίου λόγου και στη στιλιζαρισμένη ευγένεια της περιπαθούς μουσικής παρήγαγαν μια ασυνεχή, τεθλασμένη καμπύλη πρόσληψης με στοιχεία ατελούς κάθαρσης: άλλοτε παρηγορητική, διεγείροντας αισθήματα συμ-πάθειας, άλλοτε διδακτικά τραυματική και απο-γοητευτική. Στην αρνητική αυτή εκδοχή του έρωτα-θανάτου τον νοσηρό ρόλο τού Δον Ζουάν εραστή-φονιά ενσάρκωσε με επιτυχία ο Μάλκοβιτς, επανεπενδύοντας την εμπειρία αντίστοιχων ρόλων της κινηματογραφικής σταδιοδρομίας του.
Υψηλής ποιότητας, απόλυτα προσανατολισμένο στην ιστορική ερμηνευτική, ήταν το μουσικό μέρος. Οι Αλεξάνδρα Ζαμόισκα και Λουίζ Φρίμπο αξιοποίησαν με περισσή τέχνη τις όχι ξεχωριστές, αλλά λεπτές και ευκίνητες φωνές του στις τεχνικά δυσκολότατες άριες. Τις συνόδευσε η θαυμάσια Ορχήστρα της Ακαδημίας της Βιέννης σε όργανα εποχής υπό τον Μάρτιν Χάζελμπεκ. *

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Βραδιές τραγουδιού στον «Παρνασσό»

Του Νικου Α. Δοντά "Καθημερινή 6-6-2010"
Σταδιακά βρήκε τη θέση του πάλι ο Παρνασσός στη μουσική ζωή της πρωτεύουσας. Οι αξιόλογες εκδηλώσεις είναι πλέον καθημερινή υπόθεση και η δυνατότητα που προσφέρει ο χώρος σε νέους μουσικούς να δοκιμάσουν και να δοκιμαστούν σπάει το μονοπώλιο. Πλάι πλάι πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα δύο ενδιαφέρουσες βραδιές τραγουδιού με ενδιαφέρον ρεπερτόριο. Στις 17 Μαΐου η υψίφωνος Λένια Ζαφειροπούλου με τον πιανίστα Αξελ Μπάουνι παρουσίασαν πρόγραμμα με έργα Σούμαν, Προκόφιεφ, Χίντεμιτ και Γκριγκ, ενώ την επομένη η μεσόφωνος Ελενα Μαραγκού συνεργάστηκε με το κουαρτέτο εγχόρδων της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ) σε πρόγραμμα που περιλάμβανε τον κύκλο «Το αγαθό τραγούδι» του Γκαμπριέλ Φορέ. Στο δεύτερο μέρος της βραδιάς οι μουσικοί της ΚΟΑ, ο Απόλλωνας Γραμματικόπουλος, ο Παναγιώτης Τζιώτης, ο Πάρις Αναστασιάδης και ο Γιάννης Τσιτσελίκης μαζί με την πιανίστρια Αλεξάνδρα Νομίδου απέδωσαν το Κουιντέτο εγχόρδων με πιάνο του Σεζάρ Φρανκ.
Η ερμηνεία του τελευταίου αυτού έργου υπήρξε έντονα συγκινησιακή εμπειρία. Οι πέντε μουσικοί απέδωσαν το Κουιντέτο με πάθος στα δύο ζωηρά μέρη και με λυρισμό στο αργό μεσαίο. Η πλαστικότητα στη διαμόρφωση των διαρκώς αναπροσαρμοζόμενων ταχυτήτων είχε ως συνέπεια πυκνώσεις και αραιώσεις, κλιμακώσεις με τρυφερές ενότητες ανάμεσά τους, εν τέλει μία διαρκώς παλλόμενη μελωδική γραμμή που έκρινε το υψηλής ποιότητας αποτέλεσμα. Ο επιτυχημένος συντονισμός των πέντε και η καθαρή άρθρωση της μουσικής συνεισέφεραν στην άρτια αισθητική του αποτελέσματος. Στο πρώτο μέρος της βραδιάς η Ελενα Μαραγκού απέδωσε τον κύκλο τραγουδιών του Φορέ βασισμένο σε ποίηση του Πολ Βερλέν. Το θερμό και μαλακό ηχόχρωμα της φωνής ταίριαζε στην αισθητική της μουσικής. Η διαμόρφωση των φράσεων χωρίς αιχμές και η μουσικότητα της τραγουδίστριας βοήθησαν να ξεπεραστούν μικροπροβλήματα συντονισμού με το κουαρτέτο.
Εκλεκτικές συγγένειες
Την προηγούμενη βραδιά, η πάντα ανήσυχη και περιπετειώδης Λένια Ζαφειροπούλου πρότεινε ενδιαφέρον πρόγραμμα με εκλεκτικές συγγένειες και ευχάριστες αντιθέσεις. Στο πρώτο μέρος πέντε τραγούδια του Προκόφιεφ πλαισιώθηκαν από τέσσερα συν τέσσερα τραγούδια του Ρόμπερτ Σούμαν. Στο δεύτερο μέρος ακούστηκαν τα Τραγούδια του έτους 1942 του Πάουλ Χίντεμιτ και τα έξι τραγούδια του έργου 48 του Εντβαρντ Γκριγκ. Διαθέτοντας τονική ακρίβεια και σιγουριά σε όλη την έκταση της φωνής της, η Ζαφειροπούλου είχε την ευχέρεια να εστιάσει στην έκφραση. Κινήθηκε με την ίδια άνεση στις ανάλαφρες και θεατρικές σελίδες, στις λυρικές αλλά και στις έντονα δραματικές, ενώ δεν έλειψε το χιούμορ. Πλάι της στάθηκε ισότιμα ο Αξελ Μπάουνι, καλός και ευρηματικός πιανίστας που συνέβαλε στην απόδοση του κατάλληλου ύφους κάθε μικρογραφίας

Νόρμα, μια «ελληνική υπόθεση»

Από το θέατρο του Αγίου Ιακώβου στην Κέρκυρα το 1834 έως τη Μαρία Κάλλας, την Ελενα Σουλιώτη και τη Δήμητρα Θεοδοσίου
Του Νίκου Α. Δοντά "Καθημερινή 6-6-2010"
Υστερα από σαράντα δύο χρόνια επιστρέφει η «Νόρμα» στο Ηρώδειο. Τότε, τον Αύγουστο του 1968 το αθηναϊκό κοινό είχε την τύχη να απολαύσει το εκρηκτικό ταλέντο της Ελενας Σουλιώτη στο απόγειο μιας συντομότατης, αλλά και λαμπρής σταδιοδρομίας. Οκτώ χρόνια νωρίτερα η Εθνική Λυρική Σκηνή είχε παρουσιάσει την όπερα του Μπελλίνι στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου με την Μαρία Κάλλας στον πρωταγωνιστικό ρόλο, την Ελληνίδα που σφράγισε την Νόρμα με την ερμηνεία της στον 20ό αιώνα. Σήμερα, η όπερα επιστρέφει στην Αθήνα με μία ακόμα σπουδαία Eλληνίδα υψίφωνο, την Δήμητρα Θεοδοσίου, που έχει ερμηνεύσει τον απαιτητικό ρόλο σε πολλές σκηνές και έχει καταγράψει την ερμηνεία της ήδη δύο φορές σε dvd.
Η «Νόρμα» είχε από νωρίς απρόσμενη επιτυχία την Ελλάδα. Τρία χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση της στη Σκάλα του Μιλάνου το 1831, δόθηκε στο θέατρο του Αγίου Ιακώβου -το Σαντζάκομο- της Κέρκυρας. Το 1837 αναφέρεται παράσταση στην Αθήνα, ενώ το 1840 ο στρατηγός Μακρυγιάννης βλέπει την Ρίτα Μπάσσο, πρωταγωνίστρια μιας ακόμα αθηναϊκής παράστασης, να εξευτελίζει τα ιδανικά για τα οποία είχε πολεμήσει: «Το έθνος αφανίστη όλως διόλου… Και τα παιδιά οπού τα στέλνουν να φωτιστούν γράμματα κι’ αρετή… φωτίζονται την τραγουδική και ηθική του θεάτρου, και πουλούνε τα βιβλία τους οι μαθηταί να πάνε ν’ ακούσουνε την Ρίττα Βάσσω την τραγουδίστρα του θεάτρου… Παλαβώσανε οι γέροντες... Το γέρο Λόντο, οπού δεν έχει ούτε ένα δόντι, τον παλάβωσε η Ρίτα Μπάσσο του θεάτρου και τον αφάνισε τόσα τάλαρα δίνοντας κι άλλα πισκέσια». Στην Αθήνα η όπερα έγινε τόσο δημοφιλής ώστε, όπως διαβάζουμε σε εφημερίδα του 1852, η μουσική της να χρησιμοποιείται ακόμα και σε παραστάσεις του θεάτρου Σκιών!
Εθνεγερτική μουσική
Σήμερα η «Νόρμα» θεωρείται όπερα που περιστρέφεται κυρίως -ή και μόνον- γύρω από την πρωταγωνίστρια. Ωστόσο, το κοινό της πρεμιέρας είχε πολύ διαφορετική άποψη. Οι Λομβαρδοί που βρέθηκαν στο υπό αυστριακή κατοχή Μιλάνο άκουγαν τον αρχηγό των Δρυιδών να τραγουδά σε ρυθμό εμβατηρίου ότι «τρομακτικός θεός θα ελευθερώσει τη Γαλατία από τους εχθρικούς αετούς» και εισέπρατταν ένα πολιτικό μήνυμα που σήμερα περνά απαρατήρητο. Στη διασπασμένη Ιταλία των δεκάδων κρατιδίων υπό διάφορους ζυγούς, το κίνημα της απελευθέρωσης και της επανένωσης της χώρας -«Ριζορτζιμέντο»- αναζητούσε παντού αφορμές, προκειμένου να εκφραστεί. Οχι τυχαία, ύστερα από μια αποτυχημένη πρεμιέρα, η «Νόρμα» έγινε άμεσα ιδιαίτερα δημοφιλής σε όλη την ιταλική χερσόνησο, ενώ πολύ σύντομα πέρασε τα σύνορα. Το 1845 ο Ρώσος σύνθετης Μιχαήλ Γκλίνκα αναφέρει πως στην Ισπανία η όπερα ήταν τόσο αγαπητή ώστε να παίζεται στον δρόμο από παιδιά: ο ίδιος είχε παρευρεθεί σε τέτοια αυτοσχέδια παράσταση όπου τη Νόρμα υποδυόταν μία εντεκάχρονη. Περίπου την ίδια εποχή ο Κάρολος Ντίκενς, που επισκεπτόταν την Καρράρα, αναφέρει ανέβασμα της όπερας σε τοπικό θέατρο, όπου τη χορωδία αποτελούσαν εργάτες από τα λατομεία μαρμάρου της περιοχής. Το 1848, χρονιά εξεγέρσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη, τα επαναστατικά χορωδιακά της «Νόρμας» υιοθετούνταν συχνότατα κατά τη διάρκεια πατριωτικών διαδηλώσεων στην Ιταλία. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα η όπερα είχε δοθεί σε 35 χώρες μεταφρασμένη σε 16 διαφορετικές γλώσσες.
Η δύναμη του συναισθήματος
Στις μέρες μας η πολιτική διάσταση της «Νόρμας» σπάνια αναδεικνύεται. Το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στην ερμηνεία του πρωταγωνιστικού ρόλου και στις μεγάλες δυσκολίες του. Ποια είναι λοιπόν τα ζητούμενα στα οποία τόσο λίγες τραγουδίστριες έχουν κατορθώσει να ανταποκριθούν στους δυόμισι αιώνες ιστορίας της όπερας; Αναμφίβολα η διάρκεια του ρόλου είναι από τα βασικά προβλήματα. Ομως και άλλες όπερες απαιτούν από την πρωταγωνίστρια να είναι διαρκώς επί σκηνής. Πιο δύσκολο είναι να αποδοθούν με ευγένεια και δωρική αυστηρότητα οι ατέρμονες μελωδικές φράσεις του Μπελλίνι, όπως τις βρίσκει κανείς χαρακτηριστικά στη διάσημη προσευχή της Νόρμας «Αγνή θεά» - «Casta diva»- ή στα ντουέτα με τη νεότερη ιέρεια Ανταλντζίζα. Είναι ακόμα λιγότερες οι τραγουδίστριες που κατανοούν ότι τα ποικίλματα της φωνητικής γραφής του Μπελλίνι δεν είναι διακοσμητικά, αλλά εκφράζουν συναισθήματα και μάλιστα με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Τρίλιες, κλίμακες και κάθε είδους διανθίσματα επιστρατεύονται, προκειμένου να εκφράσουν θυμό, οργή ή νοσταλγικές αναμνήσεις και τρυφερότητα. Αν όσα προβλέπει η παρτιτούρα αποδοθούν άνευρα ή με διακοσμητικό τρόπο, το συναίσθημα δεν περνά στο κοινό. Η δυσκολία στη «Νόρμα» δεν είναι τόσο να αποδώσει η τραγουδίστρια σωστά όλες τις νότες -κάτι από μόνο του διόλου αμελητέο- όσο το να συλλάβει και να αναδείξει τον χαρακτήρα του ρόλου.
Τα ψέματα και τα πάθη της ιέρειας
Είναι αλήθεια ότι η ίδια η Νόρμα είναι αρκετά σύνθετη προσωπικότητα. Ιέρεια που ηγείται του λαού της, έχει ερωτευτεί τον Ρωμαίο κατακτητή και έχει αποκτήσει δύο παιδιά μαζί του. Στον 20ό αιώνα θα ήσαν τα ξανθά νόθα παιδιά των στρατιωτών της Βέρμαχτ στις κατεχόμενες χώρες. Προκειμένου να μην χάσει τον έρωτά της η Νόρμα προδίδει τον λαό της. Επιστρατεύει ψευδή επιχειρήματα με μόνο στόχο να αποτρέψει την επανάσταση των ταπεινωμένων Γαλατών, αλλά μεταβάλλει αιφνίδια γνώμη και αποφάσεις όταν ανακαλύπτει πως ο αγαπημένος της είναι άπιστος. Οι ανατροπές είναι διαρκείς, οι εναλλαγές συναισθημάτων έντονες και ακραίες. Η Νόρμα καθοδηγείται από τα πάθη της ακόμα και όταν ο άπιστος Ρωμαίος ανθύπατος Πολιόνε πέσει τελικά στα χέρια της. Μόνη της έγνοια είναι να τον κάνει να αρνηθεί την άλλη γυναίκα. Βλέποντας ότι χάνει το παιχνίδι επιχειρεί την τελευταία ανατροπή, που οδηγεί στην τελική κάθαρση: αναλαμβάνει η ίδια την ευθύνη της προδοσίας απέναντι στον λαό της και αναβαίνει στην πυρά, όπου την ακολουθεί ο Πολιόνε.
Ολα αυτά τα απέδωσε με μοναδικό τρόπο η Μαρία Κάλλας στη διάρκεια των δεκαεπτά ετών που ερμήνευε τον ρόλο: από το ασύλληπτης έντασης πορτρέτο που έχει διασωθεί από παραστάσεις στο Μπουένος Αϊρες το 1949 λίγο μετά την πρώτη εμφάνισή της ως Νόρμα στη Φλωρεντία το 1948, ως την εκλέπτυνση και την υπερβατική ποίηση των τελευταίων εμφανίσεών της στο Παρίσι το 1965. Λίγα χρόνια αργότερα με τον ίδιο ρόλο διακρίθηκε για μια σύντομη στιγμή η Ελενα Σουλιώτη, αφήνοντας όμως ένα αποτύπωμα παρουσίας που διαρκεί μέχρι της μέρες μας. Σήμερα, είναι η σειρά της Δήμητρας Θεοδοσίου αφήσει το δικό της στίγμα.