Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Καινούργιοι σολίστες με την ΚΟΑ -Eλευθεροτυπία 8/9/2010

Ο βιολιστής Ντόριαν Ιντρίζι, η πιανίστρια Ελένη Νταφέκα, ο κορνίστας Ιωάννης Γούναρης και ο βιολιστής Ευγένιος Ζημπάι ήταν ανώτεροι από τη μέτρια ορχήστρα (photo: Ακριβιάδης)
Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ
Στριμωγμένη στο τέλος της καλλιτεχνικής περιόδου 2009-2010 ήταν η συναυλία στην οποία η ΚΟΑ συνόδεψε τέσσερις καινούργιους σολίστες σε κοντσέρτα (Μέγαρο Μουσικής 18/6/2010).
Το επίπεδό τους ήταν γενικά υψηλό και το παίξιμό τους συγκράτησε αδιάλειπτα το ενδιαφέρον, ωστόσο ο αρχιμουσικός Αλέξης Αγραφιώτης άντλησε από την ορχήστρα μέτρια αποτελέσματα υπονομεύοντας γενικά την αρτιότητα των ερμηνειών.
Πρώτος ο 27χρονος Ευγένιος Ζημπάι, μέλος της ορχήστρας της ΕΛΣ, έπαιξε την «Τσιγγάνα» του Ραβέλ. Από τις πρώτες ασυνόδευτες νότες φάνηκε ότι ο Αλβανός βιολιστής διέθετε πλούσιο, στιβαρό, ορθοτονικά ασφαλέστατο ήχο με ελεγχόμενη κύμανση ηχοχρώματος. Σε αυτά προστέθηκαν στη συνέχεια άνεση στη δεξιοτεχνία, άριστη αντίληψη της ρυθμικής δομής και του χαρίεντος ύφους της μουσικής.
Ακολούθησε ο κορνίστας και μέλος της ΚΟΑ Ιωάννης Γούναρης στο «Κοντσέρτο για κόρνο» του Φραντς Στράους. Οσο επέτρεψε να διακρίνουμε η θολή χαοτική συνοδεία της ΚΟΑ, ο 29χρονος Κερκυραίος σολίστας δάμασε με άνεση και αυτοπεποίθηση τη συμβατικά δεξιοτεχνική γραφή του κοντσέρτου, προσφέροντας μια ανάγνωση με αναμενόμενα βελούδινες μελωδικές παραγράφους και στριγκές, λαμπερές κορυφώσεις.
Η πιανίστρια Ελένη Νταφέκα έπαιξε τις «Συμφωνικές παραλλαγές» του Σεζάρ Φρανκ. Παρά την εκφραστικά στεγνή, άνευρη συνοδεία, η ανάγνωσή της χαρακτηρίστηκε από ακρίβεια, τεχνική επάρκεια και σωστή αντίληψη του στίγματος της μουσικής, ειδικά του εσωστρεφούς λυρισμού και του ιδιάζοντος μελωδισμού με το διστακτικά βηματιστό ξετύλιγμα της φραστικής.
Τελευταίος έπαιξε ο Ντόριαν Ιντρίζι, έκτακτο μέλος των πρώτων βιολιών της ΕΛΣ. Ο 26χρονος Αλβανός μουσικός πρόσφερε μια ωραία, στρωτή ερμηνεία του «Κοντσέρτου για βιολί» του Σιμπέλιους. Την εκτέλεση χαρακτήρισαν ήχος γεμάτος και ασφαλής, γεμάτος αυτοπεποίθηση, καλοζυγιασμένες και καλοφινιρισμένες δοξαριές, σωστή αίσθηση των διαθέσεων της μουσικής. Ειδικά στο καταληκτικό Allegro με τις ακραίες απαιτήσεις ρυθμικής και τονικής σαφήνειας εντυπωσίασαν η ακρίβεια της φραστικής, η αθλητική εγρήγορση και η καθαρή, δυναμικά τονισμένη άρθρωση. Παρ' ότι η ένταση της ανάγνωσης φανέρωνε ότι ο βιολιστής συχνά έπαιζε στο όριο των δυνατοτήτων του, το εντυπωσιακά άρτιο αποτέλεσμα με την ωραία, εύστοχα συνεκτική αντίληψη της μουσικής δραματουργίας έδειξε ότι είχαμε εμπρός μας έναν καλό, εξελίξιμο σολίστα.
Τι Σούμπερτ, τι Χατζιδάκις;
Τη 16η επέτειο του ιδρυτή της, Μάνου Χατζιδάκι (1925-1994), τίμησε η εμφανώς συρρικνωμένη Ορχήστρα των Χρωμάτων υπό τον Μίλτο Λογιάδη στο Μέγαρο Μουσικής (20/6/2010). Στο πρώτο μισό της βραδιάς ακούστηκαν η «Ημιτελής» του Σούμπερτ και η «Μπαλάντα για πιάνο και ορχήστρα» του Φρανκ Μαρτέν, στο δεύτερο «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» (1965) του Χατζιδάκι. Η επιλογή υπήρξε τουλάχιστον αψυχολόγητη. Οι υπεύθυνοι έκριναν σωστό να (αντι)παραθέσουν δύο έργα αμιγώς σοβαρής μουσικής προοριζόμενα για αίθουσα συναυλιών με μια δημοφιλή σουίτα ελαφράς μουσικής αποτελούμενη από «δέκα τραγούδια δίχως λόγια», μεταγραμμένα για ορχήστρα και ενορχηστρωμένα με ηχητικές ισορροπίες δισκογραφικού ακροάματος (χρήση κιθάρας και τσέμπαλου με ηχητική ενίσχυση σε συνδυασμό με συμφωνικό σύνολο).
Αρχικά η σπαρακτική παραίτηση της «Ημιτελούς» και η αριστοκρατική εκζήτηση της μπαλάντας του Μαρτέν, που απέδωσε με ακρίβεια και ωραίο ρυθμικό παλμό η Ελενα Χριστοδούλου· ύστερα η δημοφιλής, χαμένη -και-αναδημιουργημένη παρτιτούρα του «Χαμόγελου», στιλιστικά υβριδική, με βάρος και αφηγηματική λογική κινηματογραφικής μουσικής. Ομως τα δύο είδη αντιπροσωπεύουν κλειστά σύνολα αισθητικών και πνευματικών αξιών με ριζικά διαφορετικό βάρος, βάθος και αντοχές στον χρόνο. Να απορήσουμε που η αντιπαράθεση έκανε το χιλιοακουσμένο «Χαμόγελο» να ηχήσει γλυκερό, υπερβολικά εύκολο, αφελώς ατμοσφαιρικό; Μάλλον όχι! Ο ισοπεδωτικός ιδεολογικός παρονομαστής τέτοιων προτάσεων, που αντιμετωπίζει τα δύο διαφορετικά ως ομοτάξια, έχει ήδη διαστρεβλώσει σοβαρά τα μουσικά πράγματα του τόπου. Επιπλέον, ουδείς γνωρίζει αν ο Χατζιδάκις θα επιθυμούσε ή θα ενέκρινε τέτοια βεβιασμένη συστέγαση ακροαμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, ειδικά αυτού του τύπου οι αστοχίες κάθε άλλο παρά συνιστούν συνέχιση των προτάσεών του για δημιουργία διευρυμένης μουσικής δεκτικότητας/πρόσληψης που εισηγείτο προ δεκαετιών, όταν συνέθετε τα προγράμματα των πρώτων εμφανίσεων της ορχήστρας. Αλλωστε, ο χρόνος περνά και τα πράγματα εξελίσσονται. Με ακέραιο, λοιπόν, τον αυτονόητο σεβασμό στον μακαρίτη δημιουργό του «Χαμόγελου», νομίζουμε ότι η γειτνίαση -όσο καλά κι αν αποδόθηκαν τα μέρη της- «κλότσησε» και μάλιστα βίαια. Επιπλέον, τον αδίκησε κατάφωρα! *

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου