Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

"Η ΚΟΑ του μείζονος και του ελάσσονος"

του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ
Την εργογραφία του ρομαντισμού τίμησε η ΚΟΑ υπό τον Βύρωνα Φιδετζή κατά την τελευταία τακτική συναυλία της χρονιάς στο Μέγαρο Μουσικής (11/12/2009). Η βραδιά ξεκίνησε με την εισαγωγή «Αθαλία» του Μέντελσον από τη μουσική για το βιβλικής θεματικής θεατρικό έργο του Ρακίνα.
Η εκτέλεση άρχισε ήρεμα και μεγαλόπρεπα, με νηφάλιο ρυθμικό βηματισμό, συνέχισε στρωτά, διανθισμένη με ωραία σόλι κλαρινέτου από τον Μουρίκη και κορυφώθηκε δυναμικά και λαμπερά. Ακολούθησαν «Τα τραγούδια για τα νεκρά παιδιά» του Μάλερ. Σολίστ ήταν η μεσόφωνος Δάφνη Ευαγγελάτου, μονωδός της οποίας η ευαίσθητη ερμηνεία φανέρωσε γνώση και κατανόηση του ειδικού συναισθηματικού βάρους της μουσικής αυτής. Οικονομώντας σωστά τη γενικώς χαμηλή ένταση αλλά και την αισθητή πλέον αδυναμία στη χαμηλή περιοχή της φωνής, η έμπειρη λυρική τραγουδίστρια διέπλασε το τραγούδι της με ωραία, ιδιαίτερα προσεγμένη φραστική και φροντισμένη έκφραση.
Ο Φιδετζής διηύθυνε χαλαρά, συγκρατώντας σε χαμηλούς τόνους την ούτως ή άλλως με ποιότητες μουσικής δωματίου συνοδεία της ορχήστρας. Ωραίες σολιστικές συνεισφορές χάρισαν ο ομποΐστας Βαγγέλης Χριστόπουλος -στην αποχαιρετιστήρια συμμετοχή του σε συναυλία!- η Χριστίνα Παντελίδου (αγγλικό κόρνο) και ο Αλέξανδρος Οικονόμου (φαγκότο).
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με τη «Συμφωνία αρ. 6» του Μπρούκνερ, συνθέτη ιδιαίτερα αγαπητού στον αρχιμουσικό, ο οποίος κατανοεί άριστα τη δομή και την κλίμακα μεγεθών της μουσικής δραματουργίας του. Η μεγαλειώδης, «γοτθική» παρτιτούρα δόθηκε δυναμικά, με νεύρο στα γρήγορα μέρη και με ωραία, ρευστή φραστική στα αργά. Το εναρκτήριο, εκστατικών τόνων εμβατηριακό Maestoso ήχησε όσο έπρεπε στιβαρό και επιθετικό ενώ το ολύμπιας γαλήνης, πένθιμο Adagio υπήρξε η πιο υποβλητική στιγμή της συναυλίας.
Δυστυχώς, όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοια έργα με την ΚΟΑ, παρά την καταφανώς σωστή αντίληψη του μουσικού ειρμού της παρτιτούρας και της εναλλαγής των διαθέσεων της μουσικής, η εκτέλεση έπασχε τοπικά από ανεπάρκειες στην απόδοση των λεπτομερειών και κυρίως από έκδηλη έλλειψη ισορροπιών -ή μάλλον ελέγχου- στα επίπεδα δυναμικής των ατίθασων χάλκινων πνευστών. Για πολλοστή φορά, το αποτέλεσμα ήταν απαράδεκτα άγριες, άμουσα τραχιές κορυφώσεις, που έπνιξαν ολοσχερώς τα έγχορδα ισοπεδώνοντας κάθε έννοια μουσικής αρχιτεκτονικής ή αφήγησης, και απλώς... κούφαναν τα αυτιά.
Την τελευταία διετία η ΚΟΑ αύξησε ευπρόσδεκτα την προσφορά της, αναθέτοντας σε χωριστά κλιμάκια ή υποσύνολά της να παρουσιάζουν περιοχές του ρεπερτορίου που -καλώς ή κακώς- σπάνια επισκέπτεται το πλήρες σώμα της ορχήστρας στις τακτικές συναυλίες στο Μέγαρο Μουσικής.
Τον Δεκέμβριο, στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς, τα Εγχορδα της ΚΟΑ υπό τον Ιάκωβο Κονιτόπουλο έπαιξαν έργα για ορχήστρα εγχόρδων γραμμένα στον 20ό αιώνα (18/12/2009). Ηταν ένα καλοδιαλεγμένο, όσο και ανελέητα απαιτητικό πρόγραμμα, που περιλάμβανε τη «Λαφίνα» (1945) του Αλέκου Ξένου, το «Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα δωματίου» (2007) του Δημήτρη Τερζάκη, εμπνευσμένο από το ποίημα του Μποντλέρ «Σε μια Μαντόνα», τον «Φάρο» (1989;) του Εσθονού Σβεν Τίιρ και το «Ντιβερτιμέντο για έγχορδα» (1939) του Μπάρτοκ, έργο-κλειδί του 20ού αιώνα για το ρεπερτόριο ορχήστρας εγχόρδων.
Καθώς στη χώρα μας τα μεγάλα επώνυμα σύνολα, εγχώρια είτε ξένα, σχεδόν ουδέποτε πλέον εγκαταλείπουν την «πεπατημένη» όσον αφορά το ρεπερτόριο, προσήλθαμε στη συναυλία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για να ακούσουμε «ζωντανά» κατ' αρχήν τα ίδια τα έργα. Ως προς αυτό και μόνον η ακρόαση της θρυλικής «Λαφίνας», την οποία ουδέποτε είχαμε γνωρίσει, μάς αντάμειψε με το παραπάνω. Συνδυάζοντας ιδεολογικοαισθητικές στοχεύσεις τύπου Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού με μνήμες Εθνικής Σχολής, διατυπωμένη σε μουσική γλώσσα σαφούς προσωπικής υπογραφής με αφομοιωμένα διδάγματα από Προκόφιεφ και Σοστακόβιτς, αυτή η πολιτικά στρατευμένη παρτιτούρα -κρυπτική αναφορά στον Εμφύλιο- κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον και, ταυτόχρονα, συγκίνησε.
Ατυχώς, οι εκτελέσεις ήσαν συνολικά μέτριες. Απ' αρχής μέχρι τέλους της βραδιάς, το παίξιμο των εγχόρδων της ΚΟΑ υπό τον Κονιτόπουλο πρόβαλε βαρύ και αγχωμένο, η φραστική αδιάπλαστη, κατατετμημένη, ο ειρμός πλαδαρός ή βεβιασμένος, η ανάδειξη λεπτομερειών απλά στοιχειώδης. Τελικά αυτές οι τεχνικά δύσκολες, ειδικών εκφραστικών απαιτήσεων μουσικές αποδόθηκαν... συλλαβιστά και μάλιστα όσο τοπικά πυκνότερη γινόταν η γραφή, τόσον οι ταχύτητες έπεφταν και η ανάγνωση γινόταν ατεχνέστερη και «βαρύτερη».
"Ελευθεροτυπία"20/1/2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου