Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

«Μια όπερα, ένα παραμύθι» ΑΡΧΕΙΟ

Η «Απαγωγή από το Σεράι», του Μότσαρτ στο Μέγαρο Μουσικής
του Αντώνη Ι. Κωνσταντινίδη

Θα έμοιαζε μάλλον κοινότυπη η αναφορά στην ιδιαίτερη μουσική φυσιογνωμία του Μότσαρτ. Και αυτό, δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι ο Αυστριακός συνθέτης είναι αναντίρρητα το γνωστότερο και ίσως το πλέον αναγνωρίσιμο πρόσωπο στην ιστορία της μουσικής τέχνης. Ξεπερνώντας το μύθο που τυλίγει γενικότερα την ιδιοφυΐα του και τις πηγές της έμπνευσής του και κοιτώντας την εικόνα του δημιουργού μέσα από το ίδιο του το έργο, τα συμπεράσματα είναι σαφή. Πέρα από την εξωστρεφή και πληθωρικά χαρισματική εικόνα ενός δεξιοτέχνη ερμηνευτή, βλέπουμε να δομείται ένα μάλλον αρκετά συνθετότερο και σίγουρα αξιοπρόσεκτο φαινόμενο. Εμείς, παρακολουθήσαμε στην τελευταία του παράσταση (19/10), ένα χαρακτηριστικό έργο από την οπερατική παραγωγή του Μότσαρτ. Η «Απαγωγή από το Σεράι», ήταν μία συμπαραγωγή του Μεγάρου της Μουσικής, με τα Μγ’ Δημήτρια.
Η υπόθεση
Η οθωμανική ανατολή, ένα περιβάλλον οικείο για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία του 18ου αιώνα, βρίσκεται στο επίκεντρο της σκηνικής εξέλιξης του έργου. Έρωτες, ανεκπλήρωτα πάθη, ευγενή αισθήματα, φιγούρες κωμικές και μια απόδραση, συμπληρώνουν την υπόθεσή του, η οποία πάρα την απλότητα της γραφής της, δεν στερείται έμπνευσης, χρωμάτων, αιφνίδιων μεταβολών, αλλά και λεπτών ψυχολογικών αποχρώσεων.
Η δομή του έργου, με μαεστρία δουλεμένη, ξεδιπλώνει εμφανώς το ταλέντο του συνθέτη και στην οπερατική φόρμα. Η φήμη που απέκτησε το έργο ήταν άμεση, ενώ οι ευάριθμοι θρίαμβοί του σε πολλά λυρικά θέατρα, αμέσως μετά το πρώτο του ανέβασμα το 1788, στη Βιέννη, θεωρούμε ότι αποτελούν δικαίως τον ιστορικό απόηχο αυτής της αριστουργηματικής δημιουργίας. Μιας δημιουργίας σύνθετης μέσα στην απλότητά της, η οποία σε κάθε περίπτωση συνδυάζει με επιτυχία το κλασικό μουσικό στυλ, σε μία από τις αυθεντικότερες εκδοχές του, με τις αισθητικές αναζητήσεις της εποχής εκείνης.
Μουσικά, πέρα από την εξαιρετική, κλασικού ύφους ενορχήστρωση, μπορεί εύκολα ο ακροατής να διακρίνει την ενθουσιώδη εισαγωγή, τις μεγάλες δεξιοτεχνικές άριες, τα καλοδουλεμένα φωνητικά σύνολα, τα κωμικά ντουέτα, το έξοχο κουαρτέτο της δεύτερης πράξης, να απολαύσει τις αμιγώς θεατρικές σκηνές αλλά και ν’ ακολουθήσει τις πολλές εναγώνιες εναλλαγές του κωμικού με το τραγικό στοιχείο.
Οι πρωταγωνιστές
Δύο ζεύγη ερωτευμένων νέων ο Μπελμόντε, η Κονστάντσε και οι υπηρέτες τους Πεντρίλο και Μπλόντε, ο Πασάς Σελίμ που κρατά αιχμάλωτες τις δύο γυναίκες και ο υπηρέτης φρουρός του Οσμίν, είναι οι πρωταγωνιστές του έργου που διαπλέκουν σταδιακά το νοηματικό δίπολο και τις ψυχολογικές σχέσεις του θύτη με το θύμα.
Στην ανάδειξη αυτών των σχέσεων, στις ποικίλες μεταπτώσεις και μεταβολές τους, στόχευσε πρώτιστα η σκηνοθεσία των Stephen Medcalf και Carmen Jacobi. Όμως η οπτική τους υπήρξε γενικότερα στατική και άνευρη, κυρίως ως προς τη διαλογική εξέλιξη της γραφής, με άμεσα αποτελέσματα στη ροή του έργου. Αυτή η κάμψη επιτάθηκε και από την ανυπαρξία συνοχής και επικοινωνίας μεταξύ των πρωταγωνιστών.
Τα μεγάλα ογκώδη σκηνικά της Isabella Bywater, σε γραμμές οθωμανικής τεχνοτροπίας και με τα πολλά κιγκλιδώματα, εναλλάχθηκαν λειτουργικά και συνετέλεσαν στη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας, υποβοηθούμενα από στοιχειώδη, διακριτικό φωτισμό. Οι ενδυματολογικές επιλογές ακολούθησαν τα ιστορικά πρότυπα της εποχής του συνθέτη.
Στο ρόλο του επίδοξου απελευθερωτή Μπελμόντε, ο τενόρος Mario Zefiri (Γιάννης Μποτσαράκος), μας έδωσε μία ερμηνεία μεστή, ισόρροπη και ανενδοίαστη ως προς τις δυσκολίες του ρόλου, ακολουθώντας πιστά τις υφολογικές επιταγές του κλασικού ρυθμού.
Εντυπωσιακή υπήρξε η σοπράνο Μυρτώ Παπαθανασίου, ως Κονστάντσε. Επέδειξε μία λαμπερή φωνή εξαιρετικών δυνατοτήτων με δραματικότητα που υπερέβαινε όμως τα όρια του ρόλου της και παρέπεμπε σε πρωταγωνίστριες του ιταλικού μελοδράματος.
Ανάλαφρη και πετυχημένη ήταν η παρουσία της Μπλόντε, που ενσάρκωσε επί σκηνής η Βασιλική Καραγιαννη, με ιδιαίτερη πειστικότητα.
Ο Γιάννης Οικονόμου στο ρόλο του υπηρέτη Πεντρίλο υπήρξε σαφής και παραστατικός ως προς τα μέρη της πρόζας, ανισοβαρής όμως και μάλλον ατυχής υπήρξε η λοιπή τραγουδιστική του ερμηνεία
Ο Πέτρος Μαγουλάς προσέφερε θετική συμβολή στην εξέλιξη της πλοκής, ξεδιπλώνοντας τη στέρεη, μπάσα φωνή του. Θεωρούμε όμως ότι η παρουσία του Οσμίν έπρεπε να τονίζει περισσότερο και με έμφαση τα κωμικά ή και τα βάρβαρα στοιχεία του οθωμανού χαρακτήρα.
Ο Πασάς Σελίμ, το μόνο αμιγώς θεατρικό πρόσωπο του έργου, μεταλλάσσεται στα μάτια των θεατών. Από ευγενής κυρίαρχος μετατρέπεται σε μεγαλόψυχο ελευθερωτή. Το ρόλο απέδωσε ισορροπημένα ο ηθοποιός Δημήτρης Κοντός.
Η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης υποστήριξε το οπερατικό έργο υπό τη διεύθυνση του Νίκου Αθηναίου. Γνωρίζοντας ότι η ορχήστρα αυτή μπορεί να αντεπεξέρχεται με επιτυχία σε δύσκολες γραφές, αλλά και σε σημαντικές ερμηνευτικές προκλήσεις, και με ιδιαίτερη εμπειρία στις οπερατικές απαιτήσεις, περιμέναμε στην παράσταση που είδαμε μία περισσότερο κομψή μουσική αναφορά που να ακολουθεί πάντοτε και πιστά, όχι μόνο την αισθητική που απορρέει από τη μουσική γραφή, αλλά και σταθερά τη μπαγκέτα του μαέστρου.
«Μακεδονία» 26 Οκτωβρίου 2008



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου