Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Τα παιχνίδια της ζωής. "ΑΡΧΕΙΟ"

Η όπερα του Πουτσίνι «Μποέμ», από την «Όπερα Θεσσαλονίκης».

του Αντώνη Ι. Κωνσταντινίδη

Το θέμα της δημοφιλούς όπερας «Μποέμ», πρέπει να αναζητηθεί στο Παρίσι, κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα. Εκεί, μια παρέα αστών καλλιτεχνών, ζει ανέμελα τη νιότη της, δημιουργεί και ερωτεύεται, χωρίς έγνοια για το αύριο. Στο δικό τους κόσμο κυριαρχεί μόνο η τέχνη που συμπορεύεται και προκλητικά κάποτε παιχνιδίζει, με την ίδια τη ζωή. Είναι οι «Μποέμ», οι πρωταγωνιστές της ομώνυμης όπερας του Πουτσίνι την οποία παρακολουθήσαμε (Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου) στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών σε μια παραγωγή της «Όπερας Θεσσαλονίκης».
Οι μποέμ… καταληψίες
Η σκηνοθετική άποψη του Αλέξανδρου Ευκλείδη τοποθέτησε τη «Μποέμ» στην εποχή μας, στηρίζοντας την υπόθεση του έργου πρωτότυπα, μακριά από τις συνήθεις, στερεότυπες ή γνωστές συντηρητικές επιλογές του ιστορικού της πλαισίου. Η εξέλιξη της όπερας, ξεπέρασε αυτή τη φορά την παριζιάνικη σοφίτα, αγνόησε το Καρτιέ Λατέν, υπερέβη το χρόνο και προβλήθηκε ικανοποιητικά σ’ ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Εκεί, υπήρχε μια κατάληψη, ένα κοινόβιο, ένας άλλος κοινωνικός μικρόκοσμος που αδιαφορεί για τις καθεστηκυίες κοινωνικές αντιλήψεις, ζει εξ ανάγκης ή εκ πεποιθήσεως στο περιθώριο, με τους δικούς του ρυθμούς και κανόνες και καταφέρνει να επιβιώνει, έστω και λάθρα, πάντοτε όμως με τις δικές του προτεραιότητες και αγωνίες. Είναι οι «Μποέμ» της εποχής μας, καταστάσεις αναγνωρίσιμες, επιλογές αντισυμβατικές, πρόσωπα αναμφισβήτητα οικεία.
Μία τέτοια αναγωγή στο χρόνο, σ’ ένα τόσο γνωστό έργο, αποτελεί εκ των πραγμάτων μία πρόκληση. Θεωρούμε ότι ο Ευκλείδης παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, οι οποίες εξ αρχής και λόγω της γραφής τίθενται, τα κατάφερε θαυμάσια. Κέντρισε την προσοχή των θεατών και κράτησε ευρηματικά αμείωτο το ενδιαφέρον τους. Στήριξε την πλοκή και καθοδήγησε την ερωτική ιστορία ανενδοίαστα, έστω και εις βάρος κάποτε της υφέρπουσας μελαγχολίας ή της λεπτής ρομαντικής αίσθησης του έργου. Οι νοηματικοί του άξονες επιδείχθηκαν αδρά όμως με ευκρίνεια, σε μία, παρά τις όποιες αντιρρήσεις, καλοδεχούμενη σύγχρονη εκφορά εικόνας, μέλους και λόγου.
Τη σκηνοθετική ιδέα στήριξαν ο σκηνογράφος Σωτήρης Στέλιος που έστησε το κύριο πλάνο, τους σκοτεινούς απρόσωπους όγκους του βιομηχανικού τοπίου και η ενδυματολόγος Αλεξία Θεοδωράκη που έντυσε τους σύγχρονους μποέμ πρωταγωνιστές απλά και άνετα, στη τρέχουσα μόδα του δρόμου.
Η διανομή
Μετά την αξέχαστη Αλεξία Βουλγαρίδου, η οποία προ τριετίας είχε ενσαρκώσει την ασθενική Μιμή, αφήνοντας μέχρι σήμερα νωπές εντυπώσεις, τον πρωταγωνιστικό ρόλο κλήθηκε να ερμηνεύσει η Μονσερά Μαρτί, που φέρει, ελέω μητρός, ένα ιδιαίτερα βαρύ όνομα στο χώρο του οπερατικού θεάματος. Άνετη, στην ερμηνεία της χωρίς προβλήματα στις απαιτήσεις των δεξιοτεχνικών περασμάτων, αλλά και σφικτή, αλύγιστη ή και κάποτε διαπεραστική, η Μαρτί μας έδωσε μία αξιοπρεπή Μιμή, οπτικά ιδανική.
Στο ρόλο του Ροντόλφο ο Αμερικανός τενόρος Ρίτσαρντ Λίτς υπήρξε εύρωστος, ηχοχρωματικά λαμπερός και ερμηνευτικά ευμετάβολος, ακολουθώντας τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του ρόλου του. Ήταν ο ανάμελος ποιητής, ένας άστατος εραστής.
Σημειώνουμε την παρουσία της ευειδούς Ειρήνης Καράγιαννη στο ρόλο της άστατης Μουζέτας, σε μία εκδοχή αναμφισβήτητα χάρμα οφθαλμών, όμως μάλλον υποκριτικά ακραία ή ίσως και light, με χρώμα mezzo, αστόχως μακριά από τον αρχικό προσανατολισμό του έργου.
Τη διανομή των μποέμ καλλιτεχνών συμπλήρωσαν στηρίζοντας ουσιαστικά τη θεματική πλοκή και ενισχύοντας το πρωταγωνιστικό δίδυμο, ο καθ’ όλα εξαιρετικός ερμηνευτικά και υποκριτικά, βαρύτονος Κύρος Πατσαλίδης στο ρόλο του ζωγράφου Μαρτσέλο, ο βαθύφωνος Κωνσταντίνος Ντότσικας στο ρόλο του φιλοσόφου Κολίν και ο βαρύτονος Μανώλης Παπαδάκης στο νεανικό ρόλο του Σονάρ.
Η μουσική
Υπό τη διεύθυνση του Μύρωνα Μιχαηλίδη, καλλιτεχνικού διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης βρέθηκε η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης. Ο αρχιμουσικός κατεύθυνε με άνεση ορχήστρα και χορωδία προς τους επιθυμητούς στόχους. Τα σύνολα στήριξαν την έκφραση των πρωταγωνιστών και επέδειξαν τα μοναδικά χαρακτηριστικά της μουσικής γραφής του Πουτσίνι. Σ’ αυτήν ο λυρισμός αναδεικνύεται με τρόπο φυσικό ως ένα ομοούσιο στοιχείο της υποκριτικής τέχνης με κυρίαρχες τις ρέουσες και απλές, διόλου όμως ευκαταφρόνητης αξίας και ενορχηστρωτικής δεξιότητας, μελωδικές γραμμές.
Σημειώνεται η πολυπρόσωπη συμβολή των φωνητικών συνόλων, της Χορωδίας Θεσσαλονίκης-Κλασσικοί τραγουδιστές και των παιδιών του Μουσικού Σχολείου Θεσσαλονίκης που συμπρωταγωνίστησαν με μπρίο και στήριξαν με κέφι την επιτυχία του έργου. Αμφότερες οι χορωδίες προετοιμάστηκαν σε διδασκαλία της Αγγελικής Κρίσιλα.
Ήταν μία παράσταση των «Μποέμ», ενός γνωστού στο μουσικόφιλο κοινό και δημοφιλούς έργου του οπερατικού ρεπερτορίου που προσέφερε όμως με τρόπο θετικό κάτι διαφορετικό, το δικό της ιδιαίτερο στίγμα. Ένα στίγμα κατανοητό, αναντίρρητα βγαλμένο από μία ανέκαθεν υπαρκτή, δυστυχώς όμως πλέον προσιτή, καθημερινότητα.
«Μακεδονία» 15 Φεβρουαρίου 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου